Σίγουρα είναι πολλοί αυτοί που εκμεταλλεύονται την τραγωδία των Τεμπών με δολιότητα και υποκρισία, χρησιμοποιώντας κάθε πιθανό κι απίθανο σενάριο, κάθε συναίσθημα και κάθε ερωτηματικό, για να κερδίσουν ψήφους, ή επιρροή, ή αναγνωρισιμότητα, ή χρήματα. Και σίγουρα αυτοί δίνουν τον τόνο, έχοντας τα μέσα, τις προσβάσεις, τον τρόπο, στοχοποιώντας κατά κύριο λόγο τη Δικαιοσύνη.
Σίγουρα, όμως, είναι πάρα πολλοί, μάλλον περισσότεροι, και οι απλοί άνθρωποι που αισθάνονται ότι η υπόθεση τους αφορά, όχι επειδή αποβλέπουν σε κάποιο προσωπικό όφελος, αλλ΄ επειδή σκέφτονται ότι θα μπορούσε αυτοί ή τα παιδιά τους να είναι στη θέση των 57 θυμάτων. Ή επειδή θέλουν – πολύ σωστά κι ευτυχώς, γιατί έτσι αλλάζουν τα πράγματα – μια καλύτερη Ελλάδα.
Αυτοί λοιπόν οι πολλοί, υπαρκτοί, καλοπροαίρετοι, δίκαια θυμωμένοι για τα κακώς κείμενα της χώρας άνθρωποι, είτε πάνε, είτε δεν πάνε στις συγκεντρώσεις, καλό είναι να ξέρουν τα παρακάτω βασικά πράγματα για τη Δικαιοσύνη, από κάποιον που, ας μου επιτραπεί να το πω, εδώ και χρόνια κάνει συστηματική κριτική σε πολλά κακώς κείμενα της ελληνικής Δικαιοσύνης, χωρίς ποτέ, μα ποτέ, να έχει κολακέψει, ή να έχει ζητήσει το παραμικρό από δικαστή:
Πρώτον, ότι μια Δικαιοσύνη που λειτουργεί σωστά και δίκαια, δεν πιέζεται, δεν εκβιάζεται και δεν δέχεται υποδείξεις, από κανέναν. Δεν απονέμεται στο δρόμο, δεν υποκαθίσταται από λαϊκά δικαστήρια, ή επαναστατικές επιτροπές, δεν υπακούει σε κοινωνικές πλειοψηφίες ή μειοψηφίες (ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα άλλωστε), δεν υποκύπτει σε κραυγές ή απειλές. Οι ένοχοι κηρύσσονται από τα δικαστήρια, με βάση τα στοιχεία της συγκεκριμένης δικογραφίας και μόνο.
Δεύτερον, σε συνέχεια του πρώτου, και πολύ σημαντικό για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών: όποιος επιχειρεί να επιβάλλει στη Δικαιοσύνη τις αποφάσεις της, στην πραγματικότητα την καταργεί. Συνεπώς, ακτιβισμοί, με κραυγές του τύπου «Όλοι στη φυλακή» και, κυρίως, απειλές, προγραφές και εκδηλώσεις βίας, όχι μόνο δεν βοηθούν, αλλά, αντίθετα, αναιρούν την ίδια τη Δικαιοσύνη, όπως βέβαια και το θεσμικό μήνυμα της 28ης Φεβρουαρίου.
Τρίτον, η Δικαιοσύνη όχι απλά χρειάζεται την εμπιστοσύνη του λαού, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτήν, η ανεξαρτησία και η εμπιστοσύνη είναι το δικό της οξυγόνο. Όποιος νομίζει ότι η Δικαιοσύνη μπορεί να επιβιώσει δια της επιβολής είναι βαθιά γελασμένος. Αν επικρατήσει και γενικευθεί έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Δικαιοσύνη, κανείς μηχανισμός επιβολής, καμιά αστυνομική δύναμη δεν μπορεί να την σώσει, θα καταρρεύσει με μιας.
Αν θέλουμε να κάνουμε καλύτερη τη Δικαιοσύνη, πρέπει πρώτα να την κρατήσουμε όρθια, να την προστατεύσουμε απ΄ αυτούς που θέλουν να την κατεδαφίσουν
Τέταρτον, είναι αυτονόητο ότι και η Δικαιοσύνη υπόκειται σε κριτική. Ούτε όλοι οι δικαστές είναι άριστοι, ή αλάθητοι, ούτε όλες οι αποφάσεις είναι σωστές, εννοείται δε ότι υπάρχουν ένα σωρό πράγματα, ειδικά στην Ελληνική Δικαιοσύνη που πρέπει ν΄ αλλάξουν. Μέσα όμως σ΄ ένα πλαίσιο, το οποίο ευθέως απορρέει από την οφειλόμενη συνείδηση του κρίσιμου ρόλου της για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Αν θέλουμε να κάνουμε καλύτερη τη Δικαιοσύνη, πρέπει πρώτα να την κρατήσουμε όρθια, να την προστατεύσουμε απ΄ αυτούς που θέλουν να την κατεδαφίσουν.
Και πέμπτον, όχι δεν είναι σωστό αυτό που λέγεται, ότι η Δικαιοσύνη είναι απρόσωπη. Δεν μοιάζει καθόλου με αυτή τη γυναίκα που συνήθως παρουσιάζεται, με τα δεμένα μάτια και τα ακαθόριστα χαρακτηριστικά. Ούτε είναι αυτό που περιγράφουν τα βιβλία. Ούτε -το πιο σίγουρο αυτό απ΄ όλα- οι διάφορες δικαστικές ενώσεις και οι εκπρόσωποί τους. Είναι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, οι συγκεκριμένοι δικαστές, οι οποίοι, όπως θύμισε μιλώντας χθες προσκεκλημένος στην (σοβαρή και με μετριοπάθεια) εκδήλωση του ΠΑΣΟΚ για τη Δικαιοσύνη ο Επίτιμος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Μαρκής, κάθε μέρα, σε εκατοντάδες ή χιλιάδες κρύες αίθουσες, μακριά από τηλεοράσεις, κόμματα, προβολείς, λύνουν τα προβλήματα της κοινωνίας μας, κρίνουν τις δικές μας διαφορές, τις αδικίες και τα πάθη μας, απονέμουν δίκαιο. Με κανόνες, με ερμηνείες, με λογική, με συναίσθημα, με λάθη, με αγωνίες, με όλη την ευθύνη δική τους, στον δικό τους ώμο. Ό,τι είπαμε πριν αφορά αυτούς, προσωπικά αυτούς, ξαναδιαβάστε σάς παρακαλώ λοιπόν τα προηγούμενα τέσσερα σημεία.
Και θυμηθείτε τα, όταν μιλάτε για την υπόθεση των Τεμπών. Θυμηθείτε ότι το πρόσωπο του Ανακριτή είναι το πρόσωπο της Δικαιοσύνης. Που προσπαθεί να κάνει το καθήκον του, φορτωμένος με τον σταυρό του μαρτυρίου, με όλες περίπου τις αμαρτίες του νεοελληνικού κράτους, αντιμέτωπος με τις υπερμεγέθεις προσωπικές επιδιώξεις πάρα πολλών ανθρώπων, τις κάθε λογής φαντασιώσεις και φανατισμούς άλλων, και, κυρίως, τους κομματικούς σχεδιασμούς πάνω στην υπόθεση για βουλευτικές έδρες, κρατικές επιχορηγήσεις, ρόλους στο αύριο της χώρας.
Όλα αυτά στην πλάτη αυτού του ανθρώπου, που όλοι αφήνουν μόνο του. Ακόμη και οι σημερινές ηγεσίες των Ενώσεων των συναδέλφων του, που ενώ συστηματικά και εκ πεποιθήσεως ανθίστανται με πείσμα σε κάθε απόπειρα αντιμετώπισης των παθογενειών της ελληνικής Δικαιοσύνης και εκσυγχρονισμού της, φτάνοντας ν΄ αμφισβητούν ακόμη και τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας (διαβάστε την ανατριχιαστική ανακοίνωση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών για τα Τέμπη), προσπαθούν να επωφεληθούν από τη γενική δυσαρέσκεια γι’ αυτές ακριβώς τις παθογένειες, κλείνοντας το μάτι στη συγκυρία και στους ανυποψίαστους γι’ αυτά πολίτες, αντί να υπερασπιστούν τη Δικαιοσύνη και τον ανυπεράσπιστο, απειλούμενο, μηνυόμενο συνάδελφό τους.
Πρέπει να τον υπερασπιστούμε όλοι εμείς, υπερασπιζόμενοι στο πρόσωπό του τη Δικαιοσύνη.
Σκεφτείτε το.
- Ο κ. Παναγιώτης Περάκης είναι Δικηγόρος.