Με την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ τρίτο πρόσωπο, που δεν είναι υποκείμενο της αναγκαστικής εκτέλεσης ζητεί να αναγνωριστεί το δικαίωμα που έχει στο αντικείμενο της εκτέλεσης και να ακυρωθεί η σχετική διαδικασία στην έκταση που θίγει το δικαίωμά του, το οποίο είναι αντιτάξιμο, ως ισχυρότερο, έναντι του δικαιώματος του καθ’ ου. Ο τρίτος θα μπορούσε, βέβαια, αντί της ανακοπής του άρθρου 936 ΚΠολΔ, να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα του ουσιαστικού δικαίου (π.χ. αν έχει δικαίωμα κυριότητας, την αγωγή του άρθρου 1094 ΑΚ, ή δικαίωμα επικαρπίας την αγωγή του άρθρου 1173 ΑΚ). Ωστόσο η έννομη προστασία του ουσιαστικού δικαίου δεν επαρκεί, γιατί δεν μπορεί να ασκήσει άμεση επίδραση στην αναγκαστική εκτέλεση που συνεχίζεται, οδηγώντας στην ακύρωση πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας (π.χ. της κατάσχεσης ή του πλειστηριασμού).
Η ανακοπή του τρίτου εισάγεται στο καθ’ ύλην, με βάση τις γενικές διατάξεις (7-11 ΚΠολΔ), αρμόδιο δικαστήριο του τόπου όπου γίνεται η εκτέλεση (936 παρ. 1 εδ. γ΄ ΚΠολΔ). Για τον καθορισμό της υλικής αρμοδιότητας λαμβάνεται υπ’ όψιν η αξία του δικαιώματος του τρίτου που αποτελεί τη βάση της ανακοπής. Συνεπώς υλικά αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής του τρίτου μπορεί να είναι όχι μόνο το μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όπως ισχύει για την ανακοπή του 933 ΚΠολΔ, αλλά και το πολυμελές πρωτοδικείο.
Κατά το άρθρο 936 παρ. 2 ΚΠολΔ, η ανακοπή του τρίτου πρέπει να απευθύνεται τόσο κατά του επισπεύδοντος δανειστή όσο και κατά του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, μεταξύ των οποίων υπάρχει δημιουργείται δεσμός αναγκαίας παθητικής ομοδικίας. Αν η ανακοπή ασκήθηκε μετά τον πλειστηριασμό δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να απευθυνθεί και κατά του τελευταίου. Λόγω της δημιουργούμενου δεσμού αναγκαίας ομοδικίας, αν ένας αναγκαίος ομόδικος ασκήσει έφεση ή αναίρεση κατά της απόφασης επί της ανακοπής, το αποτέλεσμά της επεκτείνεται και στους λοιπούς, υπό την έννοια ότι, αν ένας αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρείται ότι το ασκούν και οι ομόδικοί του παρά το γεγονός ότι αδράνησαν (ΟλΑΠ 63/1981 ΝοΒ 1981,1287). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, για το παραδεκτό της συζήτησης του ενδίκου μέσου πρέπει να καλούνται όλοι οι ομόδικοι σε κάθε συζήτηση (ΑΠ 770/2009, ΝοΒ 2011,945) και, αν κάποιος εξ αυτών δεν παρασταθεί, μολονότι κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, τότε, κατ’ άρθρον 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, μετέχει στη δίκη εκπροσωπούμενος από τους παριστάμενους αναγκαίου ομοδίκους του (Π. Γέσιου-Φάλτση, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην, 1970 σελ. 284-286).
Οι προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ δεν έχουν εφαρμογή στην ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ. Ωστόσο, τα χρονικά όρια άσκησης της ανακοπής του τρίτου απορρέουν από την ίδια τη φύση και τη λειτουργία της, διότι η άσκησή της προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμούς διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Σε σχέση με το καταληκτικό χρονικό σημείο ασκήσεώς της, η ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ μπορεί να ασκηθεί έως το τέλος της εκτελεστικής διαδικασίας. Ειδικότερα, στον μεν πλειστηριασμό κινητών μπορεί να ασκηθεί μέχρι την παράδοση της νομής στον υπερθεματιστή, αφού από το χρόνο αυτόν μεταβιβάζεται η κυριότητά τους στον υπερθεματιστή, στο δε πλειστηριασμό ακινήτων μέχρι τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης και την εγκατάσταση του υπερθεματιστή στη νομή του πλειστηριασθέντος πράγματος (ΑΠ 1046/2020 ΤΝΠ QUALEX, ΑΠ 2154/2014 ΤΝΠ QUALEX, ΑΠ 228/2010 ΧρΙΔ 2011,202 = ΕΠολΔ 2011,376 = ΕλλΔνη 2011,1379, ΑΠ 1705/2009 ΕφΑΔΠολΔ 2010,470 = ΧρΙΔ 2010,557 = ΝοΒ 2010,1729), αφού μετά την εγκατάσταση του υπερθεματιστή στο εκπλειστηριασθέν δεν ασκείται η από το άρθρο 936 ΚΠολΔ ανακοπή, αλλά η κατά το κοινό δίκαιο υπό του τρίτου διεκδίκηση του πλειστηριασθέντος και κατακυρωθέντος ακινήτου εντός της οριζόμενης από το άρθρο 1020 ΚΠολΔ πενταετούς αποκλειστικής προθεσμίας.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ, που καθιερώνει γενική αρχή των ενδίκων μέσων, το παραδεκτό, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της ασκήσεώς τους κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης απόφασης. Με βάση τη γενική αυτή αρχή, οι μεταβολές που επέφερε στο δίκαιο των ενδίκων μέσων ο ν. 4335/2015 και ιδίως η μετατροπή της καταχρηστικής προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως και αναιρέσεως από τριετή σε διετή, ισχύει για όσες αποφάσεις έχουν δημοσιευθεί από 01/01/2016 και μετά (ΟλΑΠ 10/2018 ΧρΙΔ 2019,202). Έτσι, εάν μία απόφαση έχει εκδοθεί πριν την 01/01/2016, αλλά η έφεση ή η αναίρεση κατ’ αυτής ασκείται μετά την ημερομηνία αυτή, ισχύει η προϊσχύουσα τριετής καταχρηστική προθεσμία και όχι η διετής, παρά τα περί του αντιθέτου οριζόμενα στις μεταβατικές διατάξεις του ν. 4335/2015.
Ο Άρειος Πάγος (Α2 Πολιτικό Τμήμα) με την πρόσφατη υπ’ αριθμόν 496/2023 απόφασή του έκρινε επί λέξει για τα ζητήματα αυτά τα εξής:
Ως προς το δεσμό αναγκαίας ομοδικίας και την αντιπροσώπευση του παρασταθέντος αναγκαίου ομοδίκου από τον παρασταθέντα αναγκαίο ομόδικό του έκρινε ότι: «Κατά τη διάταξη του άρθρου 558 εδ. β’ ΚΠολΔ, αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το άρθρο 76 § 1 ΚΠολΔ ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν, οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται, με τους οποίους συνδέονται με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Όπως δε προκύπτει από το άρθρο 936 ΚΠολΔ, περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υπάρχει και επί ανακοπής τρίτου, η οποία πρέπει να απευθύνεται τόσο κατά του επισπεύδοντος όσο και του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, μεταξύ των οποίων υπάρχει δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας παθητικής κατ’ άρθρο 76 § 1 περ. γ’ ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 63/1981, ΑΠ 1321/2018). Εν προκειμένω από την υπ’ αριθ. 11333Ε/………..2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Τρικάλων Κ. Π., που προσκομίζει και επικαλείται το αναιρεσείον, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 5-11-2015 αιτήσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 12-12-2022 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από αυτό στην δεύτερη αναιρεσίβλητη Π. Κ. Η τελευταία δεν εμφανίστηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς θα δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, επειδή μεταξύ των αναιρεσιβλήτων υπάρχει, όπως προεκτέθηκε, δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας (άρθ. 76 § 1 περ. γ’ ΚΠολΔ), θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται αυτή από τον παρασταθέντα πρώτο αναιρεσίβλητο.».
Ως προς το καταληκτικό χρονικό σημείο ασκήσεως της ανακοπή του 936 ΚΠολΔ έκρινε ότι: «Η κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης προστασία του τρίτου, που έχει δικαίωμα πάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, επιτυγχάνεται είτε με την προβλεπόμενη από το άρθρο 936 ΚΠολΔ ανακοπή τρίτου, με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση της εκτέλεσης, είτε με την αγωγή από το κοινό δίκαιο. Ειδικότερα, μετά την εγκατάσταση του υπερθεματιστή στο εκπλειστηριασθέν δεν ασκείται η από το άρθρο 936 ανακοπή, αλλά η κατά το κοινό δίκαιο υπό του τρίτου διεκδίκηση του πλειστηριασθέντος και κατακυρωθέντος ακινήτου εντός της οριζόμενης από το άρθρο 1020 ΚΠολΔ πενταετούς αποκλειστικής προθεσμίας. Η έναρξη αυτής της προθεσμίας, συνακόλουθα και η απόσβεση του δικαιώματος του τρίτου προς άσκηση ανακοπής κατά το άρθρο 936 ΚΠολΔ, προϋποθέτουν όχι μόνο μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία αποτελεί τον νόμιμο τίτλο δυνάμει του οποίου (από τη μεταγραφή) μεταβιβάζεται η κυριότητα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου στον υπερθεματιστή (ΟλΑΠ 1/1998) αλλά και εγκατάσταση του υπερθεματιστή. Και τούτο, διότι, πριν ο υπερθεματιστής γίνει νομέας ή κάτοχος, δεν υφίσταται γεννημένο δικαίωμα προς άσκηση της εκ του άρθρου 1094 ΑΚ διεκδικητικής αγωγής και ο τρίτος, μέχρι τότε, προστατεύεται με την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 2/1993, ΑΠ 2154/2014, ΑΠ 228/2010)».
Ως προς την καταχρηστική προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως: «Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ’ αριθ. ………/2009 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βεροίας, το οποίο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την από 12-7-2004 εκ του άρθρου 936 ΚΠολΔ ανακοπή του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά των αναιρεσιβλήτων ως εκπροθέσμως ασκηθείσα (απαράδεκτη). Η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα δια καταθέσεως του δικογράφου στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Βεροίας στις 10-11-2015, ήτοι εντός της τότε οριζομένης τριετούς προθεσμίας του άρθρου 564 § 3 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, οι διατάξεις του οποίου ισχύουν για ένδικα μέσα που ασκούνται από 1-1-2016 και εντεύθεν, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 11-11-2009 και τελεσιδίκησε στις 11-11-2012, οπότε και άρχισε η τριετής προθεσμία για την άσκηση αίτησης αναίρεσης». Στην προκειμένη περίπτωση, και η προσβληθείσα απόφαση είχε εκδοθεί πριν την 01/01/2016 και η αναίρεση είχε ασκηθεί πριν την 01/01/2016 και συνεπώς δεν υπήρχε αμφιβολία για ότι εν προκειμένω οι καταχρηστικές προθεσμίες για την άσκηση εφέσεως και αναιρέσεως ήταν τριετείς και όχι διετείς.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που απασχόλησε το Ακυρωτικό, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει την ασκηθείσα στις 14/07/2004 ανακοπή ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι «όπως προκύπτει από την από 7/10/2004 έκθεση βιαίας αποβολής και εγκατάστασης ακινήτου, την ως άνω ημερομηνία εγκαταστάθηκε στη νομή του πλειστηριασθέντος, ως άνω, ακινήτου ο πρώτος των καθ’ ων και κατά συνέπεια η ένδικη ανακοπή είναι εκπρόθεσμη, αφού όταν αφορά την προσβολή αναγκαστικής εκτέλεσης για χρηματικές απαιτήσεις, απώτατο χρονικό σημείο για την άσκησή της ορίζεται η εγκατάσταση του υπερθεματιστή στη νομή του ακινήτου μετά την οποία η προστασία του τρίτου εξασφαλίζεται με την άσκηση αγωγής διεκδικήσεως του πράγματος εντός της αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 1020 ΚΠολΔ». Το Ακυρωτικό έκρινε ότι «με την εκτεθείσα κρίση του, το Πρωτοδικείο παρά τον νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την ανακοπή, διότι, ενώ έκρινε, ορθά, ότι απώτατο χρονικό σημείο για την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 936 ΚΠολΔ είναι η εγκατάσταση του υπερθεματιστή στη νομή του ακινήτου, μετά την οποία η προστασία του τρίτου εξασφαλίζεται με την άσκηση αγωγής διεκδικήσεως του πράγματος εντός της αποκλειστικής προθεσμίας του άρθρου 1020 ΚΠολΔ και, ενώ, επίσης, δέχθηκε, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι στην προκείμενη περίπτωση η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης μεταγράφηκε μεν στις 5-7-2004 αλλά ο πρώτος αναιρεσίβλητος εγκαταστάθηκε στη νομή του ακινήτου στις 7-10-2004, ήτοι πολύ μεταγενέστερα της μεταγραφής, παρ’ όλα αυτά, απέρριψε εσφαλμένα την ένδικη ανακοπή, η οποία κατατέθηκε στις 14-7-2004 και επιδόθηκε αυθημερόν, ως εκπρόθεσμη» και, κάνοντας δεκτό ως βάσιμο σχετικό λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο αποδιδόταν στην προσβαλλομένη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ απορρέουσα πλημμέλεια της παρά τον νόμο απόρριψης της ανακοπής ως απαράδεκτης λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, αναίρεσε την πρωτοβάθμια απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή.
* Ο κ. Παντελεήμων Ρεντούλης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μέλος ΣΕΠ Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ, Διδάσκων Πολιτική Δικονομία στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ