Με την ΑΠ 736/2024 ερμηνεύονται οι διατάξεις του ν. 2225/1994 για την χρήση αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν μετά από νόμιμη άρση του περιεχομένου των επικοινωνιών στην ίδια δίκη. Έννοια ίδιας και «άλλης δίκης» κατά τους όρους του νόμου.
Σχετικές διατάξεις: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 254 και 255 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι για την αξιόποινη πράξη του άρθρου 235 του ΠΚ, εφόσον αυτή δεν τελείται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης ή τρομοκρατικής οργάνωσης, η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια άρσης του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994.
Η ανωτέρω ανακριτική πράξη διεξάγεται μόνο αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη των αναφερομένων στα ανωτέρω άρθρα εγκλημάτων ενώ, για τη διενέργεια της, καθώς και για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του τα αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μετά από πρόταση του εισαγγελέα.
Τέλος κάθε στοιχείο ή γνώση που αποκτήθηκε κατά τη διενέργεια της ανωτέρω ανακριτικής πράξης μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τους λόγους που όρισε το δικαστικό συμβούλιο.
Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, ορίζεται ότι: “10. Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία, για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Κατ’ εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεώτερη διάταξή της, να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση άλλου ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα”.
Με τις ανωτέρω διατάξεις ο νομοθέτης θέτοντας ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις για τη νόμιμη κτήση αποδεικτικών μέσων που ανάγονται στην σφαίρα του απορρήτου επικοινωνιών και θεσπίζοντας απαγορεύσεις αξιοποίησης νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, προβαίνει σε στάθμιση ήδη σε νομοθετικό επίπεδο δύο συγκρουόμενων και δυσχερώς συμβιβάσιμων συμφερόντων στο πεδίο της ποινικής δίκης.
- Αφενός του δικαιώματος απορρήτου των επικοινωνιών του ατόμου,
- αφετέρου δε της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας που συνιστά έναν από τους πυλώνες και βασικό ενδιάμεσο σκοπό της ποινικής δίκης, ως αναγκαίος όρος της πραγμάτωσης του δικαιώματος έννομης προστασίας των πολιτών και της αντίστοιχης υποχρέωσης του κράτους για αποτελεσματική λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης.
Εκκινώντας από την θέση ότι η αλήθεια δεν πρέπει να αναζητείται με οποιοδήποτε τίμημα, και δη με πλήρη κάμψη του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας, αλλά και με δεδομένο ότι και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας δεν πρέπει να υποχωρεί απολύτως έναντι του πιο πάνω ατομικού δικαιώματος (Ολ. Α.Π. 1/2001), αφού είναι δικαιοπολιτικά αυτονόητο, ότι το προστατευόμενο, με τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, δικαίωμα δεν μπορεί να προβάλει αξιώσεις υπεροχής σε όλες τις νοητές περιπτώσεις συγκρούσεων με την αντίρροπη, ομοίως, συνταγματικής περιωπής και άρα τυπικώς ισοδύναμη αρχή της αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης, ο νομοθέτης θέτει δια των αποδεικτικών απαγορεύσεων δικαιοπολιτικά επιβεβλημένους φραγμούς στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, με ταυτόχρονη, όμως, κάμψη και του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών κατά το μέτρο που επιτρέπεται η κτήση και χρήση αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο πεδίο που καταλαμβάνει το δικαίωμα αυτό.
Προς υλοποίηση της λεπτής αυτής στάθμισης, ο νομοθέτης θέσπισε με τις ως άνω παρατιθέμενες διατάξεις του Ν. 2225/94 κανόνες για τη νόμιμη κτήση αποδεικτικών μέσων που ανάγονται στην σφαίρα του απορρήτου επικοινωνιών και ταυτόχρονα αποδεικτικές απαγορεύσεις. Ειδικότερα, διά των ως άνω αναφερομένων διατάξεων ο νομοθέτης ρυθμίζει τις περιπτώσεις νόμιμης κτήσης και νόμιμης αξιοποίησης νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, με κάμψη του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών και ταυτόχρονα, με τις ίδιες διατάξεις, υπό την αντίστροφη όψη τους, προβλέπονται αποδεικτικές απαγορεύσεις δύο ειδών.
Απαγορεύσεις κτήσης και
απαγορεύσεις αξιοποίησης ήδη κτηθέντων αποδεικτικών μέσων.
Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 4 του Ν. 2225/94 προβλέπονται περιοριστικά οι προϋποθέσεις νόμιμης κτήσης αποδεικτικών μέσων που εμπίπτουν στο πεδίο του απορρήτου των επικοινωνιών. Εξ αντιδιαστολής, προκύπτει ότι η κτήση τέτοιων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που οι διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπουν, απαγορεύεται, και η κτήση τους κατά παράβαση αυτών τα καθιστά παράνομα αποδεικτικά μέσα. Στην περίπτωση, όμως, που το αποδεικτικό μέσο αποκτηθεί υπό της προϋποθέσεις που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, τότε αυτό έχει το χαρακτήρα του νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου και μπορεί κατ’ αρχήν ελεύθερα να αξιοποιηθεί σε κάθε ποινική διαδικασία, εκτός αν από το νόμο προβλέπεται κάποια ρητή απαγόρευση αξιοποίησής του.
Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 προβλέπεται τέτοια ρητή απαγόρευση αξιοποίησης νομίμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου. Κρίσιμη είναι η οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω απαγόρευσης, καθώς για κάθε περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη αυτή απαγορεύεται η αξιοποίηση ενός αποδεικτικού μέσου παρά το γεγονός ότι αυτό αποκτήθηκε νομίμως, ενώ για κάθε περίπτωση που εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της συνεχίζει να ισχύει ο κανόνας ότι το νομίμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο νομίμως αξιοποιείται ελεύθερα.
Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, στην οποίαν ορίζεται ότι: “Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. […]” προκύπτει ότι η απαγόρευση αξιοποίησης θεμελιώνεται όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
α) το αποδεικτικό μέσο πρόκειται να αξιοποιηθεί σε άλλη ποινική δίκη και
β) το αποδεικτικό μέσο πρόκειται να αξιοποιηθεί για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη.
Ως άλλη ποινική δίκη νοείται στην ως άνω διάταξη η ποινική δίκη η οποία δεν ταυτίζεται με την δίκη στο πλαίσιο της οποίας αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο. Η ελληνική ποινική δίκη δε, και μάλιστα η stricto sensu ποινική δίκη αρχίζει με την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα. Ως εκ τούτου, η ποινική δίκη υφίσταται, και το εύρος του αντικειμένου της διαμορφώνεται ήδη κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης. Μάλιστα, υιοθετώντας μια διευρυμένη έννοια της ποινικής δίκης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ποινική δίκη αρχίζει ήδη από την παραγγελία για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή από τη διενέργεια πράξεων της λεγομένης αστυνομικής προανάκρισης, ήτοι, ήδη, προ της ασκήσεως ποινικής δίωξης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμη και υπό την στενότερη θεώρηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την άσκηση της ποινικής δίωξης υφίσταται πια ποινική δίκη, η οποία ως δικονομικό μόρφωμα περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους εγκλήματα του ιδίου ή περισσοτέρων προσώπων για τα οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη με την παραγγελία του Εισαγγελέα. Για να πληρούται δηλαδή η προϋπόθεση του νόμου περί άλλης δίκης, πρέπει οι δύο διαδικασίες, ήτοι αυτή κατά την οποία αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο και εκείνη στην οποία αξιοποιείται να είναι διακριτές, ήδη, κατά την άσκηση ποινικής δίωξης ή κατά την παραγγελία της προκαταρκτικής εξέτασης κλπ, διότι διαφορετικά ιδρύεται μία ποινική δίκη η οποία διατηρεί το χαρακτήρα της ως τέτοια μέχρι το τέλος της, παρά τις όποιες διαδικαστικές διασπάσεις ήθελαν λάβουν χώρα κατά την εξέλιξή της. Ότι η έννοια της άλλης δίκης είναι αυτή που προεκτέθηκε, προκύπτει και από τον σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος θέλησε να αποκλείσει την αξιοποίηση ενός εντελώς τυχαίου ευρήματος σε υπόθεση που δεν έχει κανένα συνεκτικό δεσμό και δη διαδικαστικό με την αρχική υπόθεση, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη τρώση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών, και να αποφεύγονται φαινόμενα κατά τα οποία οι διωκτικές αρχές θα δημιουργούσαν μια δεξαμενή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν σε οποιαδήποτε υπόθεση. Δεν θέλησε όμως ο νομοθέτης να αποκλείσει την χρήση των ήδη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων για τις περιπτώσεις εκείνες που αποκαλύφθηκαν ήδη στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας για την οποία διατάχθηκε η άρση του απορρήτου, και μάλιστα όταν οι αξιόποινες συμπεριφορές που αποκαλύφθηκαν εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο του ίδιου συνεκτικού ιστού βιοτικών εκδηλώσεων και συμβάντων παρουσιάζοντας έτσι φυσική συνεκτικότητα ως αντικοινωνικές και αξιόποινες συμπεριφορές συγκροτώντας ένα ενιαίο εγκληματικό φαινόμενο, ανεξαρτήτως της δικονομικής τους σχέσης ως συναφή εγκλήματα ή μη.
Η απαγόρευση αυτή του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994, ασφαλώς, δεν ισχύει στην περίπτωση, κατά την οποίαν στην ίδια ακριβώς υπόθεση, με την βοήθεια νόμιμων αποδεικτικών μέσων, πέραν των ήδη γνωστών εγκλημάτων, αποκαλύπτεται σταδιακά η τέλεση εκ μέρους των δραστών και άλλων πολλών, πάντοτε στο πλαίσιο της παράνομης δράσης της ίδιας εγκληματικής οργάνωσης . Η ως άνω ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 10 του Ν. 2225/1994 ευθυγραμμίζεται πλήρως με τον σκοπό του νόμου για στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών αφενός και της αρχής αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας αφετέρου. Και τούτο διότι ο νομοθέτης με την συστηματική διάρθρωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων στο Ν. 2225/1994, επιδεικνύει διάθεση διαβάθμισης της στάθμισης των ως άνω μεγεθών ανάλογα με τις περιστάσεις υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η σύγκρουση των ως άνω συμφερόντων. Η προσαρμοσμένη αυτή στάθμιση υλοποιείται με την πρόβλεψη αυστηρότατων προϋποθέσεων τόσο εξ απόψεως ουσιαστικού δικαίου όσο και εξ απόψεως διαδικαστικής, προκειμένου να αναγορεύσει ως ανεκτή την αρχική τρώση του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών με την οριζόμενη ως νόμιμη κτήση του αποδεικτικού μέσου.
Εν συνεχεία όμως, και εφόσον το δικαίωμα του ατόμου έχει ήδη δικαιολογημένα περιοριστεί συντρεχουσών των προϋποθέσεων του άρθρου 4 Ν. 2225/1994, δεν προβάλλει η ανάγκη διαφύλαξης του ως άνω δικαιώματος με την ίδια ένταση, και τούτο διότι αφενός αυτό έχει ήδη τρωθεί, με την κτήση του αποδεικτικού μέσου, αφετέρου διότι πλέον υπάρχει άμεση αντίληψη και όχι απλώς προσδοκία των αρχών για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδεικνύει συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, με αποτέλεσμα η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και η αρχή της νομιμότητας να διεκδικούν πολύ εντονότερα την εφαρμογή τους. (ΑΠ 582/2021, ΑΠ 902/2018, ΑΠ 1518/2018).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠοινΔ “αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ΚΠοινΔ , θεμελιώνοντας αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Α’ του ΚΠΔ..
Ένδικη υπόθεση: Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα:
με την υπ’αρ. 51/8-1-2016 διάταξη του κ. Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, διατάχτηκε για χρονικό διάστημα δύο μηνών, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος. Η ανωτέρω διάταξη επικυρώθηκε με το υπ’αρ. 54/12-1-2016 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Η ανωτέρω άρση απορρήτου των επικοινωνιών του αναιρεσείοντος διατάχτηκε κατά το άνω βούλευμα , σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2713/1999 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994, επειδή υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις διάπραξης του εγκλήματος της δωροληψίας υπαλλήλου (235 και 263 Α του Π.Κ.) και παράβασης καθήκοντος.
Από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι αναγνώστηκαν μεταξύ άλλων εγγράφων και οι από 12-1-2016 έκθεση απομαγνητοφώνησης ψηφιακού δίσκου, από 12-1-2016 έκθεση απομαγνητοφώνησης ψηφιακού δίσκου και η από 13-1-2016 έκθεση απομαγνητοφώνησης ψηφιακού δίσκου,, που περιείχαν συνομιλίες καταγεγραμμένες δυνάμει της ως άνω άρσης του απορρήτου και αποτυπωμένες στις αναφερθείσες εκθέσεις, οι οποίες και λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και αξιολογήθηκαν από αυτό, αφού γίνεται εκτενής σ’αυτές αναφορά στο σκεπτικό του.
Τα ως άνω όμως αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των προαναφερθέντων διατάξεων του ν. 2225/94 και 254, 255 του ΚΠΔ, έχουν τον χαρακτήρα του νομίμως αποκτηθέντος αποδεικτικού μέσου και ορθά λήφθηκαν υπόψη και αξιοποιήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της κρίσης του, αφού εν προκειμένου η χρησιμοποίησή τους έγινε για την ίδια ποινική δίκη.
Και τούτο διότι όπως εκτέθηκε στην νομική σκέψη που προηγήθηκε ως άλλη ποινική δίκη νοείται η ποινική δίκη η οποία δεν ταυτίζεται με την δίκη στο πλαίσιο της οποίας αποκτήθηκε νομίμως το αποδεικτικό μέσο. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άλλη ποινική δίκη, με την προπαρατεθείσα έννοια, η προκειμένη δίκη, κατά την οποία το ίδιο ιστορικό γεγονός, τα περιστατικά του οποίου, κατά τον χρόνο τέλεσης της επιδίκου πράξεως, συγκροτούσαν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της διάταξης του άρθρου 235 σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 263 Α του Π.Κ., κατά τον χρόνο της εκδίκασής αυτής, λόγω της κατάργησης του άρθρου 263 Α του Π.Κ. κατά τα προεκτεθέντα συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της διάταξης του άρθρου 396 του Π.Κ. για την οποία και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων.
Συνακόλουθα είναι αβάσιμος ο πρώτος αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Α’ του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, επειδή το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και αξιοποίησε παρά τον νόμο τα προαναφερθέντα από την άρση απορρήτου των επικοινωνιών αυτού κτηθέντα αποδεικτικά μέσα.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ