fbpx
Παρασκευή, 11 Οκτωβρίου, 2024

Διαφορά δεδικασμένου και οιονεί δεδικασμένου

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 420/2023 οριοθετείται η διαφορά του δεδικασμένου και του οιονεί δεδικασμένου που παράγεται από την μη άσκηση δίωξης κατά εγκαλούμενου ή μηνυόμενου εκ μέρους της εισαγγελικής αρχής για μία καταγγελλόμενη πράξη, εκδίδοντας σχετική Διάταξη.

Σχετικές νομικές διατάξεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ’ του Κ.Ποιν.Δ αναιρετικό λόγο, πρέπει να συντρέχουν

α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη,

β) ταυτότητα προσώπου και

γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή.

Έτσι, ταυτότητα πράξης υφίσταται, όταν το αντικείμενο της νέας δίωξης είναι η ίδια αξιόποινη πράξη κατά τα συγκροτούντα εξ αντικειμένου αυτήν πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την από την προγενέστερη απόφαση κριθείσα ή, με άλλους λόγους, όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα αυτά πραγματικά περιστατικά, ήτοι των ιδίων κατά το χρόνο και τόπο τέλεσης ιστορικών γεγονότων, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία αυτής και η προηγούμενη, που έχει ήδη κριθεί.

Η επίκληση ύπαρξης δεδικασμένου αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο ο επικαλούμενος οφείλει να αποδείξει εγγράφως, ήτοι με την προσκομιδή πλήρους αντιγράφου της απόφασης από την οποία απορρέει και επιπροσθέτως βεβαιώσεως του αρμοδίου γραμματέως περί του αμετακλήτου αυτής.

Ο Άρειος Πάγος, για τον έλεγχο της παραβιάσεως του δεδικασμένου, εξετάζει και αντιπαραβάλλει τις δύο αποφάσεις, από τις οποίες απορρέει αυτό, η δε ταυτότητα της πράξεως προκύπτει μόνο από το διατακτικό και όχι από τις αιτιολογίες των αποφάσεων τούτων.

Η παραβίαση του δεδικασμένου, μπορεί να προταθεί το πρώτον και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως λόγος αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως, εξεταζόμενος κατ’ άρθρο 511 εδ.α’ ΚΠΔ και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 721/2022, ΑΠ 1955/2019, ΑΠ 1090/2019, ΑΠ 16/2018, ΑΠ 957/2016).

Εξάλλου, οι Διατάξεις που εκδίδονται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, με τις οποίες απορρίπτονται οι μηνύσεις και εγκλήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 51 του ΚΠΔ, δεν παράγουν δεδικασμένο, κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 57 του Κ.Π.Δ., αλλά παράγουν αποτέλεσμα παρεμφερές προς το δεδικασμένο. Δηλαδή έχουν οιονεί δικαστικό χαρακτήρα και παράγουν, περιορισμένο οιονεί δεδικασμένο που ισχύει μόνο στην προδιωκτική διαδικασία και που παρέχει στον Εισαγγελέα το δικαίωμα να απορρίπτει κάθε νέα καταγγελία, κατά των ίδιων προσώπων που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή με επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ή και σε ασήμαντη προσθήκη αυτών, σαν νομικά αστήρικτη. Το οιονεί αυτό δεδικασμένο που προκύπτει δεσμευτικό από τις παραπάνω διατάξεις, που έχουν δικαστικό και όχι διοικητικό χαρακτήρα, και μάλιστα οιονεί δικαιοδοτικό, γίνεται δεκτό πως κάμπτεται μόνον εάν ήθελε προκύψουν νεότερα ουσιώδη ή άγνωστα στον κρίναντα έτσι εισαγγελέα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις, που δικαιολογούν κατά την κρίση του την επανεξέταση της υπόθεσης κατά τα οριζόμενα στην διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 43 του Κ.Ποιν.Δ. (ΑΠ 609/2019, ΑΠ 1120/2018, ΑΠ 672/2017, ΑΠ 675/2014, ΑΠ 1053/2013, ΑΠ 1144/2012, ΑΠ 903/2009, ΑΠ 408/2008).

Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι` αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολομ. Α.Π. 3/2005, 1/2008). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 510 παρ. στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ. ενδεικτικά αναφέρει μόνο μερικές περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, όπως, όταν α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, και γ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση(ΑΠ 784/2020).

Ένδικη υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: οι κατηγορούμενοι Α. Α. και Ν. Β., παραπέμφθηκαν για να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Χαλκίδας για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος κατ’εξακολούθηση η πρώτη και ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω πράξη ο δεύτερος, που φέρεται να είχαν τελέσει στην …. στις 6-10-2015 και 20-10-2015, δυνάμει των υπό στοιχεία ΑΒΜ: … και ΑΒΜ:… ποινικών δικογραφιών που σχηματίστηκαν σε βάρος τους και συσχετίστηκαν. Κατά την συζήτηση της ως άνω υποθέσεως ο πληρεξούσιος δικηγόρος των κατηγορουμένων, προέβαλε αυτοτελή ισχυρισμό, περί υπάρξεως δεδικασμένου, απορρέοντος από την με αρ. πρωτ. 372/2020 διάταξη του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας, με την οποία τέθηκε στο αρχείο η με ΑΒΜ … δικογραφία σε βάρος των πιο πάνω κατηγορουμένων, που σχηματίστηκε με αφορμή την μηνυτήρια αναφορά του Δ. Α., για τα αδικήματα της απιστίας, παράβασης καθήκοντος και ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις και η ενέργεια αυτή εγκρίθηκε με την με αρ. 460/2020 πράξη του Εισαγγελέα Εφετών Χαλκίδας. Το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, ως βάσιμο τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό και κήρυξε απαράδεκτη την κατά των ως άνω κατηγορουμένων ποινική δίωξη λόγω οιονεί δεδικασμένου, με την ακόλουθη επί λέξει αιτιολογία: “καθόσον οι πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι συνθέτουν το ίδιο βιοτικό συμβάν, για το οποίο είχε υποβληθεί σε βάρος των εδώ κατηγορουμένων η από 3-9-2019 μηνυτήρια αναφορά του Δ. Α. του Ε., κατοίκου … για την οποία η σχηματισθείσα με ΑΒΜ: … δικογραφία τέθηκε σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ.4 ΚΠΔ, στο αρχείο, δυνάμει της με αρ. 372/2020 Αναφοράς του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, Παναγιώτη Παρασκευαϊδη, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, προς τον Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας, επειδή δεν προέκυπταν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για τις πράξεις της απιστίας, της παράβασης καθήκοντος και της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις αυτές, προκύπτει ότι η παρούσα κατηγορία καλύπτεται από το οιονεί δεδικασμένο της αρχειοθέτησης της προαναφερθείσας μηνυτήριας αναφοράς και για το λόγο αυτό, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη για την παρούσα δίκη”.

Η παραδοχή, όμως, του δικαστηρίου ότι η ένδικη κατηγορία κατά των κατηγορουμένων – αναιρεσειόντων καλύπτεται από το οιονεί δεδικασμένο της αρχειοθετηθείσας άλλης μηνυτήριας αναφοράς είναι εσφαλμένη, καθόσον σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσης δεν απορρέει δεδικασμένο, εν τη εννοία του άρθρου 57 του ΚΠΔ, από την σχετική με αρ. πρωτ. 372/2020 απορριπτική διάταξη του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας και ως εκ τούτου με το να κηρύξει απαράδεκτη την, κατά των ως άνω κατηγορουμένων, ποινική δίωξη λόγω δεδικασμένου, για την πράξη της παράβασης καθήκοντος κατ’εξακολούθηση και ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω πράξη, και να μην προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ. Κατ’ ακολουθία, ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’, λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αρ. 551/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -