fbpx

ΣτΕ: Συνταγματικό «ναι» στην αναδρομική περικοπή της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης των πιλότων της πρώην Ολυμπιακής

Η συγκεκριμένη ειδική κοινωνική ενίσχυση αποτελούσε πρόσθετη κρατική παροχή προνομιακού χαρακτήρα υπέρ των απολυθέντων ιπτάμενων χειριστών, η οποία αποφασίστηκε στο πλαίσιο αποκρατικοποίησης της Ολυμπιακής

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

«Πράσινο φως» δόθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπόθεση της αναδρομικής κατάργησης της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης την οποία είχαν λάβει οι απολυθέντες πιλότοι της Ολυμπιακής με νόμο του 2008, καθότι κρίθηκε ότι για λόγους που ανάγονται στο δημόσιο συμφέρον η συγκεκριμένη κατάργηση συνάδει με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΣτΕ Α’ 7μ. 223-231/2024).

Πιο συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, με τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 8 Ν 3717/2008 θεσπίστηκε ένα πλέγμα ρυθμίσεων για την οικονομική ενίσχυση, μεταβατική υποστήριξη και εργασιακή αποκατάσταση των εργαζομένων στις εταιρείες της Ολυμπιακής, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας θα λύονταν μετά τη θέση των εν λόγω εταιρειών σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης στο πλαίσιο του σχεδίου αποκρατικοποίησης αυτών.

Ειδικότερα, για τους πρώην ιπτάμενους χειριστές θεσπίστηκε η καταβολή από το Δημόσιο εφάπαξ ποσού κοινωνικής ενίσχυσης (άρθρο 4), η χορήγηση ειδικής επιδότησης ανεργίας από τον ΟΑΕΔ (άρθρο 3), περαιτέρω δε, με το άρθρο 7 του παραπάνω νόμου προβλέφθηκε η μεταφορά των ιπτάμενων χειριστών σε συνιστώμενες προσωποπαγείς θέσεις στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ), εκτός αν ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε δήλωση εντός δύο μηνών από την «κρίσιμη ημερομηνία» (ήτοι την 2.10.2009) ότι δεν επιθυμούσε τη μεταφορά αυτή. Στην περίπτωση κατά την οποία οι πρώην ιπτάμενοι χειριστές δήλωναν ότι δεν επιθυμούσαν τη μεταφορά τους στην ΥΠΑ, υφίστατο -πέραν της ένταξής τους στο πρόγραμμα ειδικής επιδότησης ανεργίας- η δυνατότητα συνταξιοδότησής τους και συγκεκριμένα η χορήγηση σε αυτούς πλήρους σύνταξης γήρατος, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, υπό τις ιδιαιτέρως ευνοϊκές προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Ν 3717/2008 (ήτοι με προσαύξηση κατά 50% του χρόνου πραγματικής ασφάλισης τόσο για τη συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων συνταξιοδότησης όσο και για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, κατά τις παρ. 3 και 5 του ανωτέρω άρθρου).

Επιπροσθέτως, προβλέφθηκε ειδικά για τους (πρώην) ιπτάμενους χειριστές με το άρθρο 6, η καταβολή από το Δημόσιο ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης, ειδικότερα δε, ορίστηκε ότι η ειδική κοινωνική ενίσχυση καταβάλλεται στους απολυόμενους ιπτάμενους χειριστές, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος και υποβάλλουν σχετική αίτηση εντός δωδεκαμήνου από την ως άνω «κρίσιμη ημερομηνία», καθώς και ότι αυτή καταβάλλεται σε μηνιαίες δόσεις, οι οποίες προστίθενται και προσαυξάνουν το ποσό της σύνταξης έως το 75% των ισοδύναμων μηνιαίων αποδοχών προσαυξημένων κατά 1/6, η καταβολή δε των εν λόγω δόσεων, οι οποίες ανέρχονται συνολικά έως 72, ξεκινά από την υποβολή της σχετικής αίτησης, ενώ διακόπτεται κατά τη συμπλήρωση εξαετίας από την «κρίσιμη ημερομηνία» ή με την ανάληψη εργασίας από τον δικαιούχο ή την υπέρβαση του 60ου έτους της ηλικίας του.

Η επέμβαση αυτή υπαγορεύθηκε από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενους με την άμεση ανάγκη λήψης μέτρων διάσωσης της οικονομίας σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης

Εν συνεχεία, με το Ν 4254/2014 υπήρξε αναδρομική κατάργηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης η οποία, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ήταν συνταγματικώς ανεκτή από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ειδικότερα, οι ανωτέρω σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενοι με την οικονομική αδυναμία του κράτους και την ανάγκη περιστολής των δημοσίων δαπανών σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης, συνέτρεχαν, κατά τα κοινώς γνωστά, τόσο κατά τον χρόνο στον οποίο αναγόταν η υποχρέωση καταβολής των δόσεων της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης στους πρώην ιπτάμενους χειριστές μετά τη συνταξιοδότησή τους όσο και κατά τον χρόνο θέσπισης των διατάξεων του Ν 4254/2014.

Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο της Επικρατείας σημείωσε ότι, η συγκεκριμένη ειδική κοινωνική ενίσχυση αποτελεί πρόσθετη κρατική παροχή προνομιακού χαρακτήρα υπέρ των απολυθέντων ιπτάμενων χειριστών, η οποία αποφασίστηκε στο πλαίσιο αποκρατικοποίησης της Ολυμπιακής, υπό διαφορετικές από τις μετέπειτα απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της χώρας. Με την αναδρομική κατάργηση της ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης επήλθε μεν επέμβαση σε περιουσιακής φύσης δικαίωμα, εντούτοις η επέμβαση αυτή υπαγορεύθηκε από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενους με την άμεση ανάγκη για τη λήψη μέτρων διάσωσης της οικονομίας σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης δημοσιονομικής κρίσης, αφού η καταβολή της εν λόγω ενίσχυσης, όπως και των λοιπών ως άνω παροχών του Ν 3717/2008 βάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό. Ταυτόχρονα, η αναδρομική κατάργηση της κοινωνικής ενίσχυσης, ενόψει και του προνομιακού χαρακτήρα της οικονομικής αυτής παροχής, δεν έθεσε σε διακινδύνευση το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των πρώην ιπτάμενων χειριστών που επέλεξαν τη συνταξιοδότησή τους και μάλιστα ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και με ιδιαίτερα ευνοϊκές για αυτούς προϋποθέσεις, όπως το επίπεδο αυτό προσδιορίζεται με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες κατά τον κρίσιμο χρόνο.

Έτσι λοιπόν, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η νέα διάταξη, θεσπισθείσα με αναδρομική ισχύ, για την κατάργηση της υπέρ των (πρώην) ιπτάμενων χειριστών ειδικής κοινωνικής ενίσχυσης, είναι σύμφωνη με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, όπως και με την ΕΣΔΑ.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΣτΕ 223/2024 (7μ)

Δείτε τη σχετική αρθρογραφία στη Qualex: Ιδιωτικοποιήσεις και δημόσιο συμφέρον

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -