Τις νέες τάσεις που απαντούν στο ερώτημα του πώς οι οργανισμοί μπορούν να εξελίξουν τον τρόπο διοίκησης και τις προσεγγίσεις τους, ώστε να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις παγκοσμίως, εντοπίζει η ετήσια έρευνα «Human Capital Trends 2024» της Deloitte, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 14.000 συμμετέχοντες, σε 95 χώρες.
Στο πλαίσιο αυτό, δεξιότητες όπως η ενσυναίσθηση, η φαντασία και η περιέργεια μπαίνουν στο επίκεντρο λόγω της ταχείας εξέλιξης της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) και του Generative AI, που αποτελούν βασικές προκλήσεις. Η πλειονότητα των ερωτηθέντων (73%) αναφέρει ως σημαντικό το να διασφαλιστεί ότι η ανθρώπινη φαντασία συμβαδίζει με την τεχνολογική καινοτομία, αλλά μόλις το 9% σημειώνει ουσιαστική πρόοδο προς την επίτευξη αυτής της ισορροπίας. Για να καλύψουν την έλλειψη φαντασίας, οι οργανισμοί θα πρέπει να ενθαρρύνουν την καινοτομία μέσω ψηφιακών χώρων «παιχνιδιού» (digital playgrounds), οι οποίες παρέχουν στους εργαζόμενους την ψυχολογική ασφάλεια να εξερευνούν και να αξιοποιούν τις ικανότητές τους καθώς πειραματίζονται με νέες τεχνολογίες.
Εκτός από το να έχουν την ευκαιρία και τα εργαλεία να πειραματιστούν, οι σημερινοί εργαζόμενοι θέλουν επίσης την ελευθερία να δημιουργούν μικροκουλτούρες, προσαρμοσμένες στις ανάγκες κάθε ομάδας, παραμένοντας ταυτόχρονα πιστοί στις ευρύτερες αξίες του οργανισμού. Για την υποστήριξη αυτών των πιο αυτόνομων και διαφορετικών ομάδων, το εκάστοτε τμήμα ανθρώπινου δυναμικού θα πρέπει να αναπτύξει την ικανότητα «εξειδίκευσης στους ανθρώπους» (people expertise) στο σύνολο του οργανισμού, ώστε να παρέχει αυτές τις δεξιότητες όπου χρειάζεται, αντί να ενεργεί ως αυτόνομο τμήμα.
Ποσοστό 71% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι η κουλτούρα, η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα και η διαφορετικότητα εντός ενός οργανισμού αναπτύσσονται καλύτερα εντός ξεχωριστών ομάδων
Ποσοστό 71% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι η κουλτούρα, η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα και η διαφορετικότητα εντός ενός οργανισμού αναπτύσσονται καλύτερα εντός των ξεχωριστών ομάδων. Παράλληλα, οι ηγέτες αναγνωρίζουν ότι η αλλαγή της προσέγγισης του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού μπορεί να αποτελέσει πρόκληση. Μεταξύ των ανώτατων διοικητικών στελεχών, το 31% των ερωτηθέντων χαρακτήρισε αυτή την αλλαγή ως μια από τις τρεις πιο δύσκολες τάσεις που προέκυψαν από τη φετινή έρευνα.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, η προτεραιοποίηση της βιωσιμότητας του ανθρώπινου δυναμικού (δηλαδή του βαθμού στον οποίο ένας οργανισμός δημιουργεί αξία για τους εργαζόμενους ως ανθρώπινα όντα, οδηγώντας σε υψηλότερα επίπεδα ευημερίας, απασχολησιμότητας και ισότητας στην εργασία) μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα τόσο για τα άτομα όσο και για τις επιχειρήσεις. Η αλληλεπίδραση αυτών των αποτελεσμάτων οδηγεί στην απόδοση του ανθρώπινου δυναμικού, έναν δείκτη που αντικατοπτρίζει τις προσδοκίες των εργαζόμενων του σήμερα και την ταχέως μεταβαλλόμενη αγορά.
Ενώ το 89% των στελεχών δηλώνει ότι ο οργανισμός τους προωθεί τη βιωσιμότητα του ανθρώπινου δυναμικού σε έναν βαθμό, μόνο το 41% των εργαζόμενων το επιβεβαιώνει. Λιγότεροι από τους μισούς εργαζόμενους (43%) δηλώνουν ότι τώρα αισθάνονται καλύτερα εντός των οργανισμών στους οποίους απασχολούνται, συγκριτικά με το όταν ξεκίνησαν να δουλεύουν. Οι εργαζόμενοι αναγνώρισαν το αυξανόμενο εργασιακό άγχος και την απειλή της εξάλειψης θέσεων εργασίας λόγω της τεχνολογίας, ως τις κορυφαίες προκλήσεις για τους οργανισμούς που δίνουν έμφαση στη βιωσιμότητα του ανθρώπινου δυναμικού.
Μόνο το 37% δηλώνουν πολύ σίγουροι ότι ο οργανισμός τους χρησιμοποιεί τα δεδομένα με ιδιαίτερα υπεύθυνο τρόπο
Λαμβάνοντας υπόψη τη σημερινή δυναμική και λιγότερο μετρήσιμη φύση της εργασίας, οι παραδοσιακοί δείκτες μέτρησης παραγωγικότητας, όπως οι ώρες εργασίας και ο χρόνος εκτέλεσης εργασιών, μπορεί να είναι ανεπαρκείς για την αποτύπωση της ανθρώπινης απόδοσης. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία και η συλλογή δεδομένων (data collection) οδηγούν τους οργανισμούς σε πιο ουσιαστικούς δείκτες, ενώ, καθώς τα διαθέσιμα δεδομένα αυξάνονται, οι οργανισμοί ενδέχεται να χρειαστεί να εξετάσουν ποιες πληροφορίες θα πρέπει να είναι διαθέσιμες προς τους εργαζομένους τους. Το ήμισυ (53%) των συμμετεχόντων στην έρευνα, αναφέρει ότι ο οργανισμός τους βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο όσον αφορά τον προσδιορισμό καλύτερων τρόπων μέτρησης της εργασιακής απόδοσης και της αξίας των εργαζόμενων. Παράλληλα, μόνο το 8% δηλώνει ότι οι οργανισμοί τους έχουν προβάδισμα σε αυτόν τον τομέα.
Οι οργανισμοί που κερδίζουν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων με διαφανείς πρακτικές συλλογής δεδομένων θα επωφεληθούν. Συγκεκριμένα, όταν οι εργαζόμενοι είναι βέβαιοι ότι ο οργανισμός τους χρησιμοποιεί τα δεδομένα αυτά με υπευθυνότητα, είναι 35% πιο πιθανό να εμπιστευτούν την επιχείρηση, αλλά μόνο το 37% δηλώνουν πολύ σίγουροι ότι ο οργανισμός τους χρησιμοποιεί τα δεδομένα με ιδιαίτερα υπεύθυνο τρόπο.