Μπορεί η τράπεζα να αποφασίζει τον τόπο των δικαστηρίων τα οποία θα κρίνουν τις διαφορές που προκύπτουν με τους πελάτες της χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί διαπραγμάτευση με αυτούς ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα;
Στο παραπάνω ερώτημα κλήθηκε πρόσφατα να απαντήσει το Ειρηνοδικείο Αθηνών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η επιλογή του δικαστηρίου που θα εκδικάζει τις διαφορές που θα προκύπτουν, χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση, δημιουργεί σοβαρή διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, και κατά τούτο μια τέτοια επιλογή (ρήτρα παρέκτασης) είναι άκυρη.
Η συλλογιστική του Δικαστηρίου
Αρχικά, το Ειρηνοδικείο Αθηνών αξιοποιώντας τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών υπενθύμισε ότι οι γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται.
«Τέτοια ρήτρα επιτρέπει στην τραπεζική εταιρεία να συγκεντρώνει κατά τρόπο λιγότερο δαπανηρό το σύνολο των διαφορών που αφορούν την δραστηριότητα της στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα της»
Περαιτέρω, ρήτρα περιεχόμενη σε γενικούς όρους συναλλαγών τράπεζας είναι και η ρήτρα, η οποία έχει ως αντικείμενο την απονομή αρμοδιότητας για όλες τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σύμβαση δανείου που συνάπτει τράπεζα με τον πελάτη της, στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της τράπεζας. Με την ρήτρα αυτή, επιβάλλεται στον πελάτη-καταναλωτή η υποχρέωση να υπαχθεί στην αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι απομακρυσμένο από τον τόπο κατοικίας του. Τούτο μπορεί να καταστήσει δυσχερή την παράσταση του πελάτη ενώπιον του δικαστηρίου καθώς τα έξοδα που απαιτούνται μπορεί να τον αποθαρρύνουν και να τον οδηγήσουν σε παραίτηση από την υπεράσπιση του, ιδίως επί διαφορών που αφορούν περιορισμένα ποσά και πελάτες που κατοικούν σε απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με την έδρα της τράπεζας και τους οποίους (πελάτες) πρέπει, κυρίως, να έχει υπόψη του το δικαστήριο αφού οι πελάτες της κατηγορίας αυτής είναι εκείνοι που επηρεάζονται δυσμενώς από μια τέτοια ρήτρα. Αντιθέτως, τέτοια ρήτρα επιτρέπει στον χρήστη των γενικών όρων συναλλαγών, δηλαδή την τραπεζική εταιρεία, να συγκεντρώνει κατά τρόπο λιγότερο δαπανηρό το σύνολο των διαφορών που αφορούν την δραστηριότητα της στα δικαστήρια, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η έδρα της. Συνεπώς, μια ρήτρα παρέκτασης της αρμοδιότητας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση τέτοιας εταιρείας και πελάτη της, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική και συνεπώς άκυρη, εφόσον, χωρίς να ανταποκρίνεται σε εύλογο συμφέρον του προμηθευτή, όπως όταν είναι πραγματικά δυσχερής η οργάνωση νομικής υποστήριξης του στον τόπο, τα δικαστήρια του οποίου είναι κατά τον ΚΠολΔ αρμόδια για την εκδίκαση της διαφοράς, δημιουργούν, κατ’ αντίθεση προς τις αρχές της καλής πίστης, σημαντική ανισορροπία σε βάρος του καταναλωτή μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων που προέρχονται από τη σύμβαση.
Η κρίση του Δικαστηρίου
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε σε βάρος τους από το Ειρηνοδικείο Αθηνών, το οποίο, όμως, είναι τοπικά αναρμόδιο, εφόσον η κατοικία τους βρίσκεται στην Θάσο, καθώς και ότι η επίδικη δανειακή σύμβαση συνήφθη στην Θάσο και επομένως αρμόδιο προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής είναι το Ειρηνοδικείο Θάσου. Έτσι, λοιπόν, το Ειρηνοδικείο Αθηνών ανέστειλε την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής των αιτούντων με το σκεπτικό ότι με την εν λόγω ρήτρα υποχρεούνται οι ανακόπτοντες να υπαχθούν σε άλλο δικαστήριο από αυτό του τόπου της κατοικίας τους, χωρίς τούτο να ανταποκρίνεται σε εύλογο συμφέρον της καθ’ ης και δημιουργείται έτσι, αντίθετα με τις αρχές της καλής πίστης σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων (διαδίκων) που απορρέουν από την ένδικη σύμβαση σε βάρος των ανακοπτόντων.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕιρΑθ 90/2024 (Ασφ)