Η διασάλευση της κλιματικής «κανονικότητας», όπως η ανθρωπότητα τη γνώριζε και την αντιλαμβανόταν έως πρόσφατα, είναι πλέον αναμφισβήτητο δεδομένο. Ανεξαρτήτως των αιτιών που επιδρούν στην εξέλιξη αυτή, το διαρκώς εντεινόμενο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής προσλαμβάνει τις τελευταίες δεκαετίες τέτοιες διαστάσεις που οδηγεί τις επιστήμες του Περιβάλλοντος να το περιγράφουν ως «κλιματική κρίση». Η σταδιακώς αυξανόμενη άνοδος της θερμοκρασίας, η ένταση των καιρικών φαινομένων και οι ανισορροπίες που παρατηρούνται στις εποχές, επιβεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές. Πρόκειται για φαινόμενο που διαθέτει παγκόσμιες εν πολλοίς διαστάσεις και επιφέρει σοβαρές μεταβολές στον σχεδιασμό, ακόμη και στον βραχυπρόθεσμο, των εθνικών δημόσιων πολιτικών, ενώ παράλληλα καθιστά απολύτως αναγκαία την άμεση λήψη μέτρων σε διακρατικό – υπερεθνικό επίπεδο.
Είναι τέτοια η ένταση του φαινομένου και τόσο σημαντικές οι άμεσες επιδράσεις του στην οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική, που δεν αφήνει ανεπηρέαστη ακόμη και τη λειτουργία των συνταγματικών συστημάτων. Τα συνταγματικά κείμενα διαθέτουν, άλλωστε, κυρίως λόγω της ιδιαίτερης νομικής τους φύσεως, του ολιγόλογου και πανηγυρικού χαρακτήρα τους, ευρέα περιθώρια προσαρμογής σε τέτοιες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Ειδικώς το Σύνταγμα της χώρας μας διαθέτει σημαντικό πλεονέκτημα ως προς το ζήτημα αυτό σε σχέση με έτερα συνταγματικά κείμενα, αφού κατοχυρώνει, ήδη από την έναρξη της ισχύος του το 1975, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος. Πρωτίστως, όμως, τυποποιεί την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, μια ακραιφνώς συμπεριληπτική αρχή, η οποία εκφράζει και αποτυπώνει κανονιστικά τη σύνθεση των τριών αναπτυξιακών όψεων: Την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την περιβαλλοντική προστασία. Πρόκειται για μια συνταγματική αρχή, η οποία έχει διαπλαστεί νομολογιακά και τα τελευταία χρόνια αποτελεί αντικείμενο θεωρητικής επεξεργασίας. Στην πρόσφατη μελέτη μου («Η συνταγματική αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Κανονιστικό περιεχόμενο και νομολογιακή εξέλιξη», 2024, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών) μου δόθηκε η ευκαιρία να προσεγγίσω αναλυτικότερα το κανονιστικό περιεχόμενο και τις λειτουργίες της εν λόγω αρχής στο συνταγματικό μας σύστημα, ιδίως μέσα από την παρακολούθηση της διαπλαστικής επενέργειας που είχε πάνω της η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η κανονιστική σημασία της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης είναι δεδομένη, ήδη εκ της συμπεριλήψεώς της στο συνταγματικό κείμενο. Αποκτά ωστόσο ευρύτερες διαστάσεις στην «εποχή της κλιματικής κρίσης». Καλείται έτσι η εν λόγω συνταγματική αρχή να υποδεχθεί στους κόλπους της νέα κανονιστικά νοήματα και να διευθετήσει ερμηνευτικά συγκρούσεις ή εντάσεις μεταξύ διακυβευόμενων συνταγματικών αγαθών, όπως είναι αυτά που δομούν τις επιμέρους όψεις της αρχής. Επιτελεί στις περιπτώσεις αυτές το κανονιστικό πεδίο επίλυσης σύνθετων και πολύπλοκων δικαιικών σταθμίσεων, που ανάγονται τελικά σε αξιακές σταθμίσεις. Προερμηνευτικές, ερμηνευτικές και αξιακές αντιλήψεις διυλίζονται στο κανονιστικό της περιεχόμενο και διαπλάθουν τα επιμέρους συνταγματικά νοήματα. Είναι άραγε ίδιες οι ερμηνευτικές επιλογές και οι δικαιικές σταθμίσεις μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής προστασίας όταν η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης γίνεται αντιληπτή ως κυριολεκτικά «βιοτική» προϋπόθεση για τον άνθρωπο και την κοινωνία; Είναι, υπό τους όρους αυτούς, ίδιοι οι όροι ερμηνευτικής επίλυσης συγκρούσεων ανάμεσα σε -εξίσου θαλπόμενα- συνταγματικά αγαθά, όπως είναι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και η προστασία του περιβάλλοντος;
«Το μείζων ερμηνευτικό ζητούμενο θα αποτελέσει, με βεβαιότητα, ο εντοπισμός και υιοθέτηση ερμηνευτικών επιλογών που θα διασφαλίζουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ισορροπίας μεταξύ των διακυβευόμενων αγαθών και, κυρίως, θα εγγυώνται τη διατήρηση του φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματός μας»
Καθίσταται λοιπόν πρόδηλο ότι η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης αποκτά πολλαπλασιαστική κανονιστική σημασία στην «εποχή της κλιματικής κρίσης», υπερβαίνοντας ενδεχομένως ακόμη και τις αρχικές προδιαγραφές και τις προγνώσεις του συντακτικού, αρχικά, και του αναθεωρητικού (2001) νομοθέτη, μετέπειτα. Υπό τους όρους αυτούς, δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω συνταγματική αρχή θα επιτελέσει στα αμέσως επόμενα χρόνια καθοριστικό ρόλο στο συνολικότερο συνταγματικό μας σύστημα. Οι δημόσιες πολιτικές, οι νομοθετικές επιλογές και η πρακτική εφαρμογή τους θα διέρχονται ολοένα και περισσότερο μέσα από το κανονιστικό της περιεχόμενο. Το μείζων ερμηνευτικό ζητούμενο θα αποτελέσει, με βεβαιότητα, ο εντοπισμός και υιοθέτηση ερμηνευτικών επιλογών που θα διασφαλίζουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ισορροπίας μεταξύ των διακυβευόμενων αγαθών και, κυρίως, θα εγγυώνται τη διατήρηση του φιλελεύθερου χαρακτήρα του πολιτεύματός μας. Η πρωταρχική και αδιαπραγμάτευτη πρόσδεση του Συντάγματός μας στο ιστορικό κύμα του φιλελεύθερου συνταγματισμού θα πρέπει να επαληθεύεται στο πεδίο των σταθμίσεων αυτών, οι οποίες αποβλέπουν, σε κάθε περίπτωση, στην αποτροπή της διασάλευσης της ισορροπίας που εγγυάται το συνταγματικό κείμενο ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και την οικονομική ανάπτυξη, από τη μια πλευρά, και την περιβαλλοντική αειφορία, από την άλλη. Αυτό είναι το ουσιωδέστερο, πληρέστερο και περιεκτικότερο νόημα της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης. Τούτη όμως είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον ερμηνευτή του Συντάγματος και κυρίως για το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο καλείται, σε τελική ανάλυση, να υποστασιοποιήσει το κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος στη ζώσα πραγματικότητα.
* Ο Δρ. Απόστολος Παπακωνσταντίνου είναι Συνταγματολόγος – Δικηγόρος.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Η Συνταγματική Αρχή της Βιώσιμης Ανάπτυξης