fbpx

Πέρα από τη Νομική: 5 δικαστές και δικηγόροι μιλούν για τα χόμπι τους

Ο φόρτος εργασίας, όσο μεγάλος κι αν είναι, δεν απαγορεύει τις μεγάλες τους «αγάπες»: τη μουσική και το τραγούδι, την τέχνη και τη φωτογραφία, τη συγγραφή, την ποίηση και τη λογοτεχνία.

Χρόνος ανάγνωσης 28 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 28 λεπτά

Δείτε επίσης

Συνήθως είναι βουτηγμένοι σε δικόγραφα, μελετούν νομικά βιβλία, παρίστανται σε δίκες και συναντήσεις. Ο φόρτος εργασίας, όσο μεγάλος κι αν είναι, δεν απαγορεύει τις μεγάλες τους «αγάπες»: τη μουσική και το τραγούδι, την τέχνη και τη φωτογραφία, τη συγγραφή, την ποίηση και τη λογοτεχνία. Συνήθως αλληλοτροφοδοτούνται άλλωστε αυτές οι ξεχωριστές δραστηριότητες, με τρόπο εντυπωσιακό, επιτρέποντας ενίοτε την αποσυμπίεση, τη χαλάρωση, την απόλαυση στον προσωπικό χρόνο. Το NBDaily μίλησε με γνωστούς νομικούς, δικηγόρους και δικαστικούς λειτουργούς, για τα χόμπι τους, σκιαγραφώντας τις ζωές τους έξω από τα όρια της νομικής επιστήμης.

Πάνος Λαζαράτος: Η μαγεία της μουσικής

Ο νομικός Πάνος Λαζαράτος και Kαθηγητής του Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ασχολείται από μικρός με τη μουσική και μάλιστα με την όπερα. Πολυπράγμων, έχει συγγράψει πάνω από 15 μονογραφίες μετά τη διδακτορική του διατριβή και πάνω από 300 αυτοτελή επιστημονικά μελετήματα, έχει χειριστεί πληθώρα δικηγορικών υποθέσεων επί δύο δεκαετίες σε όλους τους ανωτέρω τομείς και παράλληλα ασχολείται με το τραγούδι για περισσότερα από 20 χρόνια, διαβάζει για τα μαθηματικά, αγαπά την γεωμετρία, και την σκεπτική φιλοσοφία.

«Μαζί με τη Νομική έκανα και σπουδές στο θέατρο, στη Σχολή Καρόλου Κουν, παράλληλα τραγουδούσα κιόλας ερασιτεχνικά. Απ΄ ότι μου έλεγαν τόσο οι φίλοι μου αλλά και στη Σχολή, τραγουδούσα καλά. Μου άρεσε πολύ η όπερα. Ασχολούμουν από 15-16 χρονών. Προσπαθούσα να μιμηθώ τους μεγάλους τενόρους στους δίσκους που άκουγα. Όταν έγινα Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, κι έγινα Επίκουρος Καθηγητής σε πολύ μικρή ηλικία, στα 28 μου, είπα αυτό το ερασιτεχνικό χόμπι να το καλλιεργήσω ακόμα περισσότερο. Υπήρχε ένας φοιτητής μου, ο οποίος έγινε στη συνέχεια και Καθηγητής, είναι και γνωστό πρόσωπο πλέον γιατί ασχολείται και με την πολιτική, ο Νίκος Φαραντούρης. Ακούγοντας το επίθετό του τον ρώτησα αν είχε σχέση με τη Μαρία Φαραντούρη, μου απάντησε θετικά και κατάλαβα ότι είχε σχέση με τη μουσική. Τον ρώτησα αν γνωρίζει κάποια καλή δασκάλα να καλλιεργήσω περισσότερο τη φωνή μου. Πραγματικά, με γνώρισε στην κυρία Γιολάντα Ντι Τάσσο, η οποία ήταν γνωστή μέτζο της Λυρικής. Επικοινώνησα μαζί της, ξεκίνησα μαθήματα και μέσα σε δύο έτη έφτασα στο δίπλωμα, με Άριστα παμψηφεί του Ελληνικού Ωδείου. Από εκεί και πέρα ξεκίνησα να κάνω συνεχή ρεσιτάλ πρώτα στην Ελλάδα, μετά στο εξωτερικό. Το πρώτο μου ρεσιτάλ ήταν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 2000, αν δεν κάνω λάθος. Έτσι καλλιεργήθηκε πλέον και περαιτέρω η φωνή μέσα από όλη αυτή την δραστηριότητα».

Άραγε ένας άνθρωπος τόσο πολυπράγμων όσο ο κ. Λαζαράτος βρίσκει ελεύθερο χρόνο για την μουσική και το τραγούδι; «Πάντα εύρισκα και βρίσκω ελεύθερο χρόνο για αυτό μου το χόμπι. Με αρκετή δυσκολία πρέπει να ομολογήσω, αλλά ειδικά σε περιόδους που διοργανώνω κάποιο φεστιβάλ ή συμμετέχω σε κάτι άλλο μεγαλύτερο, όπως με την παγκοσμίως γνωστή σοπράνο Τζένη Δριβάλα με την οποία τραγουδήσαμε τον περασμένο χειμώνα έργα του Βέρντι στον Παρνασσό, εκεί πλέον εντείνω περισσότερο την προσπάθειά μου και ας πάει λίγο πίσω η άλλη δουλειά προκειμένου να τα καταφέρω και τα δύο», θα απαντήσει.

Π. Λαζαράτος: «Είμαστε αθλητές της φωνής. Αν πάθεις οτιδήποτε στην υγεία σου, ξεχνάς αυτό το άθλημα σε υψηλό επίπεδο».

Δηλώνει δε κατηγορηματικά πως δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει είτε την επιστήμη του, είτε την μουσική. «Όχι, το Πανεπιστήμιο δεν θα το εγκατέλειπα ποτέ, είναι η μεγάλη μου αγάπη, όπως και η επαφή με τα παιδιά. Αλλά και η δικηγορία μού αρέσει πάρα πολύ, και μου δίνει την οικονομική δυνατότητα να κάνω το χόμπι μου. Να παρακολουθώ πολλές παραστάσεις στο εξωτερικό και γενικά να ζω με τον τρόπο που χρειάζεται ένας τενόρος. Γιατί πρέπει να έχει μία, θα τολμήσω να πω, αρκετά καλή ζωή για να το πετύχει κανείς αυτό. Καλή διατροφή, άσκηση, καλό ύπνο. Είμαστε αθλητές της φωνής. Αν πάθεις οτιδήποτε στην υγεία σου, ξεχνάς αυτό το άθλημα σε υψηλό επίπεδο. Τραγουδάς για τους φίλους σου και στο σπίτι σου, αλλά για να τραγουδήσεις όπερα μπροστά σε κόσμο αξιοπρεπώς, πρέπει να είσαι σε πάρα πολύ καλή φυσική κατάσταση».

Τόσο το τραγούδι, όσο και η διδασκαλία αλλά και η αγόρευση στις δικαστικές αίθουσες έχουν ένα μεγάλο κοινό. Το κοινό που ακούει είτε αυτό είναι το κοινό σε μια αίθουσα μουσικής, είτε οι φοιτητές στο αμφιθέατρο, είτε η έδρα του δικαστηρίου. Το άγχος του κύριου Λαζαράτου είναι το ίδιο και στις τρεις αυτές συνθήκες, ή όχι;

«Εκ πρώτης όψεως είναι τρία διαφορετικά πράγματα. Συνδέονται όμως με κάτι απολύτως κοινό, γι’ αυτό και μπορώ και τα κάνω και τα τρία. Αυτή η ικανότητα να πείσεις, να ακούγεσαι, να συγκινείς, να επικοινωνείς είναι κοινή και στα τρία. Και στη διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο, και στη δικηγορία – πειθώ ενώπιον του δικαστηρίου, και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα ενώπιον ακροατηρίου. Όλα πηγάζουν από την ίδια κοινή πηγή άσκησης και ταλέντου και αφορούν την καλή δυνατότητα επικοινωνίας».

Άραγε η κλασσική μουσική επηρεάζει την επιστήμη της Νομικής; «Πολύ», θα απαντήσει χωρίς δεύτερη σκέψη ο κ. Λαζαράτος. «Πιστεύω ότι η επιστήμη πρέπει να έχει κάτι το καλλιτεχνικό και η τέχνη πρέπει να έχει αρκετά στοιχεία της ακρίβειας της επιστήμης. Το ένα γονιμοποιεί το άλλο. Μοιάζει με αυτό το ερμητικό στοιχείο, όπου η επιστήμη τροφοδοτεί την πίστη και η πίστη την επιστήμη. Έτσι η επιστήμη τροφοδοτεί την τέχνη και η τέχνη ανατροφοδοτεί την επιστήμη. Διότι, κακά τα ψέματα, και στην επιστήμη υπάρχει ένα άλογο στοιχείο, ένα πνευματικό στοιχείο, ένα στοιχείο πέραν της λογικής, το οποίο είναι σημαντικό προκειμένου να κάνεις υψηλού επιπέδου επιστήμη. Αντιστρόφως όμως και στην τέχνη, αν αφήσεις το συναίσθημα τελείως ελεύθερο, δεν το πειθαρχήσεις και σε λογική και σε ακρίβεια και σε τάξη, με μια επιστημονικότητα αν  μου επιτρέπεται, ειδικά με τη φωνή αποκλείεται να έχεις τα ποθούμενα, υψηλού επιπέδου αποτελέσματα» εξηγεί.

Τέλος, υπάρχει και κάτι που απ’ ότι φαίνεται του έμαθε η μουσική, που δεν του έμαθε η επιστήμη της Νομικής. Δεν είναι άλλο από την σωματική ακρίβεια. «Το όργανο σου είναι η φωνή και πρέπει να πειθαρχήσεις σε μέτρα, σε ορχήστρα και σε μαέστρο με απόλυτη ακρίβεια. Η πειθαρχία σού γίνεται σωματική αισθητική σε ύψιστο βαθμό. Αυτό με βοηθάει πάρα πολύ και στις υπόλοιπες δραστηριότητές μου. Να υποτάσσω τα εκφραστικά μου μέσα, άρα και το μυαλό μου σε μια ανώτερη πειθαρχία. Αλλά και η αίσθηση του μέτρου ρήματος ρυθμού έχει μεγάλη σχέση με την αντίληψη του νόμου. Σας θυμίζω ότι η λέξη ρυθμός και ρύθμιση έχουν την ίδια γλωσσική πηγή. Ο εσωτερικός μου ρυθμός μού δίνει τη δυνατότητα καλύτερης, ακριβέστερης αισθήσεως και κατανοήσεως της ρυθμίσεως. Ρυθμός και ρύθμιση. Να λοιπόν τα δύο στοιχεία, όπου μουσική και νόμος μπορούν να επικοινωνήσουν» καταλήγει ο κ. Λαζαράτος.

«Η επιστήμη πρέπει να έχει κάτι το καλλιτεχνικό και η τέχνη πρέπει να έχει αρκετά στοιχεία της ακρίβειας της επιστήμης. Το ένα γονιμοποιεί το άλλο», τονίζει ο κ. Λαζαράτος, λάτρης της μουσικής.

Φραντζέσκα Α. Γιαννακού: «Η συγγραφή και η φωτογραφία κάνουν πιο ουσιαστική και γοητευτική την καθημερινότητά μου»

Η Φραντζέσκα Α. Γιαννακού σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στο Δημόσιο Δίκαιο από την ίδια Σχολή. Επί ένα ακαδημαϊκό έτος παρακολούθησε μαθήματα Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ως ακαδημαϊκή επισκέπτης. Εισήλθε κατόπιν διαγωνισμού στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 1995 και από το 2019 έχει τον βαθμό του Συμβούλου Επικρατείας. Παράλληλα ασχολείται με την φωτογραφία και το μυθιστόρημα. «Όταν ήμουν στο Δημοτικό η μητέρα μου με πήγαινε στο βιβλιοπωλείο της Εστίας και αγοράζαμε βιβλία. Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας μου με πήγαινε τις Κυριακές στην Εθνική Πινακοθήκη ή στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Οπότε, ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή να ασχοληθώ κι εγώ ενεργά με τη συγγραφή και με την τέχνη» σχολιάζει η κυρία Γιαννακού στο NB daily.

Μέχρι στιγμής η Σύμβουλος Επικρατείας έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Δοκιμάζοντας την αλήθεια του συμπυκνωμένου χρόνου» (εκδόσεις Φωτογραφίζοντας, 2014), την οποία εξέδωσε με το ψευδώνυμο Γεωργία Α. Ιωάννου. Το πρώτο της μυθιστόρημα ήταν η «Τρούφα» (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018), το οποίο, μάλιστα, παρουσιάστηκε σε θεατρικό αναλόγιο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη, στα πλαίσια του Φεστιβάλ «Η Δυναμική του Ελληνικού Λόγου στο Θέατρο» (2018). «Η έμπνευση για το βιβλίο μού ήρθε παρακολουθώντας τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Η παρουσιάστρια παρουσίαζε ακόμη μία ομάδα μεταναστών που είχαν σχεδόν θαλασσοπνιγεί, για να μπουν στη Χώρα μας και αφού τελείωσε αυτή την πολύ δυσάρεστη είδηση, άλλαξε έκφραση και παρουσίασε το καρναβάλι της Βενετίας. Έτσι, το έργο εκτυλίσσεται σε ένα καρναβάλι, όπου οι καρναβαλιστές, άνθρωποι νεόπτωχοι ή μετανάστες, ασχολούνται με θέματα όπως τα όρια της δημοκρατίας και η αξία του ανθρώπου. Δυστυχώς, μετά τον θάνατο του εκδότη Σάμη Γαβριηλίδη, η «Τρούφα», όπως και όλα τα βιβλία του εκδοτικού οίκου, πολτοποιήθηκε» αναφέρει.

Το νέο της μυθιστόρημα έχει τον τίτλο «Μπορντώ στην Κυψέλη» και αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα από τον εκδοτικό οίκο Αρμός. «Το βιβλίο αναφέρεται σε μία οικογένεια, η οποία προσπαθεί με αγάπη, με αξιοπρέπεια, με απόγνωση, με συνέπειες, να αντιμετωπίσει επί σαράντα πέντε χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, τη διπολική διαταραχή της μητέρας και  αναπτύσσει  έναν ειλικρινή προβληματισμό πάνω στην αρρώστια, στη φροντίδα, στο τραύμα, στα όρια».

Φρ. Γιαννακού: «Στη φάση της συγγραφής κατά κανόνα χάνω τον ύπνο μου, διότι οι μόνες ώρες που έχω ελεύθερες και μπορώ να ηρεμήσω και να γράψω είναι οι βραδινές ώρες»

Είναι εύκολη υπόθεση η συγγραφή ενός μυθιστορήματος; Όπως εξηγεί η κυρία Γιαννακού: «Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι μία χρονοβόρα και βασανιστική υπόθεση. Εγώ, τουλάχιστον, στη φάση της συγγραφής κατά κανόνα χάνω τον ύπνο μου, διότι οι μόνες ώρες που έχω ελεύθερες και μπορώ να ηρεμήσω και να γράψω είναι οι βραδινές ώρες. Συγχρόνως, έχω μία αγωνία για το εάν θα προχωρήσει το μυθιστόρημα, εάν θα βγει κάτι καλό από αυτό, οπότε βιάζομαι να τελειώσω, τουλάχιστον την πρώτη μορφή του μυθιστορήματος. Μετά έρχεται η επόμενη φάση, η οποία είναι η καλύτερη, διότι έχω ήδη ένα πρώτο σχέδιο, το οποίο εμπλουτίζω, και αυτή η φάση συνήθως κρατάει πολύ περισσότερο χρόνο από την πρώτη. Και μετά έρχεται μία περίοδος αναγκαστικής ξεκούρασης, που ούτε το μυαλό ούτε η ψυχή μπορούν να δεσμευθούν σε μία καινούργια υπόθεση και αυτή η περίοδος είναι η χειρότερη απ’ όλες».

Όσον αφορά τη φωτογραφία αναφέρει πως όταν πρωτοξεκίνησε, τη γοήτευε η φωτογραφία δρόμου. «Είναι συναρπαστικό να περπατάς σε περιοχές στις οποίες συνήθως δεν πηγαίνεις, να παρατηρείς, με άλλο μάτι, τους ανθρώπους, τις συνήθειές τους, τις εκφράσεις τους και κάποια στιγμή, εντελώς ανέλπιστα, όλα τα στοιχεία να συγχρονίζονται και να δημιουργούν, για μία μοναδική στιγμή, μία φωτογραφία.  Λόγω, όμως, του περιορισμένου ελεύθερου χρόνου μου, έχω πλέον επικεντρωθεί σε πιο «στατικά» θέματα, όπως  τα  τροχόσπιτα, τα αγάλματα κ.λπ.».

Αλήθεια, σε ποιο βαθμό η φωτογραφία και το μυθιστόρημα την επηρέασαν στο επάγγελμα του δικαστή; «Από πολύ μικρή ηλικία άρχισα να βλέπω τους ανθρώπους και τη ζωή με τα μάτια της τέχνης και της λογοτεχνίας και αυτό, σίγουρα, άσκησε βαθιά επίδραση στην προσωπικότητά μου και με επηρεάζει και στον τρόπο που βιώνω το λειτούργημα του δικαστή» απαντά η Σύμβουλος Επικρατείας.

Στο ερώτημα αν πέρασε από το μυαλό της η σκέψη να εγκαταλείψει τη νομική για χάρη της συγγραφής ή της φωτογραφίας εκείνη απαντά: «Αν και η τέχνη και η λογοτεχνία υπήρξαν μεγάλες μου αγάπες από πολύ μικρή ηλικία, τόλμησα να ασχοληθώ με τη συγγραφή και με τη φωτογραφία, αφού ήμουν ήδη πολλά χρόνια στο Συμβούλιο της Επικρατείας, οπότε δεν υπήρξε κάποιο δίλημμα. Αισθάνομαι, πάντως, ότι αυτές οι ενασχολήσεις αλληλοσυμπληρώνονται και κάνουν πιο ουσιαστική και πιο γοητευτική την καθημερινότητά μου».

«Στη Νομική μαθαίνεις να ερμηνεύεις και να εφαρμόζεις τους τεθειμένους από τον νομοθέτη κανόνες, ακολουθώντας την προσωπική αίσθηση του δικαίου και χρησιμοποιώντας τον αυστηρό δικανικό συλλογισμό.  Αντιθέτως, στη συγγραφή και στη φωτογραφία, στην τέχνη γενικότερα, το δημιούργημα βασίζεται αποκλειστικά σε ό,τι έχεις μέσα σου.  Αυτή η διαφορά, το να δημιουργείς δηλαδή κάτι εντελώς ελεύθερα, όπως εσύ το θέλεις, ακολουθώντας τους δικούς σου κανόνες, ήταν κάτι το συγκλονιστικό» καταλήγει η κυρία Γιαννακού.

Ο κ. Δημήτρης Κουτσαβλής, νομικός και εικαστικός. Η φωτογραφία είναι το πάθος του.

Δημήτρης Κουτσαβλής: Μέσα από τον φωτογραφικό φακό

Ο Δημήτρης Κουτσαβλής έχει σπουδάσει νομικά αλλά από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τα εικαστικά και ειδικότερα με τη ζωγραφική. Σχεδίαζε, μπογιάτιζε κι έφτιαχνε ζωγραφιές με νερομπογιές, κάρβουνο, παστέλ  και μελάνι, που έμοιαζαν όμως με ζωντανές λήψεις: με φωτογραφίες. Κι έπειτα ήρθαν οι πραγματικές του φωτογραφίες. «Παιδικό μου όνειρο ήταν η ενασχόληση με τα εικαστικά. Με μάγευαν από τότε τα χρώματα, ιδιαίτερα τα έντονα, τα σχήματα, οι μπογιές, οι φόρμες κι ο διάλογος μεταξύ τους. Από πολύ μικρός κρατούσα ένα χρωματιστό κραγιόνι, συνήθως με φαγωμένη μύτη, και με οδηγό τη φαντασία μου, κοσμούσα το διαμέρισμά μας με θαυμαστές τοιχογραφίες, παρμένες ίσως από το σπήλαιο του Cro-Magnon» θα πει ο κ. Κουτσαβλής. Όπως υπογραμμίζει, στην οικογένειά του δεν υπήρξε κάποιος που να του εμφύσησε το μικρόβιο της ζωγραφικής, όμως ζωγράφιζε από την προσχολική του ηλικία. «Αργότερα, σαν μαθητής, ήμουν για τους δασκάλους μου, “ο ζωγράφος της τάξης”. Στο λύκειο οι καθηγητές με έβλεπαν ήδη σαν έναν μελλοντικό σπουδαστή της Σχολής Καλών Τεχνών». Στην Καλών Τεχνών δε φοίτησε ποτέ καθώς πέρασε στην Νομική του ΑΠΘ. «Μετά από την αναμενόμενη εσωτερική έκρηξη αλλά και μια σθεναρή ενδοοικογενειακή αντίσταση, συμβιβάστηκα, αποδέχθηκα και ρητόρευσα στα δεκαοχτώ μου χρόνια, το ότι “τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”. Έτσι, έκανα την εγγραφή μου στη Νομική σχολή του ΑΠΘ και με πανωφόρι  το σύνδρομο του “καλού μαθητή”, ανεβοκατέβαινα με τρένα και λεωφορεία στη συμπρωτεύουσα, για να παρακολουθήσω τις παραδόσεις των -ανιαρών, όπως τότε φανταζόμουν – μαθημάτων της σχολής. Εκεί όμως με περίμενε η μεγάλη έκπληξη. Γνωρίστηκα, πριν καλά καλά παραλάβω το φοιτητικό μου πάσο, με τον εμβρυωρό και τον φίλο του, αυτόν τον γερασμένο αλλά εξίσου μυστηριακό για εμένα τότε, καταπιστευματοδόχο του περιλιμπανομένου. Μου μίλησαν, μέσα από κίτρινα και άκοπα τότε φύλλα πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, για την τριτενέργεια του ενοχικού δικαιώματος κι εκεί, έκπληκτος, άκουσα το τι γίνεται όταν αναφανεί ο άφαντος!

Φωτογραφία του κ. Δημήτρη Κουτσαβλή.

Περάσαμε ως περιπατητές και μελλοντικοί «διάκονοι της Θέμιδος» από τις δικονομικές ενστάσεις για να φθάσουμε μέχρι και την σχολάζουσα κληρονομία. Ε, ναι! Ένα απρόσμενα θελκτικό σύμπαν είχε ήδη ανοιχτεί μπροστά μου. Η φαντασία μου είχε βρεθεί στα καλύτερα. Όσα μου έδινε απλόχερα η φαντασία μου μέχρι τότε, είχαν ήδη εμπλουτιστεί με όλα όσα μου έδειχνε  αυτή  η υπέροχη επιστήμη. Είναι αλήθεια ότι τότε, δεκαετία του ογδόντα, κυριαρχούσε η αντίληψη, ότι η Νοµική επιστήµη χαρακτηριζόταν από εσωστρέφεια, πεζότητα και δογµατισµό. Το δίκαιο, όμως, ήταν και είναι ο καθρέφτης της πραγματικότητας και η Νοµική, ως θετική επιστήμη που καταξιώνεται στο πεδίο του κοινωνικού γίγνεσθαι, είναι υποχρεωμένη να «επικαιροποιείται» ώστε να τρέχει παράλληλα με την κοινωνική πραγματικότητα. Κι αυτό έγινε και με κράτησε εκεί: όντας η Νομική επιστήµη, μια επιστήμη ευαίσθητη στην πραγματικότητα και έτοιμή να γονιμοποιηθεί από ερεθίσματα προερχόμενα από όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα, δεν µπορεί να µείνει αδιάφορη για τον ενασχολούμενο με την τέχνη.

Φωτογραφία του νομικού κ. Δ. Κουτσαβλή.

Είδα ότι η τέχνη μπορεί να εμπνευστεί από  το δίκαιο, βλέποντάς το  ως σύλληψη και εξισορροπητική «ανακατασκευή» της τρέχουσας κοινωνικής πραγματικότητας. Αντιλήφθηκα όμως και το αντίστροφο. Ότι μέσα από την τέχνη, το δίκαιο µπορεί να βρει αθέατες πτυχές αυτής της πραγματικότητάς και γιατί όχι παθολογικά φαινόμενα της εκφοράς της, ώστε μεταξύ τελικά τέχνης και δικαίου να δημιουργείται ένας αφανής αλλά υπαρκτός, διάλογος και μάλιστα, με θετικό πρόσημο» περιγράφει ο κ. Κουτσαβλής.

Κάπου εκεί λοιπόν προέκυψε και η φωτογραφία, ως μια «μετεξέλιξη της ζωγραφικής», όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος. «Ο φωτογραφικός φακός αντικατέστησε τον χρωστήρα. Πινέλα, σπάτουλες, σπάθη, παλέτα, προσχέδια με κάρβουνο, σχέδια με σινική μελάνη κι ακουαρέλες, αντικαταστάθηκαν δίχως, καλά -καλά, να καταλάβω το πώς, από φακούς, φίλτρα, φιλμ με κόκκους και χωρίς κόκκους, ταχύτητες κλείστρου, υποεκθέσεις, υπερκθέσεις και διαβαθμίσεις διαφράγματος. Αργότερα, με την ψηφιακή τεχνολογία εμφανίσθηκε η ρύθμιση της θερμότητας των pixels μαζί με άλλα πολλά και συναρπαστικά. Αυτή η μετάβαση από τη ζωγραφική στη φωτογραφία  έγινε για εμένα, γιατί η φωτογραφία ως απεικονιστικό μέσο μου προσέφερε την αμεσότητα. Το πάγωμα της στιγμής στον χρόνο, στην ίδια τη στιγμή. Ιδιαίτερα στην ψηφιακή της εποχή. Τελειομανής, επίμονος, αλλά και ανυπόμονος βρήκα στην φωτογραφία το εκφραστικό μου μέσο» θα πει στο NB Daily. «Έτσι, παράλληλα με τον εμμονικό -όπως μου έχουν “χρεώσει”- λεκτικό βυζαντινισμό στον νομικό μου λόγο, οδηγήθηκα στην θελκτική κι απρόσμενη αποτύπωση μέσω του φωτογραφικού φακού, των “στιγμών του δρόμου” που μου αποκαλύπτονταν και όχι μόνο: στη φωτογραφία ο φωτογράφος την ώρα της λήψης, οδηγούμενος από μια μυστική-μυστηριακή χαρά αναζήτησης, όντως βρίσκεται σε άλλη διάσταση, ζει τη μαγεία. Ζει σε μια κατάσταση που, είναι εκεί και δεν είναι, βιώνει την υπέρβαση. Σε αυτή την διαδρομή χάνεται το εγώ και ο κόσμος γύρω αποκτά υπερβατικά νοήματα, που του γίνονται αντιληπτά, σαν οπτικές αποκαλύψεις της στιγμής μέσα στον χρόνο. Βλέπει χρώματα, σκιές, σχέσεις που δε θα του ήταν ορατές χωρίς την φωτογραφική μηχανή στα χέρια του. Κι όλο αυτό δεν είναι ούτε ένστικτο, ούτε νοητική διεργασία. Είναι, για εμένα, διαίσθηση. Ένα στιγμιαίο άλμα πέρα από τη λογική μέσα στην άγνωστη, για εκείνη ακόμα την στιγμή, αλήθεια. Αυτή η διαίσθηση είδα ότι συμβίωνε μια χαρά με τη φαντασία μου. Έχοντας πίσω μου πάντοτε και την εμπειρία από τη ζωγραφική, νομίζω πως ίσως κατάφερα να συνδυάσω με χαρά αυτές τις δύο τέχνες. Αυτή την χαρά της δημιουργίας εισπράττω, άλλωστε, μέσα από κάθε φωτογραφική λήψη».

Εικαστικό έργο του κ. Δημήτρη Κουτσαβλή.

Οι εκθέσεις

Η διαδρομή του στη φωτογραφία ξεκίνησε, όπως θα ήταν άλλωστε φυσικό κι αναμενόμενο, «κουβαλώντας» τη μανιέρα του ζωγράφου. Στην πρώτη του ατομική έκθεση φωτογραφίας, τον Δεκέμβριο του 2019, η ζωγραφική είναι ορατά το κυρίαρχο στοιχείο, τόσο στη σύνθεση των πλάνων, όσο και στα θέματα των  φωτογραφικών συνθέσεων. «Κι τίτλος της έκθεσης “τα χρώματα του ονείρου” προϊδέαζε για αυτό: τότε είχα αφοσιωθεί σε μια φωτογραφική προσέγγιση που πραγματεύεται την εικαστική απεικόνιση του αντικειμένου, την αρμονία της σύνθεσης, μα όχι αναγκαστικά την τεκμηρίωση του κόσμου όπως αυτός είναι, αποπέμποντας την οπτική καταγραφή στιγμιοτυπικού χαρακτήρα. Αντίθετα, και πέρα από τη ρητή καταγραφή της πραγματικότητας εδώ, η φωτογραφία-σύνθεση διεκδικούσε να συλλάβει κάτι πέρα από το ορατό, διερευνώντας και εισβάλλοντας έτσι στη σφαίρα του Ονείρου».

Στις αρχές Φεβρουαρίου, πραγματοποίησε και τη δεύτερη προσωπική του έκθεση με τίτλο «Αποκαλύψεις και Ανασυνθέσεις». «Στη δεύτερη έκθεσή μου, ο τίτλος από μόνος του σηματοδοτεί την πορεία μου σε πιο “ξεκάθαρα” φωτογραφικά μονοπάτια. Αποκαλύψεις και ανασυνθέσεις. Χρησιμοποιώ πλέον τον φωτογραφικό φακό για να φέρω στο ορατό πεδίο και να ανασύρω από τον χρόνο τις μικροστιγμές του κόσμου. Υπάρχουν τριγύρω μας και μας περιμένουν να τις αποκαλύψουμε και να τις αποτυπώσουμε. Για τον καθένα μας, χρονικές στιγμές, χρονικές ροές και ροές εικόνων, μπορούν να συνθέτουν απειράριθμες προσωπικές και ιδιαίτερες προσκλήσεις. Αφήνομαι να περιπλανηθώ σε μέρη τα οποία με “προσκάλεσαν”. Αφήνομαι να συναντήσω, να αγγίξω, να αισθανθώ, και έτσι να καταφέρω ίσως, να αποκαλύψω το ένα μέσα από το όλο και το όλο μέσα από το ένα. Παράλληλα όμως, συνεχίζω και τον διάλογό μου με τη ζωγραφική, ανασυνθέτοντας την εικόνα μέσω της διαίσθησης και της φαντασίας, δημιουργώντας έτσι, πλάνα με σουρεαλιστική διάθεση. Αποκαλύψεις και ανασυνθέσεις, λοιπόν» θα πει.

Τελικά η φωτογραφία συνδέεται με τη Nομική; Επηρεάζει η μια την άλλη; «Τα εργαλεία αυτά, η διαίσθηση δηλαδή και η φαντασία είναι δεδομένο ότι έχουν συνεισφέρει σαν “φωτογραφικός τρόπος” και στον χειρισμό μιας νομικής υπόθεσης. Από την αποκάλυψη, όπως προανέφερα “του όλου μέσα από το ένα”, βοηθά να βλέπουμε το δάσος κι όχι μόνο το δέντρο. Όπως επίσης και το αντίθετο: να εντοπίζουμε το ένα, το κρίσιμο για την υπόθεση στοιχείο “μέσα από το όλο”» καταλήγει ο κ. Κουτσαβλής.

Rebirth – Βαρυμπόμπη: Φωτογραφία του κ. Δημήτρη Κουτσαβλή.

Δημήτρης Ορφανίδης: «Είναι η ποίηση για μένα το νερό της Ουτοπίας που φθείρει τον βράχο του ρεαλισμού»

Ο Δημήτρης Ορφανίδης σπούδασε στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, έκανε το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό του στο Εργατικό Δίκαιο, στη Γερμανία και το 1995 εισήλθε στο δικαστικό σώμα. Σήμερα φέρει τον βαθμό του Προέδρου Εφετών και υπηρετεί στην Αθήνα. Έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον Τομέα του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου και έχει διδάξει στη Σχολή Δικαστών. Έχει δημοσιεύσεις στον νομικό τύπο και έχει εκδώσει βιβλία, παράλληλα όμως ασχολείται και με την ποίηση. «Η ενασχόλησή μου με την ποίηση προέκυψε πολύ απλά επειδή κάθε άνθρωπος διαθέτει κάποια κλίση, και εγώ διαθέτω αυτή. Έστω και σε εισαγωγικά δεν θα έλεγα ότι πρόκειται περί μικροβίου, αλλά για μια χάρη της ζωής ταιριαστή προς τον χαρακτήρα μου. Δεν υπήρξε κάποιο πρόσωπο που μου εμφύσησε τη χάρη αυτή, παρά μόνο η ίδια η ζωή», θα πει μιλώντας στο NBDaily.

Αγαπημένους ποιητές έχει πολλούς· και Έλληνες και ξένους· και αρχαίους Έλληνες και Νεοέλληνες, έχει μελετήσει όμως πολύ τον Κωνσταντίνο Καβάφη. «Τον έχω μελετήσει και τον μελετώ, διότι ο Καβάφης είναι εθνικός ποιητής και δεν το έχουμε ακόμα αντιληφθεί· και είναι εθνικός ποιητής –  και καθόλου ποιητής της παρακμής –  διότι διαθέτει στρατηγικό νου και με ένα μέρος του έργου του αναδεικνύει τι πρέπει να κάνει ο Ελληνισμός για να έχει την περίοπτη θέση που του αξίζει πολιτικά και πολιτιστικά. Αυτή είναι μία δική μου προσέγγιση την οποία αναπτύσσω στο δοκίμιό μου για τον ποιητή με τίτλο “Ο 21ος αιώνας του Κ. Π. Καβάφη – μια discipline de vie», το οποίο εξεδώθη το 2018 από τις εκδόσεις “Το Ροδακιὸ”. Σε αυτό μπορείτε να διαβάσετε τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τον Καβάφη από άλλους εθνικούς ποιητές μας, αλλά και γενικότερα, γιατί ο Καβάφης μόνο ποιητής της παρακμής δεν είναι. Χωρίς να προβαίνω σε συγκρίσεις μεταξύ των μεγάλων ποιητών μας – για τον λόγο ότι κάθε ένας και όλοι τους είναι πολύτιμοι για μας, ανεξαρτήτως των προσωπικών μας προτιμήσεων – θα έλεγα πως ο Καβάφης διαθέτει διάνοια εφάμιλλης των Αρχαίων Ελλήνων».

Ο ίδιος ο κ. Ορφανίδης έχει γράψει και ο ίδιος ποιήματα τα οποία μάλιστα έχουν βραβευθεί σε ποιητικούς διαγωνισμούς. Όμως, είναι εύκολη η συγγραφή ενός ποιήματος; «Η γραφή ενός ρηχού, φαινομενικά καλού, δήθεν βαθυστόχαστου ποιήματος είναι εύκολη υπόθεση. Το αντίθετο όχι», θα πει εξηγώντας πως «ο πυρήνας της έμπνευσής μου είναι η γνώμη μου για την ποίηση. Θεωρώ ότι η ποίηση δεν είναι ορισμός, αλλά αντίληψη. Είναι, λοιπόν, η ποίηση για μένα το νερό της ουτοπίας που φθείρει τον βράχο του ρεαλισμού, είναι μία ατραπός προς τη Δικαιοσύνη, είναι η εκπλήρωση του ενός μέρους του ιδανικού: Ένας για όλους».

Ο κ. Δημήτρης Ορφανίδης, Πρόεδρος Εφετών, αλλά και ποιητής.

Άραγε υπάρχει κάποιο από τα ποιήματά του που τον αγγίζει περισσότερο; «Υπάρχουν κάποια, όντως, που με αγγίζουν ιδιαίτερα και ο λόγος είναι ότι σε αυτά έχω επιτύχει να συλλάβω βαθύτερα την ιδέα και να την εκφράσω ανάλογα. Στην ποίηση και εν γένει στην τέχνη, υπάρχει το αντικειμενικό και το υποκειμενικό μέρος. Αντικειμενικό είναι ότι όλοι οι ποιητές, μεγάλοι, μέγιστοι, ελάσσονες, ασχολούνται με τα ίδια θέματα. Όλοι γράφουμε για τον έρωτα, τον θάνατο, την υπερηφάνεια, την καταισχύνη, για το νόημα της ύπαρξης, για τη θρησκεία, για τον πόλεμο, για την ειρήνη, την πατρίδα, τον κόσμο. Υποκειμενικό είναι σε ποιο βάθος γράφει ο καθένας, αν προχωρά ή όχι ένα βήμα πιο βαθιά σε όλα αυτά τα ζητήματα. Η υψηλή ποίηση είναι ποίηση μεγάλου βάθους· όσο πιο βαθιά, τόσο πιο υψηλή είναι».

Πέρασε ποτέ από το μυαλό του να εγκαταλείψει τη Νομική για χάρη της ποίησης; «Δεν το σκέφτηκα ποτέ», λέει κατηγορηματικά. «Την συνδυάζω με την ποίηση πολύ αρμονικά, όπως έχετε αντιληφθεί από τις προηγούμενες απαντήσεις μου. Ακόμα και στο ζήτημα του χρόνου δεν υπάρχει πρόβλημα. Διαχειρίζομαι τον χρόνο μου πολύ καλά και ούτε στα δικαστικά μου καθήκοντα υστερώ, ούτε στερούμαι της ποιητικής δημιουργίας». Υπάρχει άραγε κάτι που του έμαθε η ποίηση που δεν του έμαθε η Νομική επιστήμη; «Η ποίηση είναι ανώτερη από την Ιστορία, διότι ασχολείται με το όλον και όχι με το μερικό, όπως η Ιστορία», λέει ο Αριστοτἐλης. Δεν θα σας πως αν συμφωνώ ή διαφωνώ με τη θέση αυτή. Θα σας πω το εξής: Η Νομική έχει διάφορες πλευρές. Η ουσία της, πάντως, εἰναι η δικαιοσύνη και η απονομή της. Το δίκαιο, όμως, είναι Ιστορία που την καταγράφει η Νομική επιστήμη, όπως επισημαίνει ο Gierke. Η Ιστορία τι είναι; Μόνο ημερομηνίες και γεγονότα; Ποιοι παράγοντες συνθέτουν την Ιστορία; Ποιες είναι οι αιτίες των γεγονότων; Πού βρίσκεται το Συμφέρον και πού η Δικαιοσύνη σε αυτό το πλέγμα; Εκεί βρίσκεται και η Ποίηση».   

Ο κ. Ορφανίδης είναι παράλληλα και αντιπρόεδρος του Κύκλου Ελλήνων Λογοτεχνών Δικαστών (ΚΕΛΔ), του πρώτου πανελλήνιου λογοτεχνικού σωματείου που απαρτίζεται από ποιητές και πεζογράφους δικαστικούς κι εισαγγελικούς λειτουργούς. «Ο ΚΕΛΔ δραστηριοποιείται ήδη παραπάνω από μία πενταετία, είναι το μοναδικό στην Ελλάδα και πανευρωπαϊκά, ίσως και παγκοσμίως, λογοτεχνικό σωματείο με μέλη δικαστές και εισαγγελείς, οι οποίοι είναι οι ίδιο ποιητές και πεζογράφοι. Σκοπός μας είναι η ανάδειξη του λογοτεχνικού έργου των Ελλήνων δικαστών και αυτών που έχουν Ελληνική καταγωγή ανά τον κόσμο, την ανάδειξη του Ελληνικού πολιτισμού και να συμβάλλουμε στην περαιτέρω ανάπτυξη και διάδοσή του. Έχουμε εκδώσει δύο ανθολόγια με δείγματα του έργου των μελών μας, παρουσιάζουμε έργα των μελών μας, έχουμε κάνει πλέον των πενήντα εκδηλώσεων για την Ελληνική ποίηση, πεζογραφία σε σχέση και με την Ελληνική ιστορία, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, διοργανώνομε τον τέταρτο, ήδη, ποιητικό διαγωνισμό νέων κρατουμένων Αυλώνα, μέσω ημών η Ελλάδα τίμησε για πρώτη φορά την Αϊτή, η οποία είναι η πρώτη χώρα που μας αναγνώρισε ως ανεξάρτητο κράτος μεσούσης της Επαναστάσεως το 1822. Και αναφέρομαι τελείως ενδεικτικά».

Μάλιστα, στο πλαίσιο παρουσίασης του πρώτου ανθολογίου ποίησης και λογοτεχνίας του ΚΕΛΔ με τίτλο «Ποιητική αδεία» το 2018, ο – εκλιπών πια – Βασίλης Βασιλικός, τον χαρακτήρισε «ολοκληρωμένο ποιητή». «Αισθάνομαι τιμή. Ο Βασίλης Βασιλικός μόνο βιολογικά είναι απών. Θα είναι πάντα παρών στα Ελληνικά και στα Διεθνή Γράμματα. Αισθάνομαι επιπλέον ευθύνη να μην τον διαψεύσω. Δεν θα ήθελα ποτέ να γράψω έστω μία λέξη, αν δεν θα έχω να πω κάτι, κατά την κρίση μου βέβαια, αξιόλογο. Γι αυτό, αυτή η «ολοκλήρωση», προσπαθώ να διευρύνεται. Ελπίζω να έχω τη γενναιότητα να σταματήσω, όταν, πλέον, θα έχω αντιληφθεί, πως δεν έχω να πω τίποτε άλλο. Όπως είπε ο Σεφέρης, είναι πιο εύκολο να γράψεις, από το να απορρίψεις».

Όσον αφορά το έργο του ΚΕΛΔ από εδώ και πέρα, οργανώνεται στις 31 Μαρτίου 2024, στο Πολεμικό Μουσείο, εκδήλωση για τις Γυναίκες της Επανάστασης του 1821 και κυρίως για τις λιγότερο γνωστές στην ιστορία. «Είστε προσκεκλημένοι και θα σας ενημερώσουμε λεπτομερώς για την εκδήλωση. Όλες οι εκδηλώσεις του ΚΕΛΔ είναι δωρεάν, ανοιχτές σε όλες και όλους, ανεξαρτήτως επαγγελματικής ιδιότητος».

Ο κ. Ορφανίδης μέχρι σήμερα έχει εκδώσει, πέραν του δοκιμίου για τον Καβάφη, τις ποιητικές συλλογές «Δασυνόμενον Έψιλον», εκδόσεις 24 Γράμματα, «Η Κοινωνία των Πωλητών», «Τρίτος Κύκλος Αρδεύσεων» και «Cyborg Sapiens», καθώς και τη νουβέλα «Εγγαστρίμυθος Θεός» από τις εκδόσεις «ΕΛΚΥΣΤΗΣ» της Θεσσαλονίκης.

«Η συλλογή «Cyborg Sapiens» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή στην Ελλάδα και από τις πρώτες διεθνώς, που έχει ως θέμα της την Τεχνητή Νοημοσύνη. Από τις Εκδόσεις Σάκκουλα Θεσσαλονίκης εκδίδεται οσονούπω το νομικό-φιλοσοφικό δοκίμιό μου με τίτλο «Homo Sapiens ή Cyborg Sapiens; Έννομη τάξη για τον Άνθρωπο ή τον Μετάνθρωπο;». Με την έκδοσή του θα δρομολογηθεί η παρουσίασή του και κατά μόνας, και σε συνδυασμό με την ποιητική συλλογή, η οποία έχει παρουσιαστεί ήδη στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην Κυπαρισσία και πρόκειται να παρουσιαστεί και στη Θήβα και στις Σπέτσες. Το ζήτημα της λεγόμενης Τεχνητής Νοημοσύνης άπτεται της ίδιας της ύπαρξης του ανθρώπου ως είδους».

Η κ. Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρος Εφετών και συγγραφέας.

Φεβρωνία Τσερκέζογλου: «Το διάβασμα σε ταξιδεύει, σε ηρεμεί και σου διώχνει τις έγνοιες»

Η κυρία Φεβρωνία Τσερκέζογλου σπούδασε στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, εργάστηκε ως δικηγόρος στον Πειραιά και από το 1991 είναι μέλος του δικαστικού σώματος. Μετά από 33 έτη υπηρεσίας, έχει τον βαθμό του Προέδρου Εφετών και υπηρετεί στο Εφετείο Πειραιώς. Πέρα όμως από τη Νομική επιστήμη, η κυρία Τσερκέζογλου αγαπά την ιστορία και το μυθιστόρημα. «Η ιστορία ήταν το αγαπημένο μου μάθημα στο σχολείο. Μετά τις σπουδές μου, συνέχισα να διαβάζω στον ελεύθερο χρόνο μου λογοτεχνία, κυρίως ιστορία και ιστορικά μυθιστορήματα. Ήταν το χόμπι μου. Λόγω όμως πολύωρης ενασχόλησης με την εργασία μου, ο χρόνος που διέθετα για την απόλαυση της ανάγνωσης βιβλίων ήταν μόνο στις θερινές μου διακοπές και στις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Εκείνες τις ημέρες της ανάπαυλας, αποζητούσα τη συντροφιά αγαπημένων βιβλίων και συγγραφέων. Το διάβασμα σε ταξιδεύει, σε ηρεμεί και σου διώχνει τις έγνοιες» θα πει στο NBDaily.

Την περίοδο της καραντίνας, κατά την οποία οι ρυθμοί της δουλειάς δεν ήταν τόσο πιεστικοί και που όλοι μας ψάχναμε μια διέξοδο, εκείνη βρήκε την ευκαιρία, και τον χρόνο, για να γράψει το πρώτο της ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο «Ο Αγγελιαφόρος των βασιλιάδων της Σπάρτης», το οποίο κυκλοφόρησε στα τέλη του 2022. Είναι εύκολη η συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος; «Όχι, είναι πολύ δύσκολη. Η σωστή συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος είναι να μελετήσεις ενδελεχώς τις ιστορικές πηγές και να σκιαγραφήσεις μία εποχή, με τα ήθη, τα έθιμα, τις νοοτροπίες, το περιβάλλον, να περιγράψεις κάποια ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν και παράλληλα να δημιουργήσεις μία μυθοπλασία, τέτοια που να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στην περίπτωση του πρώτου μου έργου “Ο Αγγελιαφόρος των βασιλιάδων της Σπάρτης”, που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις “Πηγή” και αφορά τη Σπάρτη του 3ου π.Χ. αιώνα και τους βασιλείς της Άγη Δ’ και Κλεομένη Γ’, έκανα ιστορική έρευνα, διαβάζοντας την αρχαία πηγή από το έργο του Πλούταρχου “Βίου Παράλληλοι”, που αναφέρεται στους δύο βασιλείς, άλλες αρχαίες πηγές και πολλές σύγχρονες μελέτες για την εποχή, που αναφέρονται στη βιβλιογραφία του βιβλίου».

Η τεράστια και πρωτοφανής κοινωνική επανάσταση, που έλαβε χώρα στη Σπάρτη, η οποία όμως δεν ξεκίνησε από τα κατώτερα στρώματα μιας κοινωνίας, αλλά από την εξουσία της, δηλαδή τους βασιλείς της, ήταν η αφορμή για τη Φεβρωνία Τσερκέζογλου ώστε να γράψει αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα. «Θεωρώ ότι στο βιβλίο αναδεικνύεται μία περίοδος της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας, άγνωστης στο ευρύ ελληνικό κοινό, αλλά πολύ ενδιαφέρουσας, αφού τότε συντελείται η παρακμή της άλλοτε κραταιής Σπάρτης. Στο βιβλίο μου ο αγγελιαφόρος, μυθικό πρόσωπο, βρίσκεται λόγω της θέσης του στα κέντρα λήψης αποφάσεων της Σπάρτης και συμμετέχει σε όλα τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην εποχή αυτή (κοινωνικοί αγώνες, απαίτηση διαγραφής χρεών, αναδασμός γης, απελευθερώσεις ανθρώπων από τη δουλεία, αλλά και πόλεμοι μεταξύ των Ελληνικών πόλεων-κρατών, διπλωματία της εποχής, οι εσωτερικές ίντριγκες και δολοπλοκίες, οι συμμαχίες των κρατών της εποχής, τα ήθη, τα έθιμα, οι νοοτροπίες). Ο αναγνώστης του βιβλίου θα πληροφορηθεί πολλά ιστορικά γεγονότα που αγνοούσε και θα μείνει έκπληκτος για το πόσο ομοιάζει η εποχή αυτή με τη σύγχρονη σε πολλά θέματα διεθνών σχέσεων και εσωτερικών συγκρούσεων για την εξουσία».

Η κυρία Τσερκέζογλου αυτή την περίοδο συγγράφει το δεύτερό της ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο «τοποθετείται ιστορικά στην ύστερη αρχαιότητα και συγκεκριμένα στην περίοδο του αυτοκράτορα Θεοδόσιου και αφορά την πάλη της νέας θρησκείας του Χριστιανισμού εναντίον της αρχαίας θρησκείας, και την καταστροφή ιερών, βιβλιοθηκών και έργων τέχνης που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός πολιτισμού. Είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, γιατί απαιτεί μεγάλη ιστορική μελέτη και δύσκολη μυθοπλασία. Ελπίζω να τα καταφέρω κάποια στιγμή να το ολοκληρώσω» θα πει χαριτολογώντας.

Σε ποιο βαθμό το ιστορικό μυθιστόρημα την επηρέασε στο επάγγελμα της νομικού; «Δεν έχει σχέση το ένα με το άλλο. Η μελέτη της ιστορίας σε βοηθά στο να καταλάβεις πολλά πράγματα, τα οποία συνεχώς επαναλαμβάνονται στη σύγχρονη εποχή» θα πει, υπογραμμίζοντας πως δεν θα εγκατέλειπε τη Νομική για χάρη της συγγραφής. «Η συγγραφή είναι ένα χόμπι, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο βιοπορισμού, τουλάχιστον για μένα. Ελπίζω όταν συνταξιοδοτηθώ και είμαι υγιής να συνεχίσω να ασχολούμαι με τη λογοτεχνία». Άραγε, υπάρχει κάτι που της έμαθε η συγγραφή που δεν της έμαθε η Νομική; «Ο κάθε τομέας είναι μοναδικός», επισημαίνει η κ. Τσερκέζογλου. «Η μελέτη της ιστορίας σε γυρνάει σε άλλες εποχές, τις σκιαγραφείς, τις νοιώθεις, μαθαίνεις από αυτές και πλουτίζεις τις γνώσεις σου γύρω από την τέχνη, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις αναλλοίωτες και διαχρονικές αξίες, τις διεθνείς σχέσεις και την πολιτιστική μας κληρονομιά. Αυτά πιστεύω μου έμαθε η συγγραφή».

Το εξώφυλλο του ιστορικού μυθιστορήματος της κ. Φεβρωνίας Τσερκέζογλου.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -