fbpx

Το δικαίωμα στην άμβλωση και η ποιότητα του Πολιτισμού μας

«Αυτό που απουσιάζει στη χώρα μας δεν είναι η ούτως ή άλλως ρυθμισμένη τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης, αλλά ο νηφάλιος (ανα)στοχασμός και ο χωρίς ρητορικές εξάρσεις δημόσιος διάλογος, πάνω στο δικαίωμα στην άμβλωση».

Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 10 λεπτά

Δείτε επίσης

Για χιλιετίες το ζήτημα της άμβλωσης, όπως και της ευθανασίας, αποτέλεσε πεδίο μεγάλης αντιπαράθεσης, καθώς αμφότερες σχετίζονται με το θέμα του θανάτου, που επιλέγεται από τον ίδιο τον άνθρωπο.

Tο ζήτημα των αμβλώσεων έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, όταν το 1973, με τη γνωστή απόφαση Roe v. Wade, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάνθηκε ότι ένας νόμος της πολιτείας του Τέξας, αλλά και κάθε πολιτειακός νόμος, ο οποίος καθιστούσε την άμβλωση έγκλημα, εκτός και αν είχε διαπραχθεί για να σωθεί η ζωή της μητέρας, ήταν αντισυνταγματικός. Η απόφαση ήγειρε σφοδρές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε υπέρμαχους και πολέμιους της άμβλωσης, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη, μόλις το 2022, ανατροπή της απόφασης Roe από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.

Όσοι ασπάζονται την αντίληψη ότι το δίκαιο θα πρέπει να απαγορεύει, ή  τουλάχιστον να ρυθμίζει τις αμβλώσεις, εκκινούν από δύο διαφορετικές θέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, το κράτος έχει την αυτοτελή ευθύνη να προστατεύει την εγγενή αξία της ζωής, καθώς η ανθρώπινη ζωή, σε οποιαδήποτε μορφή της, έχει εγγενή και απαραβίαστη αξία, και επομένως εγγενή αξία έχει το έμβρυο από της συλλήψεώς του, οπότε και αρχίζει η ανθρώπινη ζωή. Σύμφωνα με τηνδεύτερη, το κράτος έχει παράγωγη ευθύνη να προστατεύει το έμβρυο, στο οποίο, εξομοιώνοντάς το προς πρόσωπο, απονέμεται το συμφέρον και κατ’ επέκταση το προστατευτέο δικαίωμα να μην θανατωθεί, με τον ίδιο τρόπο που η θανάτωση ενός ενηλίκου είναι κατά κανόνα ανεπίτρεπτη, ως παραβιάζουσα το ίδιο δικαίωμα.

Τα δικαιϊκά και φιλοσοφικά ερωτήματα περί του αν το έμβρυο αποτελεί πρόσωπο με δικαίωμα στη ζωή, από τη στιγμή της συλλήψεώς του, αν καθίσταται πρόσωπο σε κάποιο μεταγενέστερο σημείο της κυήσεως, ή δεν καθίσταται πρόσωπο πριν από την γέννησή του, όπως επίσης και αν, σε περίπτωση που το έμβρυο αποτελεί πρόσωπο, το δικαίωμά του στη ζωή πρέπει να υποχωρεί έναντι των υπέρτερων δικαιωμάτων της εγκύου, αποτελούν βασικά ερωτήματα επί των οποίων οι απαντήσεις καθορίζουν τη θετική ή αρνητική στάση απέναντι στις αμβλώσεις.

Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι, παρά την έντονη ρητορική αντιπαράθεση του δημοσίου διαλόγου, διαχρονικά απαντώνται παγκοσμίως διαβαθμίσεις του επιτρεπτού των αμβλώσεων, τόσο σε νομοθετικό, όσο και σε επίπεδο ατομικών πεποιθήσεων, ακόμη και στη θρησκεία, όπου κανείς θα περίμενε τη μεγαλύτερη αυστηρότητα

Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι, παρά την έντονη ρητορική αντιπαράθεση του δημοσίου διαλόγου, διαχρονικά απαντώνται παγκοσμίως διαβαθμίσεις του επιτρεπτού των αμβλώσεων, τόσο σε νομοθετικό, όσο και σε επίπεδο ατομικών πεποιθήσεων, ακόμη και στη θρησκεία, όπου κανείς θα περίμενε τη μεγαλύτερη αυστηρότητα: είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιουδαϊσμός υποστηρίζει ότι οι αμβλώσεις είναι κατ’ αρχήν ανεπίτρεπτες, και κατ’ εξαίρεση επιτρεπτές, όχι μόνον για την προστασία της υγείας της μητέρας, αλλά και της προσωπικής της ευημερίας.

Εξάλλου, και εντός του φεμινιστικού κινήματος, έχουν εκφρασθεί ποικίλες απόψεις ως προς τη θεμελίωση του δικαιώματος στην άμβλωση. Παρ’ ότι χαιρετήθηκε από τα γυναικεία κινήματα η απόφαση Roe, το σκεπτικό της ότι το γενικό συνταγματικό δικαίωμα ιδιωτικού βίου, από το οποίο απορρέει το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, έχει αμφισβητηθεί ως επικίνδυνη νομική οδός για την καθιέρωση του δικαιώματος στην άμβλωση.

Σύμφωνα με την Αμερικανίδα φεμινίστρια, νομικό και ακτιβίστρια Catharine MacKinnon, δεν είναι παρά δια της καθιέρωσης της ισότητας των δύο φύλων, που θα πρέπει να εισαχθεί το δικαίωμα στην άμβλωση. Και τούτο, διότι το δικαίωμα του ιδιωτικού βίου, υπό την έννοια της κυριαρχίας στην λήψη προσωπικών αποφάσεων, προϋποθέτει ότι οι γυναίκες είναι πραγματικά ελεύθερες να λαμβάνουν αποφάσεις για τον εαυτό τους στην ιδιωτική τους σφαίρα, σε σχέση με τη γενετήσια και αναπαραγωγική ελευθερία τους, κάτι που δεν ισχύει πάντοτε.

Επίσης, ο χαρακτηρισμός των γενετήσιων σχέσεων, ως αμιγώς ιδιωτικού ζητήματος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κράτος δεν έχει νομιμοποιημένο ενδιαφέρον για τον βιασμό εντός του γάμου, ενώ παραβλέπει το ευρύτερο ζήτημα της ανάγκης κοινωνικών δαπανών για την ουσιαστική πρόοδο και την ισότητα των δύο φύλων. Εξαιτίας των αδυναμιών αυτών, το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση είναι προτιμότερο να θεμελιώνεται στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης και ελέγχου του γυναικείου σώματος, δεδομένου μάλιστα ότι το έμβρυο και η μητέρα δεν είναι δύο χωριστές οντότητες, και επομένως η άμβλωση δεν εξομοιούται προς ένα οποιοδήποτε κυριαρχικό δικαίωμα της μητέρας να διαρρήξει τον δεσμό της με το κυοφορούμενο, αλλά υπό τη σύνθετη οπτική της εγκύου, το έμβρυο και είναι και δεν είναι ο εαυτός της.

Τέλος, η Καθηγήτρια Δικαίου και Φιλοσοφίας Robin West προτείνει ένα βασισμένο στην ευθύνη επιχείρημα υπέρ των αμβλώσεων, θεμελιούμενο στην ελευθερία των γυναικών να λαμβάνουν αποφάσεις ως προς την αναπαραγωγή, ως μέσο ενδυνάμωσης των δεσμών τους με τους άλλους: να σχεδιάζουν το επαγγελματικό και οικογενειακό τους μέλλον τους, αλλά και να αντεπεξέρχονται και να προοδεύουν σε μία κοινωνία ελάχιστα υποστηρικτική για τη φροντίδα των παιδιών και τις ανάγκες των εργαζομένων μητέρων. Κατά τη θεωρία της ευθύνης, η απόφαση της άμβλωσης είναι μία απόφαση γνήσιας ευθύνης της γυναίκας απέναντι στον εαυτό της και στους άλλους, όπως τον σύντροφό της, την οποία όμως δικαιούται να λάβει μόνον η ίδια.

Στην Ελλάδα, όπως συνάγεται από το άρθρο 304 του Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά τον Νόμο 4619/2019, ο κανόνας είναι ότι απαγορεύεται η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης και επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση (πάντοτε με τη συναίνεση της εγκύου), όταν γίνεται με τις προϋποθέσεις, που ορίζονται στις αναφερόμενες στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού περιπτώσεις, που συνιστούν ειδικούς λόγους άρσης του αδίκου. Συγκεκριμένα, δεν είναι άδικη όταν ενεργείται από την έγκυο (ή με τη συναίνεση των προσώπων, που έχουν τη γονική μέριμνα ή επιμέλειά της), αν αυτή είναι ανίκανη να συναινέσει από γιατρό μαιευτήρα γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα στις παρακάτω τρεις υπαλλακτικές περιπτώσεις: (α) όταν δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης, (β) όταν η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες εγκυμοσύνης και (γ) όταν έχουν διαπιστωθεί, με τα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού, ή υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου, ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της.

Εξαιτίας των αδυναμιών αυτών, το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση είναι προτιμότερο να θεμελιώνεται στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης και ελέγχου του γυναικείου σώματος, δεδομένου μάλιστα ότι το έμβρυο και η μητέρα δεν είναι δύο χωριστές οντότητες, και επομένως η άμβλωση δεν εξομοιούται προς ένα οποιοδήποτε κυριαρχικό δικαίωμα της μητέρας να διαρρήξει τον δεσμό της με το κυοφορούμενο, αλλά υπό τη σύνθετη οπτική της εγκύου, το έμβρυο και είναι και δεν είναι ο εαυτός της

Ακόμη και με τη συνδρομή των εξαιρέσεων αυτών, πάντως, οι γιατροί μπορούν – σύμφωνα με το άρθρο 31 ν. 3418/2005 – να επικαλεσθούν τους κανόνες και τις αρχές της ηθικής συνείδησής τους και να αρνηθούν να εφαρµόσουν, ή να συµπράξουν στη διαδικασία τεχνητής διακοπής της κύησης, εκτός εάν υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου, ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της υγείας της.

Σε κάθε περίπτωση, το κράτος οφείλει να μεριμνά για την προστασία της υγείας της γυναίκας και την εξασφάλιση περίθαλψης σε οργανωµένες νοσηλευτικές µονάδες κατά την τεχνητή διακοπή της εγκυµοσύνης (άρθρο 1 ν. 1609/1986).

Προς την κατεύθυνση του προβληματισμού και περαιτέρω θεμελίωσης του δικαιώματος στην άμβλωση η νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων δεν έχει προσφέρει εκτεταμένη αρωγή. Στην πρόσφατη Ελληνική νομολογία, απαντώνται σχεδόν αποκλειστικώς αποφάσεις, οι οποίες τέμνουν το ζήτημα της τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης – μετά τη διαπίστωση με προγεννητικό έλεγχο – ενδείξεων σοβαρών ανωμαλιών του εμβρύου, που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού. Από τις αποφάσεις αυτές εξάγουμε το κατωτέρω σκεπτικό για το πώς αντιλαμβάνεται η ελληνική έννομη τάξη το δικαίωμα στην άμβλωση:

Τελικά ο όψιμος περαιτέρω περιορισμός αυτών των ελευθεριών και η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων της άμβλωσης, έπειτα από τόσους αγώνες για την εδραίωσή της, δεν θα οδηγήσει στην ούτως ή άλλως αδύνατη κατάλυση της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος, αλλά στην οπισθοδρόμηση προς μη ελεγχόμενους και επικίνδυνους τρόπους τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης.

Η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), περιλαμβάνει και την ελευθερία αναπαραγωγής, το οποίο αποτελεί προσωπική ελευθερία και έκφανση της προσωπικότητας, κατά το άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα.

Σε περίπτωση διαπίστωσης, κατόπιν προγενετικού ελέγχου, σοβαρών ανωμαλιών του εμβρύου, η έγκυος δύναται να σταθμίσει ελεύθερα, στο πλαίσιο του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, αν θα συνεχίσει την εγκυμοσύνη, αποδεχόμενη τη γέννηση του «παθολογικού νεογνού», βασιζόμενη στις θρησκευτικές, ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις της, ή θα τη διακόψει, συναινώντας στην καταστροφή του εμβρύου, χάριν της ελευθερίας της και του – ανθρωπίνως – δικαιολογημένου ενδιαφέροντος της να αποκτήσει ένα υγιές τέκνο.

Αν η έγκυος παρακωλυθεί με πράξη, ή παράλειψη τρίτου, στην απόλαυση της νόμιμης αυτής επιλογής, προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά της κατά την έννοια του άρθρου 57 ΑΚ και, αν η προσβολή είναι υπαίτια, δικαιούται να αξιώσει την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης κατ’ άρθρο 59.

Οι όροι «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου» και «παθολογικό νεογνό» συνιστούν, ωστόσο, ένα ερμηνευτικό πρόβλημα, επιλυόμενο εντός των συνταγματικών πλαισίων του όλου ζητήματος. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα υποχρεώνει το κράτος να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή, στην οποία κατά την ορθότερη γνώμη ανήκει και η αγέννητη (προστασία της εγγενούς αξίας της ζωής, που αναφέρθηκε παραπάνω). Αυτή η υποχρέωση προστασίας προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ.1 και 5 παρ. 2 Συντάγματος, το οποίο υποχρεώνει το κράτος σε σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου στην ολότητά του ως είδους και έμβιου όντος, άρα και ως εμβρύου.

Δηλαδή, ανθρώπινη αξία έχει και η αγέννητη ζωή, και γι` αυτό το έμβρυο προστατεύεται και έναντι της μητέρας του, με την κατά κανόνα απαγόρευση από τον νομοθέτη της διακοπής της κύησης (άλλως, με την κατά κανόνα υποχρέωση αυτής να συνεχίσει την κυοφορία).

Επειδή, όμως, η προστασία της αγέννητης ζωής δεν είναι κατά το Σύνταγμα απόλυτη, ώστε να έχει προτεραιότητα έναντι κάθε άλλου έννομου αγαθού, γι` αυτό και είναι συνταγματικά επιτρεπτή η άρση της δικαστικής υποχρέωσης προς κυοφορία, σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις, ο προσδιορισμός των οποίων έγινε από το νομοθέτη στο άρθρο 304 παρ. 4 ΠΚ.

Με κριτήριο, επομένως, ότι συνταγματικός κανόνας είναι η υποχρέωση της εγκύου να συνεχίσει την κυοφορία και εξαίρεση η δυνατότητα διακοπής της, πρέπει οι ανωτέρω όροι να ερμηνευθούν στενά και να θεωρηθούν ως «σοβαρή ανωμαλία του εμβρύου», που συνεπάγεται γέννηση «παθολογικού νεογνού», μόνο εκείνες οι περιπτώσεις που πρόκειται να γεννηθεί τέκνο, το οποίο θα πάσχει από ιδιαίτερα βαριά νόσο, ή βλάβη της υγείας του, σε κάθε περίπτωση μη ιάσιμη, ή μη αντιμετωπίσιμη ιατρικά με διορθωτική παρέμβαση, ώστε να παρίσταται ιδιαίτερα σκληρό και καταχρηστικό να ζητηθεί από την έγκυο η συνέχιση της κύησης.

Παρατηρείται, συνεπώς, ότι η τεχνητή διακοπή της κύησης είναι επαρκώς ρυθμισμένη από τον Έλληνα νομοθέτη και ακολούθως από τα δικαστήρια, με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, πλην όμως υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Επομένως, αυτό που απουσιάζει στη χώρα μας δεν είναι η ούτως ή άλλως ρυθμισμένη τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης, αλλά ο νηφάλιος (ανα)στοχασμός και ο χωρίς ρητορικές εξάρσεις δημόσιος διάλογος, πάνω στο δικαίωμα στην άμβλωση: στο ότι το δικαίωμα αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με το δικαίωμα της γυναίκας να προσδιορίσει ελεύθερα, με τις προσωπικές της υπεύθυνες αποφάσεις, το περιεχόμενο του βίου της, στο ότι ο γυναικείος βίος δεν μπορεί να νοηθεί διακριτά από το γυναικείο σώμα και επομένως από την αυτοδιάθεσή του, στο ότι η ελεύθερη αναπαραγωγή είναι ανθρώπινο και ταυτόχρονα έμφυλο δικαίωμα. Κανένας θεσμός αλλά και κανένας τρίτος, δεν μπορεί να επιβάλλει στις γυναίκες το περιεχόμενο του βίου τους. Το κράτος δεν θα πρέπει να εμποδίζει, αλλά να διασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να λαμβάνουν, ως υπεύθυνα, ηθικά και συναισθηματικά υποκείμενα, την απόφασή τους να συνεχίσουν ή να διακόψουν μία εγκυμοσύνη — ας εμπιστευτούμε τις γυναίκες ότι θα λάβουν μία υπεύθυνη απόφαση, αφού από πάντοτε τις εμπιστευόμαστε να μας φροντίζουν, και να μας προστατεύουν από την πρόκληση βλάβης ή πόνου.

Τελικά, ο όψιμος περαιτέρω περιορισμός αυτών των ελευθεριών και η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων της άμβλωσης, μετά από τόσους αγώνες για την εδραίωσή της, δεν θα
οδηγήσει στην ούτως ή άλλως αδύνατη κατάλυση της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος, αλλά στην οπισθοδρόμηση προς μη ελεγχόμενους και επικίνδυνους τρόπους τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης. Μία τέτοια δυστοπική και καταστροφική προοπτική,
όπως περιγράφεται στο μυθιστόρημα «Καθεδρικοί» της Αργεντινής συγγραφέα Κλαούδιο Πινέιρο, θα αποτελέσει με βεβαιότητα ενδείκτη και προάγγελο δραματικής υπονόμευσης όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και της ποιότητας του ίδιου του πολιτισμού μας.

Η κ. Μαρίνα Φαρμακίδη-Μάρκου είναι Δικηγόρος στο Κέντρο για την Ισότητα και τα Έμφυλα Δικαιώματα «Διοτίμα»

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -