Την ομιλία του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλη Πικραμένου, σε εκδήλωση της «Κίνησης Πολιτών», την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου, εξασφάλισε το NB Daily.
Το κείμενο έχει ως εξής:
«Στη δημοκρατία, θεμελιώδης αρχή και οργανωτική βάση του πολιτεύματος είναι η διάκριση των λειτουργιών, ήτοι η κατανομή του πολιτειακού έργου μεταξύ νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.
Η νομοθετική λειτουργία ασκείται κυρίως από το Κοινοβούλιο, το οποίο τελεί σε υπερέχουσα θέση στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεδομένου ότι θεσπίζει τους κανόνες δικαίου, που ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση, τις σχέσεις των πολιτών με το κράτος καθώς και τις σχέσεις των κρατικών οργάνων. Η εκτελεστική εξουσία, στην οποία εντάσσεται η κυβέρνηση και η διοίκηση, επωμίζεται την εφαρμογή των κανόνων δικαίου σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Η δικαστική εξουσία έχει ως αρμοδιότητα να επιλύει τις διαφορές που δημιουργούνται, μετά από προσφυγή των πολιτών, κατά την εφαρμογή των νόμων. Οι νόμοι που θεσπίζονται από το Κοινοβούλιο δεσμεύουν τα διοικητικά όργανα, ενώ και τα δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν το νόμο κατά την επίλυση των διαφορών. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν το νόμο μόνον όταν είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα.
Κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ο δικαστής δεν ασκεί νομοθετική εξουσία, αλλά ανατεθειμένη από το Σύνταγμα αρμοδιότητα άσκησης ελέγχου συγκεκριμένων κανόνων δικαίου, επ’ ευκαιρία διαφοράς που οδηγείται στα δικαστήρια με πρωτοβουλία των πολιτών, με σκοπό την προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων και της νομιμότητας από καταχρήσεις της πολιτικής εξουσίας. Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων είναι κεφαλαιώδους σημασίας, διότι οι συνέπειές του υπερβαίνουν τη συγκεκριμένη διαφορά και αφορούν, συχνά, μεγάλες ομάδες προσώπων, ή ακόμα και το σύνολο της κοινωνίας. Η καθιέρωση του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας στηρίζεται στην ιδέα ότι, στα δημοκρατικά πολιτεύματα, κυρίαρχος είναι ο λαός και τη βούλησή του εκφράζει το Σύνταγμα, το οποίο προβλέπει ότι τα δικαστήρια ελέγχουν αν τα άλλα όργανα της πολιτείας, μεταξύ των οποίων το Κοινοβούλιο, κινούνται στα όρια της δικής τους συνταγματικά απονεμημένης εξουσίας. Η νομιμοποίηση του δικαστή δεν εμπεριέχει κατ’ ανάγκη το στοιχείο της συναίνεσης των αποφάσεών του, εκ μέρους της πλειοψηφίας του λαού, δηλαδή δεν λειτουργεί η ουσιαστική νομιμοποίηση, όπως στην περίπτωση της Βουλής και της Κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όπου ο δικαστής δεν νοείται να αποδεχθεί τη θέληση, ή τις πιέσεις της πλειοψηφίας κατά την ερμηνεία των σχετικών κανόνων, διότι οι δικαστές δεν είναι υπόλογοι απέναντι στη λαϊκή πλειοψηφία, αφού κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τον συνταγματικό τους ρόλο και θα άφηνε απροστάτευτο ένα μέρος της κοινωνίας.
Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων είναι κεφαλαιώδους σημασίας, διότι οι συνέπειές του υπερβαίνουν τη συγκεκριμένη διαφορά και αφορούν, συχνά, μεγάλες ομάδες προσώπων, ή ακόμα και το σύνολο της κοινωνίας
Η νομολογία των δικαστηρίων συμπυκνώνει το σύνολο των δικανικών κρίσεων, που εκφέρονται σε μια έννομη τάξη. Και μπορεί, μεν, η νομολογία να διαμορφώνεται επ’ ευκαιρία συγκεκριμένων υποθέσεων, για τις οποίες εκφέρονται κρίσεις που δεσμεύουν τους διαδίκους, όμως δημιουργείται μια δεξαμενή, από την οποία πηγάζουν ειδικότεροι κανόνες που έχουν διαπλαστεί ερμηνευτικά μέσα από τη διαδικασία εφαρμογής του ισχύοντος δικαίου. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, ο νομοθέτης θεσπίζει κανόνες δικαίου, που υιοθετούν τις νομολογιακές λύσεις, οι οποίες έχουν εν τω μεταξύ διαπλαστεί και δοκιμαστεί επί μακρόν στο πεδίο της νομικής πρακτικής.
Εκδήλωση της συνταγματικής αρχής του κράτους δικαίου αποτελεί η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία συνίσταται στην προστασία της εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος, η οποία διασφαλίζεται με την προβλεψιμότητα των αποφάσεων των οργάνων του. Η ασφάλεια δικαίου απευθύνεται σε όλα τα όργανα του κράτους, ήτοι στο νομοθέτη, στη διοίκηση και στη δικαιοσύνη. Ως εκ τούτου, η ως άνω αρχή επιτάσσει: α) οι τιθέμενοι από την Πολιτεία κανόνες δικαίου να είναι σταθεροί και προβλέψιμοι και να δημιουργούν στους πολίτες την εύλογη πεποίθηση ότι συνιστούν δεσμευτικές ρυθμίσεις, με συνέπεια οι τελευταίοι να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους, αποκτώντας δικαιώματα και αναλαμβάνοντας έναντι τρίτων υποχρεώσεις, β) η διοίκηση να εκδίδει ατομικές διοικητικές πράξεις, με βάση τη νομοθεσία καθώς και τη νομολογία των δικαστηρίων, γ) τα δικαστήρια να διαμορφώνουν σταθερή νομολογία, ιδίως τα ανώτατα, προκειμένου η ερμηνεία των κανόνων δικαίου να διακρίνεται για τη σαφήνεια και την προβλεψιμότητά της. Έτσι, οι πολίτες που προτίθενται να προσφύγουν στα δικαστήρια γνωρίζουν εκ των προτέρων τις νομολογιακές θέσεις και οργανώνουν ανάλογα τη νομική τους προστασία.
Η ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών υφίσταται με την πάροδο του χρόνου βαθύτατες μεταβολές, οι οποίες επιδρούν και επί του δικαίου μιας κοινωνίας. Η διαμόρφωση νέων κοινωνικών συνθηκών διαταράσσει την αρμονία μεταξύ γενικής κοινωνικής κατάστασης και της νομοθεσίας, που ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωση, με συνέπεια η ανάγκη της βαθμιαίας τροποποίησης και συγχρονισμού της νομοθεσίας να παρίσταται αναπόφευκτη. Η προσαρμογή προς τις νέες απαιτήσεις συντελείται κατά κύριο λόγο από το νομοθέτη, αλλά η ταχύτητα των αλλαγών και η δυσκινησία της νομοθετικής διαδικασίας μπορεί να δημιουργήσει χάσματα μεταξύ των νέων οικονομικών αναγκών της κοινωνίας και των υφισταμένων κανόνων δικαίου. Τα χάσματα αυτά καλύπτονται με τη διαπλαστική εξουσία του δικαστή, που έρχεται να λειτουργήσει ως συνεργάτης του νομοθέτη με την πλήρωση των κενών, η οποία μπορεί είτε να καταστήσει περιττή τη νομοθετική παρέμβαση, είτε να καθοδηγήσει το νομοθέτη προς μια ορισμένη κατεύθυνση θέσπισης κανόνων δικαίου. Δικαιοπλαστική εξουσία του δικαστή σημαίνει ότι ο κανόνας εξελίσσεται μέσα στο ερμηνευτικό πλαίσιο, χωρίς κατ’ ανάγκη να μεταβάλλεται το κείμενο και η περιπτωσιολογία, που αναπτύσσεται κατά την εφαρμογή του κανόνα, να δημιουργεί ένα “επεκτεινόμενο σύμπαν”.
Προβλήματα στην αρμονική συνύπαρξη των πολιτειακών λειτουργιών δημιουργούνται, εξαιτίας του τρόπου δράσης της Κυβέρνησης, του Κοινοβουλίου, της διοίκησης και της Δικαιοσύνης
Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και τη δημιουργία ασφάλειας δικαίου στους πολίτες κατά την ανάπτυξη των ποικίλων δραστηριοτήτων τους, είναι αναγκαία η αρμονική συνύπαρξη και ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ των οργάνων των τριών πολιτειακών λειτουργιών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι α) η Κυβέρνηση και η διοίκηση δρουν επί τη βάσει των κανόνων που θέτει το Κοινοβούλιο, β) τα δικαστήρια επιλύουν τις διαφορές εφαρμόζοντας τους νόμους που έχει ψηφίσει το Κοινοβούλιο, γ) η Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο σέβονται τις δικαστικές αποφάσεις, όταν τα δικαστήρια κρίνουν νόμους ως αντισυνταγματικούς και η διοίκηση συμμορφώνεται με την έκδοση νέων διοικητικών πράξεων, ή τη διενέργεια υλικών ενεργειών.
Προβλήματα στην αρμονική συνύπαρξη των πολιτειακών λειτουργιών δημιουργούνται, εξαιτίας του τρόπου δράσης της Κυβέρνησης, του Κοινοβουλίου, της διοίκησης και της Δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα τα προβλήματα ανακύπτουν α) όταν η Κυβέρνηση εισάγει νομοσχέδια στη Βουλή, τα οποία στη συνέχεια ψηφίζονται και γίνονται νόμοι του κράτους, με ρυθμίσεις οι οποίες είναι αντίθετες σε παγιωμένη συνταγματική νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων και για το λόγο αυτό είναι σφόδρα πιθανό να κριθούν αντισυνταγματικές.
Τούτο έχει ως συνέπεια πολίτες να αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους, με βάση τις ρυθμίσεις αυτές, η οποία (δραστηριότητα) ακολούθως κρίνεται από τα δικαστήρια παράνομη (πχ. έκδοση οικοδομικών αδειών, επί τη βάσει αντισυνταγματικών νόμων προβλέψιμων με βάση τη νομολογία). Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και οι περιπτώσεις, που ο νομοθέτης επανέρχεται με νέα ρύθμιση ζητήματος, μετά από κρίση αντισυνταγματικότητας προηγούμενης ρύθμισης για το ίδιο θέμα, η οποία (νέα ρύθμιση) δεν στοιχεί πλήρως στα κριθέντα με τη δικαστική απόφαση (πχ. μεταφορά συντελεστή δόμησης, μισθολόγιο ενόπλων δυνάμεων, καθηγητών ΑΕΙ). Τούτο σημαίνει αφενός μεν αιτήσεις για συμμόρφωση του νομοθέτη στα κριθέντα, όταν αυτός καθυστερεί να νομοθετήσει, αφετέρου δε νέα ένδικα βοηθήματα κατά της νέας ρύθμισης, β) όταν η διοίκηση, είτε δεν εφαρμόζει το νόμο (πχ. επιβολή κυρώσεων σε παραβάτες κάθε είδους νομοθεσίας), είτε δεν συμμορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις που έχουν κρίνει διοικητικές πράξεις ως παράνομες (πχ. πρόσληψη προσώπων που δικαιώθηκαν από τα δικαστήρια), ή επιβάλλουν τη διενέργεια υλικών ενεργειών (πχ. κατεδάφιση κτιρίων που κρίθηκαν παράνομα), γ) όταν τα δικαστήρια καθυστερούν να εκδικάσουν πολύ σοβαρές υποθέσεις με μείζονα ζητήματα συνταγματικότητας, από τις οποίες κρίνεται η δραστηριότητα μεγάλων κοινωνικών ομάδων ή και του συνόλου της κοινωνίας (πχ. συνταξιοδοτικές διαφορές, φορολογικές διαφορές). Στο πλαίσιο αυτό, σοβαρό πρόβλημα δημιουργείται όταν τα ανώτατα δικαστήρια καθυστερούν την περαίωση των υποθέσεων, που έχουν εισαχθεί σε αυτά, είτε με πιλοτικές δίκες, είτε με προδικαστικά ερωτήματα από τα κατώτερα δικαστήρια.
Ο πυρήνας του προβλήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι τόσο η κοινωνία, όσο και τα όργανα του κράτους αρνούνται να συμφωνήσουν σε σταθερούς κανόνες και να τους τηρήσουν
Τα ελλείμματα στη συνεργασία των πολιτειακών λειτουργιών επιβαρύνουν την απονομή της δικαιοσύνης, διότι συσσωρεύονται υποθέσεις, οι οποίες, υπό ομαλές συνθήκες, δεν θα έφθαναν ενώπιον των δικαστηρίων. Ειδικότερα: α) η μη λήψη υπόψη της πάγιας συνταγματικής νομολογίας των ανωτάτων δικαστηρίων κατά τη θέσπιση νόμων από την Κυβέρνηση και τη Βουλή, οδηγεί, συχνά, σε πλημμυρίδα υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων από πολίτες που μπορεί να είναι τόσο αυτοί που δραστηριοποιήθηκαν με βάση την κριθείσα ως αντισυνταγματική νομοθεσία και διαψεύστηκαν (πχ. αγωγές κατά του κράτους από αυτούς που έλαβαν οικοδομικές άδειες), όσο και αυτοί που εθίγησαν από τις διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν με βάση τις αντισυνταγματικές διατάξεις (πχ. οι γείτονες εκείνων που έλαβαν τις οικοδομικές άδειες), β) η μη σύννομη δράση της διοίκησης καθώς και οι παραλείψεις της να συμμορφωθεί σε δικαστικές αποφάσεις δημιουργούν μεγάλο αριθμό υποθέσεων (πχ. η παράλειψη έκδοσης κανονιστικών πράξεων για την οικονομική τακτοποίηση κατηγοριών πολιτών, ή μη συμμόρφωση σε αποφάσεις για πρόσληψη προσωπικού), γ) η βραδύτητα στην εκδίκαση διαφορών, που αφορούν μεγάλο αριθμό προσώπων οδηγεί σε υπερφόρτωση των δικαστηρίων και σε μακροχρόνια αναμονή των διαδίκων, οι οποίοι διαρκώς αυξάνονται (πχ. σε συνταξιοδοτικές ή φορολογικές διαφορές).
Συνοψίζοντας, ο πυρήνας του προβλήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι τόσο η κοινωνία, όσο και τα όργανα του κράτους αρνούνται να συμφωνήσουν σε σταθερούς κανόνες και να τους τηρήσουν. Συγκεκριμένα : α) η κοινωνία αρνείται γενικώς να υπαχθεί σε κανόνες, που εισάγουν υποχρεώσεις και θέτουν πλαίσιο στις δραστηριότητες των πολιτών, β) το Κοινοβούλιο θεσπίζει κανόνες κατά παραγνώριση παγιωμένης νομολογίας των ανωτάτων δικαστηρίων, ή νομιμοποιώντας καταστάσεις που έχουν κριθεί μη νόμιμες από τα δικαστήρια, γ) η διοίκηση δεν εφαρμόζει σε πολλές περιπτώσεις ούτε τους κανόνες δικαίου, ούτε τις δικαστικές αποφάσεις, δ) τα δικαστήρια με τις καθυστερήσεις τους ματαιώνουν στην ουσία το ατομικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας και συμβάλλουν στην εμπέδωση πραγματικών καταστάσεων με μακρές εκκρεμοδικίες.
Είναι προφανές ότι η μη τήρηση κανόνων σε όλα τα επίπεδα επιδρά αρνητικά στην οργάνωση και λειτουργία της δημοκρατίας και κλονίζει τη δημόσια εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Η μόνη λύση είναι η συνέργεια των οργάνων των τριών λειτουργιών, με βάση τις επιταγές του Συντάγματος, για την εμπέδωση της νομιμότητας. Η πιστή εφαρμογή των κανόνων είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εύρυθμη κοινωνική συμβίωση και τη σταθερότητα των σχέσεων του κράτους με την Πολιτεία. Πρέπει να τονισθεί ότι κράτος δεν είναι μόνο ο Πρωθυπουργός, οι Υπουργοί, οι Βουλευτές, οι Δικαστές. Το κράτος εκφράζεται από το σύνολο των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, που υπηρετούν σε αυτό. Πράξεις και παραλείψεις, ακόμη και των κατώτερων σε βαθμό και θέση λειτουργών και υπαλλήλων, εκθέτουν το κράτος και πλήττουν την κοινωνία. Υπάρχει ατομική ευθύνη για όλα τα πρόσωπα που ασκούν δημόσια καθήκοντα, η οποία αναλογεί στις αρμοδιότητές τους. Και τούτο, διότι η ομαλή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού προϋποθέτει ότι συμβάλλουν όλα τα μέρη αυτού του μηχανισμού από τα κατώτερα έως τα ανώτατα».