Την ανατροπή του τεκμηρίου περί ύπαρξης εργασιακής σχέσης «πέτυχε» πρόσφατα εργοδότης στον οποίο είχαν καταλογιστεί πρόστιμα ύψους περίπου 20.000 ευρώ για μη καταχώριση εργαζομένων στον πίνακα προσωπικού. Όπως, τελικώς, αποδείχθηκε τα πρόσωπα που βρέθηκαν στο κατάστημα πέρα από το γεγονός ότι συνδέονταν με συγγενική και φιλική σχέση με τον εργοδότη, ταυτόχρονα είχαν διαφορετική επαγγελματική ιδιότητα που δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την εργασία τους εκεί (ΔΕφΠατρ 65/2024).
Η ratio της αναγραφής των εργαζομένων στον πίνακα προσωπικού
Αρχικά, όπως σημείωσε το Διοικητικό Εφετείο Πατρών, η μη αναγραφή εργαζομένου στον πίνακα προσωπικού επισύρει, κατά δέσμια αρμοδιότητα, την επιβολή της κύρωσης χρηματικού προστίμου σε βάρος του εργοδότη, χωρίς προηγούμενη πρόσκληση του τελευταίου προς παροχή εξηγήσεων. Ωστόσο, καθιερώνεται μαχητό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο ο αναφερόμενος από τον αρμόδιο ελεγκτή ως εργαζόμενος, ο οποίος δεν αναγράφεται στον πίνακα προσωπικού, συνδέεται με εργασιακή σχέση με τον εργοδότη, πλην, όμως, ο τελευταίος δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό με την άσκηση προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, αποδεικνύοντας ότι ουδεμία σχέση εργασίας τον συνδέει με το πρόσωπο, το οποίο ο αρμόδιος επιθεωρητής θεώρησε ως μισθωτό του, με συνέπεια να αποδώσει σε βάρος του την παράβαση της εργατικής νομοθεσίας περί μη αναγραφής του στον πίνακα προσωπικού.
Τα πρόστιμα επιβάλλονται χωρίς προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου εργοδότη, μόλις διαπιστωθούν οι τυπικές παραβάσεις της μη καταχώρισης εργαζομένου και της μη τήρησης του ισχύοντος πίνακα προσωπικού
Είναι ευνόητο ότι κάτι τέτοιο υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι κατατείνουν στην αποτελεσματική καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας, η οποία παραβιάζει τα βασικά δικαιώματα των εργαζομένων και στερεί από τα ασφαλιστικά ταμεία σημαντικά έσοδα. Ενόψει του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται, η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Και τούτο διότι με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται κύρωση προδήλως απρόσφορη, ούτε υπερακοντίζει τον επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος, τον οποίο αποβλέπει να εξυπηρετήσει, δηλαδή την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, δεδομένου ότι με το σοβαρό ύψος του προβλεπόμενου προστίμου επιδιώκεται τόσο ο αυστηρός κολασμός του παραβάτη όσο και η αποτροπή της παράνομης πρακτικής της αδήλωτης εργασίας από τους λοιπούς εργοδότες.
Επιπλέον, όπως σημείωσε το δικαστήριο, τα πρόστιμα επιβάλλονται χωρίς προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου εργοδότη, μόλις διαπιστωθούν οι ως άνω τυπικές παραβάσεις της μη καταχώρισης εργαζομένου και της μη τήρησης του ισχύοντος πίνακα προσωπικού, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του εργοδότη και τυχόν τήρησης των λοιπών απορρεουσών από την ασφαλιστική νομοθεσία υποχρεώσεών του.
Εν προκειμένω, κατόπιν ελέγχου που διενήργησε κλιμάκιο της Ειδικής Υπηρεσίας Ελέγχου Ασφάλισης Περιφέρειας Αττικής στην ατομική επιχείρηση του εκκαλούντος με αντικείμενο εργασιών την «Κατασκευή-Εμπορία ψυγείων μηχανοκίνητων οχημάτων και ανταλλακτικών αυτοκινήτων», βρέθηκαν εντός αυτής τρία πρόσωπα οι οποίοι κατά τον έλεγχο φέρεται να εργάζονταν, οι μεν δύο πρώτοι ως μηχανικοί και ο τρίτος ως εργάτης, χωρίς να είναι εγγεγραμμένοι στον πίνακα προσωπικού. Στη συνέχεια, καταλογίστηκαν σε βάρος του εκκαλούντος αφενός πρόστιμο ποσού 500 ευρώ για μη τήρηση του ισχύοντος Πίνακα Προσωπικού και αφετέρου τρία πρόστιμα ποσών 10.550,54, 10.550,54 και 9.200,49 ευρώ για τη μη αναγραφή στον πίνακα προσωπικού των ανωτέρω φερόμενων ως απασχολούμενων, εκ των οποίων ο τρίτος ήταν ηλικίας κάτω των 25 ετών.
Κατά της συγκεκριμένης απόφασης, ο εκκαλών άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία ζήτησε την ακύρωσή της, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι ουδεμία σχέση εργασίας τον συνέδεε με τα αναφερόμενα στο δελτίο ελέγχου πρόσωπα. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι, εκ των προσώπων που καταγράφηκαν στα δελτία ελέγχου, ο ένας είναι ανιψιός του, ο οποίος διαμένει δίπλα ακριβώς από το κατάστημά του και είναι μηχανικός αυτοκινήτων, γεγονός που δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της δικής του επιχείρησης, ενώ ο δεύτερος είναι φιλικό του πρόσωπο και ως τέτοιο τον επισκεπτόταν συχνά και δεν εργαζόταν λόγω των προβλημάτων υγείας του, εξ αιτίας των οποίων έχει κριθεί ανίκανος για εργασία σε ποσοστό 67%, και τέλος ότι ο τρίτος είναι επίσης φιλικό του πρόσωπο, άνεργος κατά τον χρόνο εκείνο, μηχανικός αυτοκινήτων, ο οποίος τον επισκεπτόταν συχνά στο κατάστημά του λόγω της φιλικής αυτής σχέσης.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή για τα δύο πρόσωπα, με την αιτιολογία ότι ο εκκαλών, ο οποίος έχει το βάρος ανατροπής του σχετικού τεκμηρίου, δεν απέδειξε την πραγματική βάση του ισχυρισμού του περί μη απασχόλησης των προαναφερόμενων εργαζομένων. Δεκτή, όμως, έγινε η προσφυγή για το πρόσωπο που πράγματι προέκυψε ότι είναι ανίκανο για εργασία με ποσοστό αναπηρίας 67%, ακυρώνοντας το αντίστοιχο πρόστιμο.
Η κρίση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών
Κατόπιν τούτων, η υπόθεση μεταφέρθηκε στον δεύτερο βαθμό, κατόπιν έφεσης που άσκησε ο επιχειρηματίας. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά και εσφαλμένης εκτίμησης του προσκομισθέντος ενώπιον αυτού αποδεικτικού υλικού. Επιπλέον ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι τα δύο πρόσωπα που βρέθηκαν στο κατάστημά του ο μεν πρώτος είναι ανιψιός του ενώ ο δεύτερος φίλος του, και μάλιστα πρόκειται για πρόσωπα που ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον επισκέπτονται. Τόνισε, επίσης, ότι και οι δύο είναι μηχανικοί αυτοκινήτων, ειδικότητα που δεν έχει καμία σχέση με τη δική του επαγγελματική δραστηριότητα, κάτι που άλλωστε αποδεικνύεται από την μετέπειτα επαγγελματική απασχόληση και των δύο.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκτίμησε το γεγονός ότι στο δελτίο ελέγχου δεν αναφέρονται ούτε κατ’ ελάχιστον τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία συνέτειναν στη διαμόρφωση της αξιολογικής κρίσης των ελεγκτών, καθώς και το γεγονός ότι μόνον η διαπίστωση της απλής παρουσίας των πιο πάνω προσώπων στο κατάστημα δεν θεμελιώνει άνευ ετέρου την ύπαρξη εργασιακής σχέσης μεταξύ αυτών και του εκκαλούντος, και τούτο μάλιστα σε συνδυασμό με τα στοιχεία, που ο εκκαλών προσκόμισε πρωτοδίκως, και από τα οποία προκύπτει ότι οι ανωτέρω ήταν μηχανοτεχνίτες αυτοκινήτων, ειδικότητα διαφορετική από αυτή της δραστηριότητας του εκκαλούντος, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο εκκαλών ανέτρεψε το θεσπιζόμενο μαχητό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο τα δύο πρόσωπα συνδεόταν μαζί του με σχέση εξαρτημένης εργασίας.
Κατόπιν τούτων, κρίθηκε ότι ο εκκαλών δεν είχε υποχρέωση αναγραφής των δύο προσώπων στον πίνακα προσωπικού, με αποτέλεσμα η επιβολή προστίμων για την παράβαση αυτή να είναι παράνομη, ανατρέποντας τα πρόστιμα ύψους 10.550,54 και 9.200,49 ευρώ που του είχαν επιβληθεί, όπως και το πρόστιμο των 500 ευρώ για μη τήρηση πίνακα προσωπικού, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕφΠατρ 65/2024