Στην Ελλάδα η διά βίου μάθηση είναι μάλλον σε μειονεκτική θέση, αφού η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι μετά την ολοκλήρωση των προπτυχιακών σπουδών κανείς έχει αποκτήσει το απαιτούμενο πλέγμα γνώσεων για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της επιστήμης/τέχνης του. Η συζήτηση για τη σημασία της διά βίου μάθησης περιπλέκεται λίγο περισσότερο, όταν η κυρίαρχη πεποίθηση προσκρούει στη συζήτηση για τη σημασία της τεχνητής νοημοσύνης στο πεδίο της δικαιοσύνης, μια συζήτηση που διεξάγεται είτε με όρους αδικαιολόγητου ενθουσιασμού είτε με όρους απαισιοδοξίας.
Στη χθεσινή συζήτηση η εκπαίδευση των νομικών στη σύγχρονη εποχή βρέθηκε στο επίκεντρο. Ένα θέμα ευρύ, σύνθετο, διαρκώς εξελισσόμενο λόγω της δυναμικής που παρουσιάζουν τα νομικά αλλά και οι τεχνολογικές εξελίξεις.
Πώς, όμως, θα επιτευχθεί το στοίχημα της εκπαίδευσης των νομικών του σήμερα; Σε αυτό το ερώτημα κλήθηκαν να απαντήσουν έγκριτοι νομικοί, υπό τον συντονισμό της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάππα-Χριστοδουλέα, στη χθεσινή εκδήλωση του Ινστιτούτου για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου (EPLO) με θέμα την «Εκπαίδευση των νομικών στη σύγχρονη εποχή», στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης οι ομιλητές ήταν οι εξής: Σπυρίδων Φλογαΐτης, Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, Παναγιώτης Γκλαβίνης, Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου και Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Τσικρικάς, Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή Αθηνών, Κωνσταντίνος Κουσούλης, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Διευθυντής του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας, Παναγιώτης Περάκης, Δικηγόρος και τ. Πρόεδρος του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE) και Χριστίνα Τσαγκλή, Δικηγόρος και Σύμβουλος Έκδοσης ΝοΒ.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης χαιρετισμούς απηύθυναν οι εξής: (μέσω βίντεο) Κυριάκος Πιερρακάκης, Υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, Γιώργος Φλωρίδης, Υπουργός Δικαιοσύνης, και Νικόλας Κανελλόπουλος, Πρόεδρος του Ινστιτούτου για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη.
Κυριάκος Πιερρακάκης
Το νήμα των χαιρετισμών στην εκδήλωση έκοψε ο κ. Πιερρακάκης ο οποίος εκτίμησε ότι όλα τα επαγγέλματα τα επόμενα χρόνια θα αλλάξουν λόγω της τεχνολογίας, σημειώνοντας παράλληλα ότι μεγάλες αλλαγές συντελούνται καθημερινά στο νομικό επάγγελμα λόγω της τεχνητής νοημοσύνης. Η τεχνολογία επιταχύνεται, η τεχνητή νοημοσύνη είναι ήδη στη ζωή μας, διαρκώς αναδύονται νέες ρυθμιστικές προκλήσεις στις οποίες το νομικό επάγγελμα καλείται να πρωταγωνιστήσει. Επιπλέον, όπως υπογράμμισε στο τέλος του χαιρετισμού, το Υπουργείο παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις που αναμορφώνουν, μεταξύ άλλων, και την άσκηση της δικηγορίας, ενώ είναι απόλυτα ανοιχτό σε σκέψεις, ιδέες και προτάσεις για την υποστήριξη των νομικών σχολών της χώρας.
Γιώργος Φλωρίδης
«Ένα πρόγραμμα σπουδών κρίνεται επιτυχημένο μόνο αν καταφέρει να εμφυσήσει τη μεθοδολογία της νομικής σκέψης»
Στη συνέχεια τον λόγο έλαβε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης, ο οποίος εξήρε τη σημασία της διαρκούς εκπαίδευσης των νομικών στη σύγχρονη εποχή, «εάν δεν θέλουμε να πεινάσουμε», όπως χαρακτηριστικά τόνισε.
Επιπλέον, σημείωσε ότι όταν παρακολουθούσε τις νομικές σπουδές των παιδιών του στη Νομική Σχολή της Θράκης διαπίστωσε ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα συγκριτικά με τις σπουδές που πραγματοποίησε ο ίδιος. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούσε ότι η γενιά των παιδιών του αλλά και οι σημερινοί φοιτητές νομικής διδάσκονται «μια σωρεία απίθανων μαθημάτων» τα οποία γεμίζουν το πρόγραμμα σπουδών χωρίς κανείς να μπορεί να αντιληφθεί τι αξία θα έχουν για τους αποφοίτους αυτά τα μαθήματα στην επαγγελματική και ακαδημαϊκή τους ζωή. Η κοινή πρακτική, σύμφωνα με τον υπουργό, αποδεικνύει ότι όλα αυτά τα μαθήματα μάλλον έχουν περιορισμένη αξία. Στην ίδια κατεύθυνση μοιράστηκε με το κοινό τη θέση ότι οι νομικές σπουδές στη δική του εποχή είχαν να κάνουν με τη γνώση των βασικών θεμάτων της νομικής επιστήμης, για την ακρίβεια με την βάση και την υποδομή της επιστήμης. Ο ίδιος, παρότι απουσιάζει αρκετά χρόνια από τη νομική πράξη, νιώθει ότι οι γνώσεις που απέκτησε τότε τον βοηθούν να κατανοεί τη σημερινή νομική πραγματικότητα με άνεση.
Εν συνεχεία, τόνισε ότι οι νομικές σχολές αρνούνται να προχωρήσουν στην αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών ώστε να τα καταστήσουν πιο σύγχρονα. Μάλιστα, σημείωσε ότι: «Ένα πρόγραμμα σπουδών κρίνεται επιτυχημένο μόνο αν καταφέρει να εμφυσήσει τη μεθοδολογία της νομικής σκέψης στις φοιτήτριες και τους φοιτητές». Για τον λόγο αυτό θεωρεί ότι η εκπαίδευση των νομικών στην σύγχρονη εποχή πρέπει να ξεκινήσει από τα προγράμματα σπουδών, απαιτείται δηλαδή οι νομικές σχολές, παρά τη σπουδαία δουλειά που κάνουν, να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους.
Παράλληλα, επεσήμανε ότι, το πτυχίο της νομικής έχει μια βέβαιη κατάληξη, όποιοι το αποκτήσουν θα γίνουν δικηγόροι. Πρόκειται για μια βαρυσήμαντη, όπως τόνισε, στρέβλωση. Σήμερα, υπάρχουν δικηγόροι οι οποίοι, αν και έχουν την άδεια, στην πραγματικότητα δεν ασκούν το λειτούργημα. Αυτό πρέπει να μας οδηγήσει να ξανασκεφθούμε πώς αποκτά κανείς την άδεια, για να αποφευχθεί αυτή η στρέβλωση, η οποία προάγει πολλαπλές παρενέργειες. Υπό ένα τέτοιο βάρος, σημείωσε ότι βρίσκονται σε ένα καλό στάδιο συζήτησης με την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων για να καταλήξουν σε ένα καινούριο σύστημα, το οποίο (ενδεχομένως) θα περάσει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έτσι ώστε μέσω ενός ενιαίου συστήματος πανελλαδικών εξετάσεων να οδηγούμαστε στην απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος.
Ακολούθως, ο Υπουργός Δικαιοσύνης στάθηκε στο σκέλος της ψηφιακής μετάβασης επισημαίνοντας ότι κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την είσοδο της τεχνητής νοημοσύνης στο νομικό επάγγελμα. Όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια τεχνολογική εξέλιξη αναδύονται πάντοτε δύο προσεγγίσεις, μια αισιόδοξη και μια απαισιόδοξη. Στην Αμερική τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία έχουν αξιοποιήσει την τεχνητή νοημοσύνη σε τέτοιο βαθμό που έχουν καταργηθεί τα παραδοσιακά βοηθητικά εργαλεία. Από την άλλη, στην Ελλάδα σημείωσε ότι υπάρχουν ανεύλογες ενστάσεις για την είσοδο της τεχνητής νοημοσύνης στα δικαστήρια, την στιγμή που δεν έχουμε επί της ουσίας γνώση για τις αλλαγές που η τεχνητή νοημοσύνη θα κομίσει στη νομική μας ζωή. Για τον λόγο αυτό κάλεσε τους φορείς να είναι πιο μετριοπαθείς, διότι οι δυνατότητες που προσφέρονται είναι εξαιρετικά σημαντικές και επωφελείς για όλους, δικαστές και δικηγόρους και τελικώς για τους πολίτες.
Μάλιστα, τόνισε ότι οι σύγχρονοι νομικοί στο μέτρο που ζούμε υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου καλούνται να έχουν μια στιβαρή κατάρτιση με τις νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις που καθημερινά μας έρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέλος, αναφερόμενος στο ζήτημα της επικαιρότητας για την συνταγματικότητα του νομοσχεδίου για τα μη κρατικά ΑΕΙ στην Ελλάδα, επεσήμανε ότι βιώσαμε μια εξαιρετικά υψηλού επιπέδου επιστημονική αντιπαράθεση για το ποια είναι η ενδεδειγμένη ερμηνεία του Συντάγματος σε σχέση με το δίκαιο της Ένωσης. Ανεξαρτήτως της άποψης που θα υιοθετήσει κανείς, το μόνο βέβαιο είναι ότι το ζήτημα θα κριθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Πάντως, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να συγκρατήσουμε ότι ακόμη και τις συνταγματικές διατάξεις καλούμαστε να τις δούμε υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου – ένα πρίσμα το οποίο πριν κάποια χρόνια δεν υπήρχε, αφού το δίκαιο είχε αμιγώς εθνικά χαρακτηριστικά.
Νικόλας Κανελλόπουλος
«Η επίτευξη ισορροπίας στη νομική εκπαίδευση ανάμεσα στου παραδοσιακούς άξονες και θεματικές αλλά και τους νέους τομείς που αναδύονται, αποτελεί το κλειδί για τη δέουσα κατάρτιση των σύγχρονων νομικών»
Στη συνέχεια ο κ. Κανελλόπουλος επεσήμανε ότι η νομική επιστήμη αποτελεί δίχως αμφιβολία μια παραδοσιακή επιστήμη, που όμως συναρτάται τόσο με τη φιλοσοφία όσο και την πολιτική αλλά και την οικονομία. Συνεπώς, πρόκειται για μια διαρκώς εξελισσόμενη επιστήμη που καλείται να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας. «Σε αυτή τη νέα εποχή οι νομικοί καλούνται να ανταποκριθούν στις μεταλλασσόμενες απαιτήσεις αξιοποιώντας γνώσεις και δεξιότητες σε διαφορετικά πεδία εξειδίκευσης και σε πολλές διαφορετικές δικαιοδοσίες», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, τόνισε ότι η αυξανόμενη κινητικότητα στην αγορά εργασίας και η ανάπτυξη παγκόσμιων οικονομικών σχέσεων ανέδειξε την ανάγκη για μεγαλύτερη εξοικείωση και διασύνδεση μεταξύ των δικαιοδοσιών. Οι δικηγόροι πρέπει να είναι οιονεί κάτοικοι και όχι τουρίστες στις διάφορες δικαιοδοσίες προκειμένου να ανταποκριθούν με επιτυχία στην παγκόσμια οικονομική δράση, αφού αρκετές νομικές προβληματικές απορρέουν από διαφορετικά δικαιϊκά συστήματα.
Οι νομικές σχολές έχουν ένα βαρυσήμαντο έργο, να γαλουχήσουν τις νέες γενιές νομικών. Δεν δίστασε, μάλιστα, να επισημάνει ότι «οι νομικές σχολές αντιμετωπίζουν με δυστοκία και συντηρητισμό κάθε αλλαγή στα προγράμματα σπουδών». Είναι ζωτικής σημασίας, σύμφωνα με τον ίδιο, οι σχολές να εγκαταλείψουν τις παραδοσιακές πρακτικές και να μεταφέρουν δεξιότητες στις φοιτήτριες και τους φοιτητές για ανταποκριθούν στις νομικές προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος.
«Πώς εκπαιδεύουμε τους νομικούς επαγγελματίες για το μετασεισμικό περιβάλλον που αναμένεται να δημιουργήσει η τεχνητή νοημοσύνη; Πού θα σταθεί η νομική εκπαίδευση στη νέα αυτή ισορροπία; Θα παραμείνει η νομική επιστήμη στα παραδοσιακά πρότυπα επιφυλάσσοντας όλη αυτή την εξειδίκευση και τεχνογνωσία που είναι αναγκαία μόνο σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών;», διερωτήθηκε λίγο προτού ολοκληρώσει τον χαιρετισμό, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η νομική επιστήμη βρίσκεται στον κυκλώνα μεγάλων μεταβολών και προκλήσεων, αλλά ταυτόχρονα και ευκαιριών για πρόοδο και μετεξέλιξη. Η επίτευξη ισορροπίας στη νομική εκπαίδευση ανάμεσα στου παραδοσιακούς άξονες και θεματικές αλλά και τους νέους τομείς που αναδύονται επί τη βάσει των συνεχώς μεταβαλλόμενων δεδομένων σε τεχνολογικό και οικονομικό επίπεδο αποτελεί το κλειδί για την δέουσα κατάρτιση των σύγχρονων νομικών.
Σπύρος Φλογαΐτης
«Κορυφαία τμήματα νομικής στον κόσμο έχουν 15 μαθήματα στα προγράμματα σπουδών, δεν απαιτούνται ιδιαίτερα στοιχεία πρωτοτυπίας, παρά μονάχα υιοθέτηση καλών πρακτικών»
Ο πρώτος ομιλητής της εκδήλωσης και Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου Σπύρος Φλογαΐτης προχώρησε αρχικά σε μια ιστορική αναδρομή. Όπως υπογράμμισε, όταν σπούδασε νομικά, αρκετά χρόνια πριν, στη νομική σχολή υπήρχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία της επέτρεπαν να συνιστά το κέντρο των κοινωνικών επιστημών στη χώρα. Όπως θύμισε, ιδίως την εποχή εκείνη, οι ποιητές, οι λογογράφοι, οι πεζογράφοι και η πνευματική διανόηση της χώρας είχε νομικές σπουδές.
Τα χαρακτηριστικά εκείνης της σχολής ήταν ότι τα γνωστικά αντικείμενα δεν ξεπερνούσαν τα δεκαπέντε. Πέραν τούτου, η σχολή τότε φιλοξενούσε στους κόλπους της πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, για τον λόγο αυτό τα νομικά ήταν στο κέντρο των κοινωνικών επιστημών.
Αυτή, όμως, η παράδοση αλλοιώθηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1980. Πρώτον, όπως σημείωσε, αυτονομήθηκαν τα τμήματα των οικονομικών και πολιτικών επιστημών, και δεύτερον εισήχθη ο λεγόμενος νόμος πλαίσιο. Με την κατάργηση των εδρών και την ενοποίηση του διδακτικού προσωπικού στο ενιαίο διδακτικό προσωπικό, η σχολή κατέληξε να διοικείται από πάρα πολλά πρόσωπα, τα οποία με τις πιέσεις που ασκούσαν, συνέτειναν στο να δημιουργηθούν καινούρια γνωστικά αντικείμενα. Έτσι, λοιπόν, το πρόγραμμα σπουδών της νομικής σχολής από 15 μαθήματα κατέληξε να έχει 44.
Συνέχισε, δε, λέγοντας ότι ακόμη μια αλλοίωση εντοπίζεται στο γεγονός ότι την εποχή εκείνη ενισχύθηκε η ιδέα πως η νομική σχολή παράγει δικηγόρους, κάτι που οδήγησε και στην αλματώδη αύξηση των παραδόσεων της δικονομίας. Συνεπώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, η νομική σχολή που μας παραδίδεται κατά τη δεκαετία του 1980 είναι τελείως διαφορετική από τη νομική σχολή που υπήρχε πριν.
Όλα τα παραπάνω, μάλιστα, τον οδήγησαν να θέσει το εξής ερώτημα στο κοινό: «Μπορεί ένας φοιτητής στα τέσσερα χρόνια να παρακολουθήσει 44 μαθήματα, την ίδια δε στιγμή να έχει χρόνο για να διαβάσει, για να διασκεδάσει και να κοιμηθεί;».
Τέλος, κατέληξε με τη σκέψη ότι πρέπει να δημιουργήσουμε ένα πρόγραμμα το οποίο θα επιτρέπει στους φοιτητές να μάθουν τα βασικά, να αντιληφθούν πώς δουλεύει η σκέψη του νομικού. Κορυφαία τμήματα νομικής στον κόσμο έχουν 15 μαθήματα στα προγράμματα σπουδών, δεν απαιτούνται ιδιαίτερα στοιχεία πρωτοτυπίας, παρά μονάχα υιοθέτηση καλών πρακτικών.
Παναγιώτης Γκλαβίνης
«Σήμερα έχει γίνει σοφιστικέ το δίκαιο, δεν είναι το δίκαιο που γνωρίσαμε τη δεκαετία του 1970-80»
Εν συνεχεία, ο δεύτερος ομιλητής Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου και Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Γκλαβίνης υπεραμύνθηκε των προγραμμάτων σπουδών του ΑΠΘ, τονίζοντας μάλιστα ότι η Σχολή της Θεσσαλονίκης κατάφερε πριν από 2 μήνες με μια ουσιαστική μεταρρύθμιση να μειώσει τα μαθήματα από 50 σε 41.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε και η διαφορετική θέση που εξέφρασε εν συγκρίσει με αυτή του υπουργού, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι: «Σήμερα έχει γίνει σοφιστικέ το δίκαιο, διαγωνιζόμαστε με νομικούς σε ομοταγείς σχολές και πετυχαίνουμε εξαιρετικές διακρίσεις. Το δίκαιο σήμερα δεν είναι το δίκαιο που γνωρίσαμε τη δεκαετία του 1970/80».
Ο ίδιος αναγνώρισε ότι οι φοιτητές, πράγματι, κάνουν πάρα πολλές δικονομίες, αυτό όμως συμβαίνει επειδή πουθενά αλλού δεν θα διδαχθούν όσα θα διδαχθούν στη σχολή – ούτε ακόμη σε επίπεδο κατάρτισης από τους δικηγορικούς συλλόγους. Εάν υπήρχε, όπως τόνισε, η αναγκαία στήριξη, προφανώς τα προγράμματα σπουδών δεν θα ήταν επιβαρυμένα με μαθήματα που προσιδιάζουν σε δικηγόρους και λιγότερο σε νομικούς.
Μοιράστηκε, μάλιστα, ενώπιον του κοινού μια πρόταση που έχει ήδη καταθέσει τόσο στον Υπουργό όσο και στους λοιπούς κοσμήτορες νομικών σχολών. Την ίδρυση ενός Ινστιτούτου Κατάρτισης Δικηγόρων από τις 3 νομικές σχολές με τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, προκειμένου το Ινστιτούτο να επιφορτιστεί με τη διεξαγωγή των παραδόσεων της δικονομίας. Μόνο εάν καταστρωθεί ένα τελείως διαφορετικό σχήμα κατάρτισης, όπως τόνισε, θα αποχωριστεί η σχολή μια κρίσιμη μάζα μαθημάτων που καθιστούν τις παραδόσεις εξαιρετικά τεχνικές και κυρίως δικονοποιούν το δίκαιο.
Δημήτρης Τσικρικάς
«Η νομική σχολή πρέπει να διδάξει τον λόγο περί της μεθόδου, οι εξειδικεύσεις μπορούν να αποτελέσουν μέρος των μεταπτυχιακών σπουδών»
Ο τρίτος ομιλητής και Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή Αθηνών Δημήτρης Τσικρικάς επεσήμανε ότι η αποστολή της Νομικής Σχολής είναι να διαμορφώσει νομικούς επαγγελματίες με επάρκεια και πληρότητα. Η επαγγελματική κατάρτιση όμως δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, δεν πρέπει να χαθεί ο ερευνητικός και ακαδημαϊκός χαρακτήρας των σπουδών. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο, σκοπός δεν είναι η κατάρτιση αλλά η δημιουργία των νέων ερευνητών του μέλλοντος. Μόνο έτσι μια νομική σχολή μπορεί να καθορίσει το μέλλον της επιστήμης.
Ανέφερε, επίσης, ότι οι φοιτητές θα πρέπει να αποκτήσουν γνώσεις στα θεμελιώδη, μεταξύ των οποίων εμπίπτει και η δικονομία. Η ελληνική έννομη τάξη έχει έναν ιδιαίτερο δικονομικό χαρακτήρα, το οποίο αποδεικνύεται και από τις δικαστικές αποφάσεις. Πλέον έχουμε μια κοσμογονία στο ευρωπαϊκό, στο συγκριτικό και διεθνές δικονομικό δίκαιο, για την ακρίβεια έχουμε τις διασυνοριακές συναλλαγές που γεννούν διαρκώς διασυνοριακές διαφορές και υποθέσεις. Αν κανείς παρακολουθεί, όπως υπογράμμισε, τη νομοθετική παραγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία 25 χρόνια, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότεροι Κανονισμοί είναι δικονομικού περιεχομένου, έχουμε ρυθμίσεις Κανονισμών που κατισχύουν του εθνικού δικονομικού δικαίου και τυγχάνουν άμεσης εφαρμογής. Άρα αυτό είναι μια πρόκληση για τους φοιτητές.
Τέλος, στάθηκε στο γεγονός ότι η πρόκληση της δικονομικής επιστήμης σήμερα είναι ο εντοπισμός των σημείων αφής ευρωπαϊκού δικονομικού δικαίου και εθνικού δικαίου. Η νομική σχολή πρέπει να διδάξει τον λόγο περί της μεθόδου, οι εξειδικεύσεις μπορούν να αποτελέσουν μέρος των μεταπτυχιακών σπουδών.
Μετά τις σκέψεις του Καθηγητή, τον λόγο έλαβε η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, η οποία διαπίστωσε με πικρία ότι η δικονομία έχει καταλήξει να αποτελεί μέθοδο νόμιμης αρνησιδικίας, σημειώνοντας με δόσεις αυτοκριτικής ότι σε ένα τέτοιο πρόβλημα έχουν συμβάλλει δικαστές και δικηγόροι. Έτσι, όμως, όπως παρατήρησε, χάνεται κάτι πολύ βασικό, που είναι η ουσιαστική δικαιοσύνη.
Κωνσταντίνος Κουσούλης
«Πλέον ο δικαστής πρέπει να λειτουργεί και ως project manager»
Κατόπιν τούτων, ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και Διευθυντής του Νομικού Γραφείου της Προεδρίας της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Κουσούλης ξεκίνησε τη δική του εισήγηση λέγοντας πως το 1990, όταν ο Ρίτσαρντ Σάσκιντ υποστήριξε ότι η επικοινωνία ανάμεσα στους δικηγόρους και τους εντολείς του θα διεξάγεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, είχε θεωρηθεί παράφρων. Αυτό, όπως τόνισε, μας βοηθάει να κατανοήσουμε ότι οι άλλοτε αλλόκοτες αντιλήψεις σήμερα αποτελούν κοινό τόπο.
Συμπλήρωσε, ακόμη, ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο οι δικαστές χρησιμοποιούν εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης κυρίως για θέματα περιλήψεων, παρόλα αυτά απαγορεύεται με αυτά τα εργαλεία να προχωρούν σε νομική έρευνα, καθότι οι εν λόγω ιδιωτικές εφαρμογές έχουν πρόσβαση σε αδιευκρίνιστο υλικό πληροφοριών, επομένως ενδέχεται να τροφοδοτούνται και με ψευδείς πληροφορίες που ενδέχεται να αναπαράγουν ως αληθείς, πάντοτε με τον κίνδυνο των δεδομένων που ενέχουν στοιχεία προκατάληψης.
Οι νομικές σχολές, όπως τόνισε, αντιμετωπίζουν ένα υπαρξιακό δίλημμα. «Είναι ακαδημαϊκές ή επαγγελματικές; Όταν αναστοχάζονται οι νομικές σχολές και υλοποιούν τα προγράμματα και τις μεθόδους διδασκαλίας, έχουν στραμμένο το βλέμμα στην παράδοση ή στο μέλλον;», αναρωτήθηκε.
Ο ίδιος εκτίμησε ότι στις νομικές σχολές πρέπει να δοθεί έμφαση στην εκπαίδευση των φοιτητών σε τεχνολογικές δεξιότητες. Σε ό,τι αφορά το δικαστικό σώμα, ανάλογος προβληματισμός για την ανάπτυξη δεξιοτήτων πρέπει να υπάρξει και στη σχολή δικαστών.
Τέλος, επεσήμανε ότι οι απαιτήσεις από τους δικαστές στην εποχή μας είναι αυξημένες. Υποστηρίζεται ότι έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο που για την επίλυση υποθέσεων ο δικαστής πρέπει να λειτουργεί και ως project manager. Όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, δεν πρέπει να είμαστε αρνητικοί στην εισαγωγή της στο δικαστικό σώμα, πρέπει όμως αυτή η εισαγωγή να γίνει με τις κατάλληλες εγγυήσεις, απαιτούνται διασφαλίσεις ως προς τα προσωπικά δεδομένα και κυρίως πιστοποιημένο υλικό. Ολοκλήρωσε την εισήγησή του εκτιμώντας ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν θα μπορέσει να υποκαταστήσει τα νομικά επαγγέλματα διότι οι μηχανές δεν έχουν κοινωνική νοημοσύνη.
Παναγιώτης Περάκης
«Η Ελλάδα είναι μεταξύ των οκτώ χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν διαθέτουν πλαίσιο υποχρεωτικής επαγγελματικής εκπαίδευσης»
Με τη δική του εισήγηση συνέχισε ο κ. Περάκης, εκκινώντας από την παραδοχή ότι οι νομικές σχολές παρέχουν υψηλού επιπέδου θεωρητική κατάρτιση. Είναι, όπως σημείωσε, μια παραδοχή που εδράζεται σε συνομιλίες του με συναδέλφους από τις 46 χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Συνέχισε λέγοντας ότι οι απόφοιτοι των νομικών σχολών σε ένα συντριπτικό ποσοστό καταλήγουν στη δικηγορία. Μάλιστα, ο αριθμός των Ελλήνων δικηγόρων είναι ο τρίτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τον πληθυσμό του, μετά την Κύπρο και το Λουξεμβούργο. Και εδώ, σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχει μια παραδοξότητα: ενώ η δικηγορική ύλη μειώνεται, κάθε χρόνο οι εισακτέοι στις νομικές σχολές αυξάνονται.
Αναφερόμενος στις διεθνείς τάσεις, σημείωσε ότι η τάση που παρατηρείται σε όλο τον κόσμο για την δικηγορική ύλη είναι για γρηγορότερη και φτηνότερη δικαιοσύνη. Μάλιστα, σε Γαλλία και Γερμανία, όπου οι σύλλογοι προσέφυγαν σε βάρος αυτών που παρείχαν οικονομικές διαδικτυακές δικηγορικές υπηρεσίες, οι δικαστές υποστήριξαν ότι από την ανυπαρξία δικαιοσύνης, είναι ευκταίο αυτή να απονέμεται έστω και με αυτούς τους όρους.
Επιπλέον, σημείωσε ότι σήμερα με τις τρομακτικές αλλαγές, με τις ανατροπές της τεχνολογίας κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα γνωρίζει αύριο ό,τι απαιτείται για να ασκήσει την δικηγορική του τέχνη. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλλιεργήσεις στον ρου των εξελίξεων μια ασφαλή σχέση με το επάγγελμα που ασκείς, αν δεν επενδύεις στη διαρκή εκπαίδευση, που κατά τον ίδιο είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Προς την ίδια κατεύθυνση συμπλήρωσε ότι στη δικηγορία εάν δεν παρακολουθείς τις ανάγκες της κοινωνίας καθημερινά, δύσκολα μπορείς να είσαι ανταγωνιστικός. Η Ελλάδα είναι μεταξύ των οκτώ χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν διαθέτουν πλαίσιο υποχρεωτικής επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον ίδιο, ο σύγχρονος νομικός πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες της κοινωνίας και κυρίως να μάθει να μαθαίνει, απαιτείται δηλαδή να έχει κάνει κτήμα του κάποια στοιχειώδη μεθοδολογικά εργαλεία, η στεγνή γνώση γρήγορα καταλήγει να είναι ανεπίκαιρη.
Τέλος, ολοκλήρωσε την εισήγησή του, υπογραμμίζοντας ότι πέραν της διά βίου μάθησης, απαιτείται και αλλαγή των αντιλήψεων στη χώρα. Στην πραγματικότητα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δικηγορία συντίθεται στον πυρήνα της από τρία στοιχεία, την ανεξαρτησία, τη δεοντολογία και το απόρρητο – στοιχεία που ενίοτε δυστυχώς παραβλέπονται.
Χριστίνα Τσαγκλή
«Η νομική επιστήμη ασχολείται με το δέον γενέσθαι, την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, δεν περιορίζεται στην απλή εμπειρική και αιτιοκρατική αποτύπωση της πραγματικότητας»
Η εκδήλωση έκλεισε με την εισήγηση της κ. Τσαγκλή, η οποία σημείωσε ότι η εργασία του δικηγόρου βασίζεται τόσο στη συγκέντρωση της πληροφορίας όσο και στην παραγωγή κειμένων. «Μέχρι σήμερα η τεχνολογία είχε υποστηρικτικό ρόλο, σήμερα το τοπίο αλλάζει άρδην με τις αλλαγές που είναι σε εξέλιξη», επεσήμανε χαρακτηριστικά. Μάλιστα, επικαλέστηκε πρόσφατη μελέτη σημαντικών πανεπιστημίων της Αμερικής, η οποία έδειξε ότι ο πιο εκτεθειμένος τομέας στην τεχνητή νοημοσύνη είναι η νομική, ενώ σύμφωνα με έρευνα της Goldman Sachs το 44% της νομικής εργασίας μπορεί να γίνει αυτοματοποιημένα.
Επιπλέον, εξέφρασε τη θέση ότι οι νομικές σπουδές δύσκολα μπορούν να εγκαταλείψουν το παραδοσιακό μοντέλο – άλλωστε η καλλιέργεια της νομικής σκέψης περνάει μέσα από τη διδασκαλία και την ερμηνεία του νόμου. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι δεν μπορεί να φανταστεί δικαστικό λειτουργό που να μην έχει περάσει από τη βάσανο των κλασικών μαθημάτων της νομικής σχολής για να εκδώσει μια απόφαση. Και αυτό, όπως συμπλήρωσε, είναι κρίσιμο διότι η νομική επιστήμη είναι μια κατεξοχήν δεοντική επιστήμη, ασχολείται με το δέον γενέσθαι, την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, δεν περιορίζεται στην απλή εμπειρική και αιτιοκρατική αποτύπωση της πραγματικότητας. Στο σημείο αυτό η τεχνητή νοημοσύνη μειονεκτεί σημαντικά εν συγκρίσει με το ανθρώπινο φίλτρο. Τόνισε, μάλιστα, ότι η προτίμηση της γραμματικής, της συστηματικής ή της τελολογικής ερμηνείας δεν είναι τυχαίες ενέργειες για έναν δικαστή, η εκάστοτε προτίμηση απορρέει από τη συνειδητή στάση του ερμηνευτή απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα, αυτό που προσφυώς έχει χαρακτηριστεί ως «προερμηνευτική αντίληψη».
Τέλος, υπογράμμισε ότι η ανάγκη για νομικές υπηρεσίες δεν φθίνει, αντιθέτως καθότι ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκος οι νομικές υπηρεσίες θα είναι πάντοτε στο επίκεντρο.