Η ικανοποίηση των πολιτών από τη λειτουργία των θεσμών και η εμπιστοσύνη τους σε αυτούς αποτελεί ζήτημα, που ανέκαθεν δημιουργούσε προβληματισμό. Η κοινωνική και πολιτική συνθήκη που διαμορφώνεται σήμερα, ανήμερα της συμπλήρωσης των δύο ετών από το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, μας φέρνει αντιμέτωπους με ραγδαία μείωση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Η πρόσφατη έρευνα της «Metron Analysis», η οποία παρουσιάστηκε στην ημερίδα του Ινστιτούτου Αλέξη Τσίπρα, με θέμα «Κράτος Δικαίου, Δημοκρατία και Δικαιοσύνη», στις 6 Δεκεμβρίου, στο Ωδείο Αθηνών, ανέδειξε πλην άλλων, έλλειμμα εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη.
H Δικαιοσύνη χαρακτηρίζεται από τους πολίτες ως νομικά δαιδαλώδης, καθώς η πολυνομία προκαλεί ανασφάλεια δικαίου. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι οι επαναλαμβανόμενες και ουσιαστικές τροποποιήσεις στην ποινική νομοθεσία. Πέρα από την ανασφάλεια, η πρακτική αυτή επιβαρύνει τους λειτουργούς της δικαιοσύνης με την ορθή εφαρμογή του διαχρονικού δικαίου. Έτσι, το έργο της νομικής κοινότητας καθίσταται ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς καλείται να ανταποκριθεί με υπευθυνότητα και συνέπεια στα καθήκοντά της, προστατεύοντας, μέσα σε ένα κλίμα διαρκούς και δυσανάλογης αυστηροποίησης, τα θεμελιώδη δικαιώματα των διαδίκων.
Επίσης, καταγράφεται έλλειψη εμπιστοσύνης στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε με μια σειρά προβληματισμών. Γιατί σε «μεγάλες» υποθέσεις η Δικαιοσύνη αφήνει σκιές και περιθώρια για αμφιβολίες; Γιατί στις υποθέσεις εκείνες, που στρέφουμε με αγωνία τα βλέμματά μας, δεν διασκεδάζει την καχυποψία μας; Γιατί στις υποθέσεις αυτές δεν νοιάζεται να μας ενημερώσει με ακρίβεια, να προστατεύσει τα διάδικα μέρη και να αποδείξει τη λάθος εκτίμησή μας;
Η Δικαιοσύνη, άλλωστε, οφείλει να λειτουργεί με διαφάνεια και να αποτελεί αντίβαρο. Και εντός αυτής, να λειτουργούν «αντίβαρα του αντιβάρου» – οι μειοψηφίες των δικαστικών αποφάσεων. Διότι οι μειοψηφίες, που περιβάλλονται από ηθικό κύρος έχουν παιδευτικό χαρακτήρα, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της νομικής και πολιτικής συνείδησης του νέου νομικού. Αναλύονται, λοιπόν, επαρκώς οι δικαστικές αποφάσεις; Αναδεικνύονται οι μειοψηφίες τους; Παρέχεται στους νέους επιστήμονες η δυνατότητα επώνυμου σχολιασμού τους στον νομικό τύπο, ώστε, μέσω της κριτικής αυτής, να επιβεβαιώνουν, ή να διαψεύδουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης;
Τέλος, παρατηρείται έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς την αυστηρότητα της δικαιοσύνης, καθώς πολλοί πολίτες θεωρούν ότι δεν είναι επαρκώς αυστηρή. Ο όρος «Δικαιοσύνη» σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται να αναφέρεται κυρίως στην ποινική δικαιοσύνη, ενώ η αυστηρότητά της συνδέεται με την καταδίκη των δραστών, την επιβολή ποινών και την έκτισή τους.
Πράγματι, το ζητούμενο κατά την απονομή της ποινικής δίκης είναι η ανεύρεση της αλήθειας, η δικαιοπροληπτική και αποτελεσματική τιμωρία των παραβατών, εφόσον αυτοί κριθούν ένοχοι και η αποτελεσματική προστασία των παθόντων και του κοινωνικού συνόλου. Υπό το πλαίσιο αυτό, όλοι οι πολίτες και ιδίως οι νομικοί οφείλουμε να επαγρυπνούμε και να μεριμνούμε για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Ας προσεγγίσουμε, όμως, το ζήτημα και από μια άλλη οπτική. Η δικαιοσύνη ασχολείται καθημερινά με χιλιάδες υποθέσεις, ελάχιστες εκ των οποίων βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Ορισμένες από αυτές, λόγω της φύσης, της πολυπλοκότητας, της σοβαρότητας, ή των εμπλεκομένων προσώπων, δικαιολογούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και καθιστούν αναγκαία την ενημέρωσή της – άλλωστε, η Δικαιοσύνη απονέμεται στο όνομα του Ελληνικού λαού. Ωστόσο, η ενημέρωση αυτή δεν πρέπει να φτάνει ως τον «δικαστικό λαϊκισμό».
Και τούτο διότι, σε ιδιαιτέρως σοβαρές υποθέσεις όπου το διακύβευμα είναι ύψιστο – δηλαδή η ελευθερία του κατηγορουμένου – παρατηρείται συχνά η καλλιέργεια μιας προσδοκίας τιμωρίας, μέσω της δημόσιας συζήτησης. Η εκδικητική αυτή διάθεση εκδηλώνεται ανεξαρτήτως των εκάστοτε στοιχείων της δικογραφίας, της τήρησης των κανόνων ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, καθώς και του σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας.
Από τη συνολική επισκόπηση της έρευνας, διαπιστώνεται ότι η κρίση εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη δεν περιορίζεται μόνο στη δικαστική εξουσία, αλλά εκδηλώνεται απέναντι στην ίδια την έννοια του «Δικαίου»
Αυτή η προσδοκία τιμωρίας είναι ιδιαιτέρως επιβλαβής για την εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, καθώς συχνά διαψεύδεται. Όχι επειδή η Δικαιοσύνη δεν είναι επαρκώς αυστηρή, αλλά επειδή, σεβόμενη θεμελιώδεις κανόνες της νομικής επιστήμης και εφαρμόζοντας απαρέγκλιτα τις φιλελεύθερες αρχές που πρέπει να διέπουν την ποινική δίκη, καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα που μπορεί να θεωρηθεί «επιεικές» για τον κατηγορούμενο. Έτσι, μοιάζει να μην ανταποκρίνεται στην τιμωρητική προσδοκία της κοινής γνώμης και εμφανίζεται ως ανεπαρκής στα μάτια της.
Συμπερασματικά, από τη συνολική επισκόπηση της έρευνας, διαπιστώνεται ότι η κρίση εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη δεν περιορίζεται μόνο στη δικαστική εξουσία, αλλά εκδηλώνεται απέναντι στην ίδια την έννοια του «Δικαίου». Μια έννοια, που διατρέχει και διαπερνά τη λειτουργία ολόκληρου του θεσμικού οικοδομήματος, καθιστώντας την κρίση αυτή ουσιαστικά κρίση εμπιστοσύνης στη λειτουργία των θεσμών.
Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς αποτελεί προαπαιτούμενο για την ικανοποίηση από τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Αποτελεί θεμέλιο, τόσο για την εκπροσώπηση, όσο και για τη συμμετοχή στα κοινά. Και, όπως έγραφε ο εκλιπών Καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης, υπάρχει ένας βαθύτερος λόγος κοινωνικής δικαιοσύνης, που υπαγορεύει τη συμμετοχή των νέων στα κοινά: «Αυτοί που έχουν μπροστά τους το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους είναι δίκαιο να μπορούν να ορίζουν την τύχη τους».
- Η κ. Σοφία Συρογιάννη είναι νέα Δικηγόρος, Ταμίας ΔΣ της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών.