Με την απόφαση 334/2025 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η επιστροφή φόρου που καταβλήθηκε αχρεωστήτως μπορεί να διεκδικηθεί μόνο μέσω προσφυγής και όχι με αγωγή. Αντίθετα, η αποζημίωση για ηθική βλάβη από παράνομη φορολόγηση μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή, πλην, χωρίς προηγούμενη άσκηση προσφυγής ή επί απόρριψης αυτής, δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως η νομιμότητα της επιβολής του φόρου, ούτε εάν το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει, επί δικών άλλων φορολογουμένων, ότι δεν οφειλόταν τέτοιος. Στην ίδια απόφαση υπήρξε μειοψηφία.
Πιο συγκεκριμένα, επί αγωγής αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, άλλως επικουρικώς, κατ’ άρθρο 904 ΑΚ, εισαχθείσας ενώπιον του ΣτΕ κατ΄ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κρίθηκε ότι κατά την έννοια των άρθρων 1, 2, 63 παρ. 1 και 71 παρ.1 και 4 του ΚΔΔ, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 73 του ΚΦΔ και 8 παρ. 4 περ. ε του ν.δ. 4486/1965, για την αποκατάσταση της ζημίας από την καταβολή φόρου χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση, ο νόμος επιτρέπει την επιδίωξη (έντοκης) επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού μόνο με προσφυγή και όχι με αγωγή αποζημίωσης. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 71 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ., η οποία δικαιολογείται ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας των φορολογικών διαφορών, δεν προσκρούει στις επιταγές του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος ενώ ικανοποιεί τις απαιτήσεις των άρθρων 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.
Εξάλλου, με την ΣτΕ Ολομ. 334/2025 κρίθηκε ότι η αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του διοικουμένου, προκαλείται από παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων της φορολογικής διοίκησης και δεν αποτελεί, κατά νόμο, αντικείμενο του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής ουσίας, όπως η χρηματική ικανοποίηση λόγω της αποδιδόμενης στην ίδια αιτία ηθικής βλάβης, μπορεί να επιδιωχθεί παραδεκτώς με αγωγή. Πλην, όπως κρίθηκε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία, η περιεχόμενη στα άρθρα 78 και 80 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. ρητή επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 71 του ΚΔΔ, έχει την έννοια ότι, όταν η παρανομία, στην οποία ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει την αξίωσή του για την αποκατάσταση της ζημίας (περιουσιακής ή μη), η οποία επιτρέπεται να επιδιωχθεί με αγωγή, εδράζεται σε πράξη ή παράλειψη της φορολογικής αρχής υποκείμενη σε προσφυγή ουσίας (ήτοι πράξη με την οποία καταλογίζονται φόροι, δασμοί, τέλη και εισφορές ή επιβάλλονται κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας ή εκδηλώνεται άρνηση να ικανοποιηθεί αίτημα του φορολογουμένου για απαλλαγή από φόρο ή για επιστροφή φόρου, καθώς και σχετική παράλειψη), κάμπτεται ο κανόνας της αυτοτέλειας της αγωγής και εντεύθεν απαγορεύεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της πράξης ή παράλειψης αυτής από τον δικαστή της αγωγής. Όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη της φορολογικής αρχής είναι προσβλητή με προσφυγή ουσίας, αυτή υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας μόνον κατόπιν άσκησης προσφυγής (κατ’ επιλογή του ενδιαφερομένου είτε αυτοτελώς είτε κατά αντικειμενική σώρευση στο ίδιο δικόγραφο προσφυγής και αγωγής) και όχι κατόπιν απευθείας άσκησης αγωγής (όταν κατά τα ανωτέρω η έγερσή της είναι επιτρεπτή) και το δικαστήριο της αγωγής δεν έχει εξουσία να ελέγχει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης του οργάνου της φορολογικής διοίκησης κατά της οποίας είτε δεν έχει ασκηθεί προσφυγή είτε έχει ασκηθεί αλλά έχει απορριφθεί. Τέτοιος παρεμπτίπτων έλεγχος χωρεί μόνο εφόσον, ασκηθείσας της προσφυγής, εκλείψει το αντικείμενο της επ’ αυτής δίκης συνεπεία ανάκλησης από τη φορολογική αρχή της ζημιογόνου πράξης / παράλειψης ή λήξης της ισχύος αυτών. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση που, κατόπιν μη (παραδεκτής) άσκησης ή άσκησης και απόρριψης του παρεχόμενου στους ενδιαφερόμενους ένδικου βοηθήματος της προσφυγής, επιλύεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας το κρίσιμο νομικό ζήτημα, ύστερα από ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από τη φορολογική διοίκηση, κατά τρόπο αντίθετο από την έως τότε κρατήσασα νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας και κρίνεται, τελικώς, επί δικών άλλων φορολογουμένων, ότι παροχές όμοιες με εκείνες για τις οποίες φορολογήθηκαν οι ενάγοντες δεν υπέκειντο κατά τον κρίσιμο χρόνο στον επίμαχο φόρο.
Κατά τη γνώμη, ωστόσο, της μειοψηφίας, τόσο από το γράμμα όσο και από το σκοπό των διατάξεων των άρθρων 78, 80 παρ. 2 και 71 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ. συνδυαστικά ερμηνευόμενων υπό το φως των άρθρων 4 παρ. 5 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, των αρχών του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης, συνάγεται ότι αγωγή αποζημίωσης, θεμελιούμενη σε παράνομη διοικητική πράξη ή παράλειψη της φορολογικής αρχής, για χρηματικές αξιώσεις που αποβλέπουν στην κάλυψη ζημίας πέραν του φόρου, δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν, προηγουμένως, δεν έχει ασκηθεί προσφυγή ουσίας κατά της σχετικής διοικητικής πράξης ή παράλειψης ή εάν η προσφυγή ουσίας ασκήθηκε και απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους, αλλά το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα (και την υποχρέωση) να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της εν λόγω πράξης ή παράλειψης της φορολογικής αρχής.