fbpx

Τα συνταγματικά κριτήρια για την κοστολόγηση του νερού

Διαχρονικά, η νομολογία του ΣτΕ αναδεικνύει το νερό ως θεμελιώδες αγαθό που πρέπει να παρέχεται χωρίς διακρίσεις.

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Η προσφυγή που συζητήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 7 Φεβρουαρίου κατά της υπουργικής απόφασης για την κοστολόγηση του νερού έφερε στο προσκήνιο τα συνταγματικά κριτήρια που πρέπει να διέπουν τον καθορισμό των τιμών στις υπηρεσίες ύδατος.

Το δικαίωμα στο νερό απορρέει ερμηνευτικά ως στοιχείο του δικαιώματος στο περιβάλλον, που βρίσκεται στο άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Ταυτόχρονα, βρίσκει ερμηνευτικό έρεισμα στο αρ. 5 παρ. 1, ως προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά και στο αρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ως αναπόσπαστο μέρος της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Άλλωστε το ΕΔΔΑ, στην απόφασή του Hudorovic and Others v. Slovenia, έκρινε πως το δικαίωμα στο νερό εμπίπτει στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του αρ. 8 της ΕΣΔΑ. Υπ’ αυτήν την έννοια, πρέπει να θεωρήσουμε πλέον ότι εμπίπτει και στο αρ. 9 του δικού μας Συντάγματος. Η οδηγία 2000/60, ο ν. 3199/2003 και το ΠΔ 51/2007 ολοκληρώνουν το πλαίσιο προστασίας του δικαιώματος.  

Με αυτά τα δεδομένα το δικαίωμα στο νερό αναπτύσσεται σε 4 επίπεδα. Το πρώτο αφορά τη διαθεσιμότητα του φυσικού αγαθού, το δεύτερο την ποιότητα του νερού και την απουσία στοιχείων που θα μπορούσαν να βλάψουν την υγεία των πολιτών. Σε τρίτο και τέταρτο επίπεδο εμφανίζεται η ανάγκη προσβασιμότητας στο αγαθό και η μη διάκριση στην παροχή του δικαιώματος ιδίως σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες. Προκειμένου να τηρηθούν τα επίπεδα 3 και 4 θα πρέπει οι τιμές του νερού να βρίσκονται σε ένα ανεκτό οικονομικό επίπεδο, ώστε να μην αποκλείονται πολίτες οι οποίοι δεν διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλουν υψηλό αντίτιμο για την παροχή του αγαθού.

Η ανωτέρω θέση βρίσκει εφαρμογή και στη νομολογία του ΣτΕ. Ήδη από παλιά με την ΣτΕ 295/1979 κρίθηκε ότι η μη παροχή νερού επιτρέπεται μόνο όταν το φυσικό αγαθό αντικειμενικά βρίσκεται σε έλλειψη. Αργότερα με την ΣτΕ 1245/1996 κρίθηκε ότι η παροχή του νερού δεν είναι στην διακριτική ευχέρεια των Δήμων και σχετικός κανονισμός του Δήμου παραβιάζει το αρ. 102 του Συντάγματος. Αργότερα, το ΣτΕ με την αριθμ. 648/2002 απόφασή του έδωσε αρνητική απάντηση, ως προς το εάν επιτρέπεται να υπεισέρχονται οικονομικές ή γεωγραφικές αξιολογήσεις στην παροχή του αγαθού. Τέλος, η ΣτΕ 2519/2022 ακύρωσε την αριθμ. 135275/19.05.2017 Διυπουργική Απόφαση, ως αντίθετη στην οδηγία 2000/60 για την προστασία των υδάτων και στο αντίστοιχο εθνικό πλαίσιο των ρυθμίσεων του ν. 3199/2003 και του Π.Δ. 51/2007, διότι: α) δεν λάμβανε υπόψιν τα ειδικά χαρακτηριστικά της κάθε λεκάνης απορροής, β) η τιμολόγηση του νερού δεν έθετε ως κριτήριο τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, γ) δεν υπήρχαν επαρκή μέτρα για την προοπτική επανάκτησης του κόστους των υπηρεσιών ύδατος. Αντίστοιχες σκέψεις μπορούμε να ανιχνεύσουμε και στη νομολογία του Conseil Constitutionnel. Είναι χαρακτηριστική η υπ’ αριθμ. 470/2015 απόφαση του Conseil Constitutionnel, η οποία έκρινε ότι το φυσικό αγαθό του νερού ως κορυφαία υπηρεσία κοινής ωφέλειας πρέπει να παρέχεται σε όλους τους πολίτες, ακόμη και σε όσους δεν πληρώνουν εγκαίρως τους λογαριασμούς τους.

Ας παρακολουθήσουμε τώρα τις σημαντικότερες ρυθμίσεις της νέας ΚΥΑ για την τιμολόγηση του νερού. Το περιβαλλοντικό κόστος, κατά το αρ. 5 παρ.1, προσδιορίζεται με απόφαση του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατόπιν εισήγησης της οικείας διεύθυνσης υδάτων (αρ. 5 παρ. 4) σε επίπεδο λεκάνης απορροής, ρύθμιση η οποία είναι σωστή κατά τη ΣτΕ 2519/2022 σε περιοχές με κακή κατάσταση υδάτων. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για το κόστος πόρου κατά το αρ. 6. Η διαδικασία τιμολόγησης, που γίνεται από τους παρόχους ύδρευσης, εποπτεύεται από την ΡΑΑΕΥ η οποία δύναται να προβαίνει σε συστάσεις, τροποποιήσεις των τιμολογίων και στην επιβολή προστίμων (αρ. 7παρ. 4) με βάση και το αρ. 12Α παρ. 4 και αρ. 36 παρ. 8, 10 και 11 του ν. 4001/2011 αλλά και το αρ. 35 του ν. 5037/2023. Κρίσιμη είναι η παρ. 5 του αρ. 7 η οποία επιτρέπει την αύξηση τιμολογίων και πάνω από τη μέση μεταβολή του ΕνΔΤΚ εφόσον υπάρχει ειδική αιτιολογία και το εγκρίνει η ΡΑΑΕΥ μέσα στην πενταετία της περιόδου. Αυτή η ρύθμιση ενόψει και της αοριστίας της πιθανόν να θίξει το επίπεδο προσβασιμότητας στο αγαθό. Η δε παρ. 8 του αρ. 7 προβλέπει ότι δύναται να υπάρξει ειδικό τιμολόγιο για χρήστες που δεν βρίσκονται στο κύριο δίκτυο, ρύθμιση μάλλον αντίθετη με την ΣτΕ 648/2002 που αναφέρθηκε προηγουμένως.

Είναι χαρακτηριστική η υπ’ αριθμ. 470/2015 απόφαση του Conseil Constitutionnel, η οποία έκρινε ότι το φυσικό αγαθό του νερού ως κορυφαία υπηρεσία κοινής ωφέλειας πρέπει να παρέχεται σε όλους τους πολίτες, ακόμη και σε όσους δεν πληρώνουν εγκαίρως τους λογαριασμούς τους

Έπειτα, κατά το αρ. 8 παρ.1, το περιβαλλοντικό κόστος γνωστοποιείται από τις οικείες διευθύνσεις υδάτων στους παρόχους ύδρευσης και στους ΟΤΑ Α’ Βαθμού. Ταυτόχρονα, οι παρ. 3 και 4 του αρ. 9 προβλέπουν την κατάρτιση ειδικών ευνοϊκών τιμολογίων για ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Σημαντικό είναι το αρ. 10: η παρ. 2 επισημαίνει ότι τα τιμολόγια καταρτίζονται, με κριτήριο την ανάκτηση των δαπανών, στις οποίες προέβη ο πάροχος ύδρευσης, αλλά δεν αναφέρει και τις περιβαλλοντικές εκτιμήσεις ως σύνολο, όπως απαιτούσε η ΣτΕ 2519/2022, παρά μόνο την ορθολογική χρήση των υδάτων. Η παρ. 3 του αρ. 10 επιτρέπει ειδικό τέλος για τη σύνδεση νέων περιοχών, ρύθμιση η οποία ενδεχομένως δεν συνάδει με την ΣτΕ 648/2002. Επίσης η παρ. 12 του αρ. 10 προβλέπει αυξημένες χρεώσεις εποχικά για αυξημένες καταναλώσεις.

Στα θετικά τοποθετείται το αρ. 11 παρ. 4, το οποίο όσον αφορά την αγροτική χρήση προβλέπει την απαλλαγή ή τον περιορισμό του περιβαλλοντικού τέλους σε χρήστες, που συμβάλλουν στην ορθολογική διαχείριση των υδάτων. Τέλος, οι πάροχοι υποβάλλουν τα στοιχεία των δραστηριοτήτων τους προς έλεγχο (αρ. 13), ώστε η ΡΑΑΕΥ να ασκήσεις τις αρμοδιότητές της, σε περίπτωση υπαίτιας παραβίασης των ανωτέρω ρυθμίσεων (αρ.14). Κατόπιν τούτων, αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση του ΣτΕ, σχετικά με τη συνταγματικότητα της σχετικής ΚΥΑ.

  • Ο κ. Κων/νος Μυλωνάς είναι Δικηγόρος και Μεταπτυχιακός Φοιτητής Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις