Μετά την τροποποίηση του άρθρου 937 από το Ν 4335/2015, ορίσθηκε ότι στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση επιτρεπόταν μόνον η άσκηση έφεσης στην περίπτωση που ο εκτελεστός τίτλος ήταν δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής (βλ. προϊσχύον άρθρο 937 παρ. 1 στοιχ. β’ εδ. α’ ΚΠολΔ), ενώ στην περίπτωση των λοιπών εκτελεστών τίτλων επιτρεπόταν η άσκηση έφεσης, αναίρεσης και αναψηλάφησης (βλ. προϊσχύον άρθρο 937 παρ. 1 στοιχ. α’ εδ. β’ ΚΠολΔ). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις εξακολουθούσε να απαγορεύεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (βλ. προϊσχύον 937 παρ. 1 στοιχ. β’ εδ. β’ ΚΠολΔ in fine, βλ. και Ι. Τέντε [Π. Ρεντούλη], Αναγκαστική εκτέλεση, 2019, σελ. 244). Με βάση δε τις μεταβατικές διατάξεις του Ν 4335/2015, οι αλλαγές που επέφερε στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ο νόμος αυτός ίσχυαν για διαδικασίες των οποίων η επιταγή προς εκτέλεση είχε επιδοθεί μετά την 01/01/2016.
Με τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 937 παρ. 1 περ. β΄ ΚΠολΔ με το Ν 4842/2021, το επιτρεπτό της ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί εκτελεστικών δικών ρυθμίζεται ενιαία και ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου και συνεπώς αποκλείεται μόνο η ανακοπή ερημοδικίας και επανέρχεται το επιτρεπτό της ασκήσεως εκτάκτων ενδίκων μέσων, ήτοι αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως, ακόμη και εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής. Η τροποποίηση αυτή επανέφερε, ορθά, σε αποφάσεις που εκδίδονται επί ανακοπών κατά της εκτέλεσης τον αναιρετικό έλεγχο, ο οποίος με το Ν 4335/2015 είχε αποκλεισθεί, όταν ο εκτελεστός τίτλος ήταν δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, δηλαδή για τη συντριπτική πλειοψηφία των διενεργούμενων διαδικασιών αναγκαστικής εκτελέσεως. Με βάση δε τις μεταβατικές διατάξεις του Ν 4842/2021 η τροποποίηση αυτή ισχύει για αποφάσεις που εκδίδονται από την 01/01/2022 και εντεύθεν (άρθ. 116 παρ. 6 περ. β΄ & 120 εδ. β’ Ν 4842/2021, βλ. και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους Ν 4842/2021 και 4855/2021 Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών και πρακτικών προεκτάσεών τους, σελ. 76-77).
Βάσει των ανωτέρω, ο Άρειος Πάγος (Α2 Πολιτικό Τμήμα) με την υπ’ αριθμόν 501/2023 απόφασή του έκρινε επί λέξει τα εξής: «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 577 παρ. 1 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης» ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως». Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν 4335/2015 και εφαρμόζεται όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016 [παρ. 3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 και νόμου], ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης». Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ τροποποιήθηκε και πάλι με το άρθρο 59 του Ν 4842/2021 και ορίστηκε ότι «στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση…, β] δεν επιτρέπεται η ανακοπή ερημοδικίας ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο», όμως, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6β του ίδιου νόμου η διάταξη αυτή, όπως τροποποιείται, εφαρμόζεται για τις αποφάσεις, που θα δημοσιευθούν μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου, η οποία κατά το άρθρο 120 του νόμου αυτού, ορίστηκε για το άρθρο 116 να είναι η 1-1-2022. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο νόμος 4335/2015 με την ανωτέρω τροποποίηση του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, περιόρισε με ρητή διάταξη και σε σημαντικό βαθμό, τα ένδικα μέσα, επιλέγοντας να υπηρετήσει κατά προτεραιότητα την αξία της γρήγορης περάτωση των δικών περί την εκτέλεση στην πλειοψηφία των δικών, που ανοίγονται με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις όπου η αναγκαστική εκτέλεση θεμελιώνεται στους συχνότερα εφαρμοζόμενους εκτελεστούς τίτλους και ειδικότερα σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, ορίζοντας ότι η απόφαση που εκδίδεται θα μπορεί να προσβάλλεται μόνο με έφεση. Συνεπώς, για απόφαση που εκδόθηκε επί ανακοπής κατά αναγκαστικής εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, στην οποία η επίδοση της επιταγής εκτέλεσης έγινε μετά την 1-1-2016 και η δημοσίευση της απόφασης έγινε πριν την 1-1-2022 [οπότε αρχίζει η εφαρμογή της νέας διάταξης του άρθρου 937 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ], αποκλείονται, εκτός βέβαια από την ανακοπή ερημοδικίας, και τα έκτακτα ένδικα μέσα, δηλαδή η αναίρεση και η αναψηλάφηση και συνεπώς αν ασκηθούν αυτά είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα (ΑΠ 1452/2022, ΑΠ 1350/2022, ΑΠ 597/2022).
Στην περίπτωση που απασχόλησε το Ακυρωτικό, η οικεία επιταγή προς πληρωμή είχε επιδοθεί την 01/12/2017, δηλαδή μετά την 01/01/2016, και ο εκτελεστός τίτλος ήταν δικαστική απόφαση, η δε αναιρεσιβληθείσα δευτεροβάθμια απόφαση, που εκδόθηκε επί της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, είχε εκδοθεί εν έτει 2019. Συνεπώς, ορθά έκρινε το Ακυρωτικό ότι η αναίρεση είχε ασκηθεί απαραδέκτως και την απέρριψε, διότι στρεφόταν κατ’ αποφάσεως που δεν μπορούσε να προσβληθεί με αυτήν, αφού στην περίπτωση αυτή τύγχανε εφαρμοστέα η προϊσχύουσα διάταξη του 937 παρ. 1 στοιχ. β’ εδ. α’ ΚΠολΔ η οποία στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση απαγόρευε την άσκηση εκτάκτων ενδίκων μέσων (αναίρεσης και αναψηλάφησης) στην περίπτωση που ο εκτελεστός τίτλος ήταν δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής.
* Ο κ. Παντελεήμων Ρεντούλης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μέλος ΣΕΠ Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής ΕΚΠΑ, Διδάσκων Πολιτική Δικονομία στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ