Στην προκείμενη απόφαση μια μεσιτική εταιρεία, έλαβε έγγραφη εντολή προς εύρεση αγοραστή για ακίνητο που ο εντολέας επιθυμούσε να θέσει προς πώληση. Το τίμημα προσδιορίστηκε από τον ίδιο, ενώ συμφώνησε να καταβάλει ως μεσιτική αμοιβή ποσοστό 2% επί του τιμήματος που επρόκειτο να επιτευχθεί. Στο πλαίσιο της άνω εντολής, η μεσιτική εταιρεία επέδειξε το ακίνητο σε κάποιον ενδιαφερόμενο αγοραστή συνοδευόμενο από κάποιον που παρουσίασε ως συνεργάτη.
Στο κείμενο της σχετικής εντολής, την οποία υπέγραψε μόνο ο αρχικώς ενδιαφερόμενος αγοραστής, αναγραφόταν ότι «… υποχρεούμαι, σε περίπτωση αγοράς … από εμένα ή κάποιο μέλος της οικογένειάς μου, άμεσο συνεργάτη ή συνεταίρο μου ή και εταιρία στην οποία μετέχω καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή συμφέροντα της οποίας εκπροσωπώ είτε άμεσα είτε έμμεσα ή άλλο παρένθετο πρόσωπο, να σας καταβάλω εις ολόκληρον είτε εγώ είτε ο συμβληθησόμενος … μεσιτεία του 2 % …».
Ενόψει του ότι ήδη ο υποψήφιος αγοραστής είχε δεσμευθεί να καταβάλει τη μεσιτική αμοιβή σε περίπτωση που η αγορά γινόταν από συνεργάτη, και δεδομένου ότι ως τέτοιον παρουσίασε το πρόσωπο που τον συνόδευε, δεν ζητήθηκε από τον τελευταίο να προσυπογράψει την εντολή, καθώς η εταιρεία θεωρούσε πως είχε εξασφαλίσει τα συμφέροντά της.
Εν τελεί ο αρχικώς ενδιαφερόμενος αγόρασε άλλο ακίνητο, ενώ το παρόν το αγόρασε ο συνεργάτης του. Ο τελευταίος, ισχυρίστηκε ότι απλά είχε συνοδεύσει για παρέα στο μεσιτικό γραφείο τον αρχικώς ενδιαφερόμενο και ότι το εν λόγω ακίνητο ο ίδιος το είδε μεταγενέστερα, με τη μεσολάβηση άλλου μεσίτη. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του δεν κρίθηκε πειστικός, ενόψει της χρονικής εγγύτητας μεταξύ της υποτιθέμενης επίδειξης του ακινήτου και της κατάρτισης του συμβολαίου.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο αγοραστής κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος της μεσίτριας εταιρείας κατά το ποσό της μεσιτικής αμοιβής που δεν καταβλήθηκε, και τον υποχρέωσε να την καταβάλει με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΜΠρΑθ 671/2023