fbpx
Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου, 2024

«Ο Εχθρός του Λαού»

Ο εισαγγελέας δε ζει, ενεργεί και αποφασίζει σε «αεροστεγή συσκευασία» ή σε «νεφελώματα» μακριά από την καθημερινότητα των εκάστοτε διαδίκων. Η ερμηνεία κι η υπαγωγή των ποινικών διατάξεων που κάθε φορά εφαρμόζει, πρέπει να γίνεται με συναίσθηση και σε αναφορά με το εξελισσόμενο κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου δρα.

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Έντονος επικοινωνιακός θόρυβος προκλήθηκε μετά την πρόσφατη δημοσιοποίηση της πρότασης που διατύπωσε η Εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών που επιλήφθηκε της – μη δημόσιας – εκδίκασης ποινικής υπόθεσης που έγινε ευρύτερα γνωστή ως «της 12χρονης του Κολωνού». Η γνωστοποίηση (ευστοχότερα η διαρροή) του περιεχομένου της προκάλεσε οξύτατη αρνητική κριτική στα ΜΜΕ και κοινωνικής δικτύωσης και προξένησε αισθήματα κοινωνικής αγανάκτησης, σχόλια απαξίωσης του εισαγγελικού θεσμού και προσωπική στοχοποίηση της λειτουργού που την εξέφερε. Ήτοι εντοπίστηκε, όχι για πρώτη φορά, διάσταση μεταξύ της κρίσης του «επαγγελματία» φυσικού κριτή (εν προκειμένω υπό την ιδιότητα του Εισαγγελέα) και των δηλουμένων, μαζικώς και ατάκτως, επιθυμιών της «κοινωνίας» σχετικά με την τιμωρητική ή μη αντιμετώπιση κάποιων εκ των κατηγορουμένων στη συγκεκριμένη δίκη. Με τις σκέψεις που ακολουθούν θα επιχειρηθεί μια προσέγγιση κάποιων εκ των κατ’ ιδίαν πτυχών της «σύγκρουσης» αυτής.

Εισαγωγικά παρατίθενται ακροθιγώς ορισμένα βασικά στοιχεία για την αποστολή και τη λειτουργία της εισαγγελικής Αρχής. Οι εισαγγελείς : 1) απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία και κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους [άρθρο 87§§1, 2 Σ.] 2) είναι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ανεξάρτητοι από κάθε άλλη αρχή [άρθρο 27§2 ΚΠΔ]. 3) Πρέπει να ενεργούν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση τους [άρθρο 177§1 ΚΠΔ]. 4) Εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου [άρθρο 178§2 ΚΠΔ]. 5) Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή, ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία [άρθρο 28§1 Ν. 4938/2022 – ΚΟΔΚΔΛ].

Από τα προαναφερθέντα καθίσταται προφανές ότι κάθε εισαγγελική πρόταση που εισάγεται ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου διαμορφώνεται με βάση το έγγραφο κλπ υλικό της δεδομένης υπόθεσης που εισήχθη στην αντίστοιχη δικογραφία, σε συνδυασμό βέβαια με τα όσα προέκυψαν στο ακροατήριο του από και κατά την ενώπιόν αυτού άμεση και διαδραστική αποδεικτική διαδικασία. Το οποίο υλικό αξιολογείται κατά νόμον και κατά συνείδηση από τον κατέχοντα την έδρα του εισαγγελέα, η δε εκφορά της σχετικής δικανικής του άποψης, η οποία τίθεται πλέον προς εξέταση στην κρίση του Δικαστηρίου – που είναι το μόνο αρμόδιο να σταθμίσει τη νομική και ουσιαστική ορθότητα της – είναι υποχρεωτικά πλήρως αιτιολογημένη [άρθρο 30§4 ΚΠΔ]. Και στοχεύει στην εξεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας.

Ας αναρωτηθούμε όμως : Πώς κι από ποιους διαμορφώνεται το κοινό περί δικαίου αίσθημα; Πώς αποτυπώνεται; Πώς καταμετράται; Αν και πώς χειραγωγείται; Πώς και πότε μεταβάλλεται;

Όχι σπάνια όμως, ιδίως σε ποινικές υποθέσεις που έχουν ευρύτερη δημοσιότητα, συμβαίνει η εκφερόμενη εισαγγελική πρόταση ή η αντίστοιχη δικαστική κρίση να μην είναι αποδεκτή ή αρεστή σε κοινωνικές ομάδες, μικρές ή μεγάλες, οπότε χαρακτηρίζονται ως «απάδουσες» ή «προκαλούσες» το αντίθετο με αυτές «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Το τελευταίο αποτελεί μια απολύτως ρευστή, αβέβαιη και ανεπίδεκτη σαφούς προσδιορισμού αξιολογική έννοια, η οποία αυτονόητα δεν έχει καμία θέση ως επιδραστικός παράγοντας σχηματισμού οποιασδήποτε δικαστικής κρίσης. Τουλάχιστον όχι σε μια θεσμικά σοβαρή δημοκρατική Πολιτεία με καθεστώς και εγγυήσεις κράτους δικαίου. 

Ας αναρωτηθούμε όμως : Πώς κι από ποιους διαμορφώνεται το κοινό περί δικαίου αίσθημα; Πώς αποτυπώνεται; Πώς καταμετράται; Αν και πώς χειραγωγείται; Πώς και πότε μεταβάλλεται; Τα ερωτήματα αυτά φυσικά και είναι ρητορικά αφού σοβαρή απάντηση δε μπορεί να υπάρξει. Η ανεξέλεγκτη στις μέρες που ζούμε διάχυση της πληροφορίας (έγκυρης, χαλκευμένης ή και υποβολιμαίας), η ταχύτατη εξάπλωση και διάδρασή της στο τεχνολογικό μας παρόν, η απρόσκοπτη πρόσβαση όλων μας σε πηγές ενημέρωσης σε πρώτο χρόνο κι η μιντιακή κάλυψη «πολύκροτων» ποινικών υποθέσεων με κανόνες και αισθητική «λαϊκών θεαμάτων» καθιστούν τους πάντες κοινωνούς αυτής και «γνώστες» της, από πληκτρολογίου ή τηλοψίας. Χωρίς βέβαια καμία ουσιαστική γνώση και δυνατότητα αποτίμησης από το δέκτη της «είδησης», τόσον της βασιμότητας των μεταδιδόμενων στοιχείων της υπόθεσης, όσον και της σκοπιμότητας που τυχόν υποκρύπτεται πίσω της. Τούτο δε πολύ ευχερέστερα συμβαίνει σε δίκες που διεξάγονται «κεκλεισμένων των θυρών» (όπως αυτή της «12χρονης του Κολωνού»), οπότε μόνη πηγή πληροφόρησης του κοινού είναι η οπτική γωνία συγκεκριμένων παραγόντων τους, οι οποίοι και μεταφέρουν στο κοινό την εικόνα που τους εξυπηρετεί κατά το δοκούν.

Οπότε στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας που η λειτουργική του ανεξαρτησία, η δικαστική του συνείδηση και η επιστημονική του οπτική του υπαγόρευσε την υιοθέτηση μιας πρότασης που προσκρούει στο κυρίαρχο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» μεταβάλλεται αυτόματα σε «Εχθρό του Λαού», όπως ακριβώς τον έπλασε η δραματουργία του Ερρίκου Ίψεν. Αφού λοιπόν η θέση που εξέφρασε αφίσταται του κρατούντος λαϊκού φρονήματος δε μπορεί παρά να είναι εξωνημένος, εξαρτημένος, διαβλητός, ή επίορκος. Οπότε του αξίζει η δημόσια χλεύη, ο κοινωνικός εξοστρακισμός, οι απειλές για την υπηρεσιακή ή και για την ίδια τη φυσική του υπόσταση και η εν γένει «δολοφονία του χαρακτήρα» του.

Αφού λοιπόν η θέση που εξέφρασε αφίσταται του κρατούντος λαϊκού φρονήματος δε μπορεί παρά να είναι εξωνημένος, εξαρτημένος, διαβλητός, ή επίορκος. Οπότε του αξίζει η δημόσια χλεύη, ο κοινωνικός εξοστρακισμός, οι απειλές για την υπηρεσιακή ή και για την ίδια τη φυσική του υπόσταση και η εν γένει «δολοφονία του χαρακτήρα» του.

Η επικράτηση ως κοινωνικής πραγματικότητας αντίστοιχων απόψεων είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και εξόχως απειλητική για την ίδια την έννοια της απονομής της ποινικής (και όχι μόνον) δικαιοσύνης και ευρύτερα του κράτους δικαίου. Και τούτο γιατί αναπότρεπτα οδηγεί στη δημιουργία φοβικών και άβουλων δικαστών κα εισαγγελέων που θα υποτάσσονται αμαχητί στον ποινικό λαϊκισμό και στη δικανική οχλοκρατία προκειμένου να είναι αρεστοί στο ευρύτερο κοινό και να «έχουν το κεφάλι τους ήσυχο». Με συνέπεια την υποκατάσταση της δικαστικής λειτουργίας της Πολιτείας από μία θολή και εύπιστη λαϊκή ιδεολογία (ή και ιδεοληψία) με σύσταση πολτού και οσμή μαζικής ποδηγέτησης από δεξιοτέχνες της δημαγωγίας. Που, σε ακραίες καταστάσεις, η ζοφερή αυτή κατάσταση μπορεί να φτάνει μέχρι το σημείο να επιβάλλει στο φυσικό δικαστή να ασκεί τα καθήκοντά του υπό καθεστώς στυγνού επικοινωνιακού εκβιασμού διαπόμπευσής του ή ακόμη και οιωνεί φυσικής ομηρείας του από «αγανακτισμένους πολίτες», που θα διαδηλώνουν πέριξ του δικαστικού κτιρίου όπου θα εξελίσσεται η δίκη στην οποία μετέχει.

Τούτο δεν σημαίνει ότι η όποια δικαστική κρίση πρέπει να είναι αποκομμένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι, περιχαρακωμένη σε έναν ιδεατό κόσμο νομικών εννοιών και χωρίς αναφορές στην πραγματικότητα εντός της οποίας εκφέρεται και καλείται να ρυθμίσει. Ο εισαγγελέας δε ζει, ενεργεί και αποφασίζει σε «αεροστεγή συσκευασία» ή σε «νεφελώματα» μακριά από την καθημερινότητα των εκάστοτε διαδίκων. Η ερμηνεία κι η υπαγωγή των ποινικών διατάξεων που κάθε φορά εφαρμόζει, πρέπει να γίνεται με συναίσθηση και σε αναφορά με το εξελισσόμενο κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου δρα. Τούτο δε ευχερέστερα επιτυγχάνεται κατά την εκδίκαση κακουργημάτων αρμοδιότητας Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων και Εφετείων, στη σύνθεση των οποίων (και μάλιστα κατά πλειοψηφία) μετέχουν «λαϊκοί δικαστές» ως ένορκοι [άρθρο 97 Σ.]. Πλην όμως είναι σαφώς διακριτή η εύστοχη αντίληψη του για το περιβάλλον εντός του οποίου πράττει, η οποία ασφαλώς και επιβάλλεται να συντρέχει, από την αιχμαλωσία και την άνευ όρων υποταγή του στο αδηφάγο «κοινό περί δικαίου αίσθημα».

Σήμερα, είναι αυτονόητο πλέον ότι ο εισαγγελέας που επιλαμβάνεται υποθέσεων ευρείας δημοσιότητας προβλέπει (έστω κατά προσέγγιση) τον κοινωνικό αντίκτυπο του χειρισμού τους, αφού δε ζει σε «κενό αέρος» και λαμβάνει το κλίμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Πλην όμως υποχρεούται άνευ ετέρου να υπακούσει στη συνείδησή του και μόνον, ακόμη κι αν τούτο τον καταστήσει κοινωνικά αποσυνάγωγο, αποδιοπομπαίο τράγο, ακόμη και «Εχθρό του Λαού». Ιδίως τότε ασκεί τα καθήκοντά του με γενναιοφροσύνη, παρρησία και εντιμότητα έχοντας πλήρη επίγνωση του επιτιμίου που τον αναμένει : του «κρεμάσματός» του στα μανταλάκια και τις οθόνες. Όμως πράττοντας έτσι δε θα είναι ένας άτολμος, φοβισμένος και ψοφοδεής αλλά ένας κανονικός και αποτελεσματικός Εισαγγελέας. Όπως επιβάλλουν οι συνταγματικές αξιώσεις της Πολιτείας στο λειτούργημα του κι η ατομική του συναίσθηση της σπουδαιότητας της υπηρεσιακής του αποστολής.

* Ο κ. Γιώργος Νούλης είναι Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -