Με την ΑΠ 304/2024 ερμηνεύονται οι σχετικές διατάξεις για την σύλληψη δράστη, ο οποίος τελεί έγκλημα διωκόμενο κατ’ έγκληση, στην περίπτωση που ο αστυνομικός είναι ο ίδιος παθών στο έγκλημα που διώκεται κατ’ έγκληση (εξύβριση-απειλή). Πότε και πως θεωρείται ότι δίνεται η σχετική έγκληση.
Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 εδ. α’ του νέου ΠΚ (έναρξη ισχύος από 1-7-2019), υπό τον τίτλο “βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων”, “1. Όποιος με βία ή απειλή βίας επιχειρεί να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή να παραλείψει νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί εναντίον του ή κατά προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει κατά τη διάρκεια της νόμιμης ενέργειάς του (αντίσταση), τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. H διάταξη αυτή, παρά τις λεκτικές διαφοροποιήσεις της, έχει την ίδια αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση με την ταυτάριθμη ρύθμιση του προγενέστερου ΠΚ, που είχε τον τίτλο “αντίσταση”. Διαφοροποιείται μόνο ως προς την ποινική της κύρωση, καθόσον η πράξη αυτή τιμωρείται πλέον ηπιότερα, ήτοι με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, ενώ, υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ, η απειλούμενη ποινή ήταν φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, γι’ αυτό, στην προκειμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε η νεότερη διάταξη, ως ευμενέστερη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της βίας κατά υπαλλήλων (αντίστασης), στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξης της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη, σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός, να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον κύκλο της κατά νόμο αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδες τύποι που τάσσονται γι’ αυτήν. Επίσης, απαιτείται η χρήση βίας ή απειλή βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου, στην έννοια δε της βίας περιλαμβάνεται τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική, αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που να μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξης (ΑΠ 29/2021)….
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 275 παρ. 1 και 2 του προγενέστερου ΚΠΔ (παρόμοιες οι αντίστοιχες διατάξεις του ήδη ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠΔ), “1. Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα, οι ανακριτικοί υπάλληλοι των άρθρων 33 και 34, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 279 του Κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα.. 2. Στα εγκλήματα που διώκονται με έγκληση δεν επιτρέπεται η σύλληψη, εκτός αν προηγουμένως υποβληθεί η έγκληση, έστω και προφορικά σ’ εκείνον που έχει το δικαίωμα να συλλάβει το δράστη (άρθρ. 42 και 46). Με βάση τις ως άνω διατάξεις, επί αυτοφώρου κακουργήματος ή πλημμελήματος (ως τέτοιου νοουμένου αυτού που βρίσκεται στο στάδιο της τέλεσης ή έγινε πρόσφατα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 242 ΚΠΔ), οι γενικοί ή ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι και κάθε αστυνομικό όργανο (ακόμη και εκτός υπηρεσίας), έχουν υποχρέωση να συλλάβουν τον δράστη.
Για τη σύλληψη, αρκεί ότι, από τα εξωτερικώς διαγνώσιμα περιστατικά, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την τέλεση αρχικά άδικης και καταλογιστής πράξης. Όμως, δικαίωμα και όχι υποχρέωση, για τη σύλληψη του δράστη αυτόφωρου εγκλήματος, έχει και ο οποιοσδήποτε πολίτης, ο οποίος, οφείλει, αμέσως μετά, να τον παραδώσει στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή ή στον εισαγγελέα, οπότε συντάσσεται η έκθεση σύλληψης (στην οποία πρέπει να περιληφθεί και η δήλωση του παθόντος ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη (άρθρ. 418 παρ. 3 ΚΠΔ), ενώ αρκεί απλώς ο ως άνω πολίτης να ειδοποιήσει τα αστυνομικά όργανα, για να προσέλθουν στον τόπο της σύλληψης.
Ως “οποιοσδήποτε πολίτης” νοείται τόσο ο παθών, όσο και οποιοσδήποτε τρίτος. Περαιτέρω, στα εγκλήματα που διώκονται κατ’ έγκληση, η σύλληψη επιτρέπεται μόνο εφόσον προηγουμένως υποβλήθηκε έγκληση, έστω και προφορικά, σε εκείνον που έχει δικαίωμα να συλλάβει τον δράστη, δηλαδή όχι μόνο σε γενικό ή ειδικό ανακριτικό υπάλληλο ή κάθε αστυνομικό όργανο, αλλά και στον τυχόν παρατυχόντα πολίτη.
Ως έγκληση, στην περίπτωση αυτή, νοείται η σαφής εξωτερίκευση της βούλησης του παθόντος, που πρέπει να εκδηλώνεται ρητά, για τη σύλληψη του υπαιτίου, ως δράστη της τέλεσης αδικήματος σε βάρος του.
Όμως, προδήλως, τέτοια προφορική έγκληση δεν απαιτείται όταν ο παθών εγκλήματος, που διώκεται κατ’ έγκληση, επιχειρεί ο ίδιος τη σύλληψη του δράστη, όπως δικαιούται να πράξει, καθόσον η ενέργειά του αυτή καταδεικνύει τη βούλησή του για δίωξη της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης του υπαιτίου.
Ένδικη υπόθεση: Στην προκείμενη περίπτωση, το Γ’ Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την προαναφερόμενη απόφασή του, δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “Ο κατηγορούμενος Β.- Ν. Κ., εργαζόταν στις 13.3.2016 ως υπεύθυνος του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος καφέ-μπαρ με την επωνυμία ” Ρ. Ρ. Τ.”, που βρίσκεται επί της …. Στο κατάστημα αυτό, το βράδυ της 12 προς 13 Μαρτίου 2016, [Σάββατο προς Κυριακή των Αποκριών] και τις πρώτες πρωινές ώρες της 13.3.2016 λάμβανε χώρα εκδήλωση – πάρτι με καρναβαλιστές. Περί ώρα 2.30 π.μ. της 13.3.2016 έφθασαν έξω από το κατάστημα οι αστυνομικοί Β. Μ. και Α. Τ. που εκτελούσαν υπηρεσία εποχούμενης περιπολίας στην ευρύτερη περιοχή και είχαν λάβει νωρίτερα [περί ώρα 23.40 της 12.3.2016] σήμα από το κέντρο Άμεσης Δράσης να ελέγξουν το κατάστημα, επειδή υπήρξε καταγγελία για διατάραξη κοινής ησυχίας. Την ώρα που έφθασαν οι αστυνομικοί στο κατάστημα, οι πόρτες του καταστήματος ήταν ανοικτές και υπήρχαν θαμώνες και στο χώρο έξω από το κατάστημα [πεζοδρόμιο]. Οι ως άνω αστυνομικοί στάθμευσαν το περιπολικό έξω από το κατάστημα, σε σημείο όπου υπάλληλοι του καταστήματος είχαν τοποθετήσει δύο σκαμπώ για να εμποδίζεται η στάθμευση οχημάτων. Αμέσως, ο κατηγορούμενος πλησίασε στο περιπολικό, συστήθηκε ως υπεύθυνος του καταστήματος και ενώ οι αστυνομικοί τον κάλεσαν να τους επιδείξει την ταυτότητά του και τα έγγραφα με την άδεια λειτουργίας του καταστήματος, προκειμένου να προβούν αρμοδίως στον έλεγχο, αυτός τους ζήτησε να μετακινήσουν το περιπολικό μακριά από το κατάστημα, προφανώς για να μην παρεμποδίζονται οι θαμώνες και η διασκέδασή τους που λάμβανε χώρα και έξω από το κατάστημα όπως αναφέρθηκε. Όταν οι αστυνομικοί επέμειναν να τους δώσει τα έγγραφα που ζητούσαν για τον έλεγχό τους χωρίς να μετακινήσουν το περιπολικό, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να συμπράξει και άρχισε να εξυβρίζει τους αστυνομικούς και να τους απειλεί με τις φράσεις: “φύγε από δω ρε μουνόπανο δεν σας δίνω τίποτα”,” θα σας γαμήσω ρε μαλάκες”, “Δώστε μου τους αριθμούς σας για να δείτε τι θα πάθετε, είμαι φίλος του Μ., πάρε το αμάξι από εδώ ρε και φύγετε, δεν σας δίνω τίποτα”. Ακολούθως, και επειδή ο αστυνομικός Α. Τ. επιχείρησε μέσω του ασυρμάτου να καλέσει συναδέλφους του για ενισχύσεις, ο κατηγορούμενος βάζοντας το κεφάλι του και τα χέρια του μέσα στο περιπολικό προσπάθησε να αρπάξει τα καλώδια του ασυρμάτου για να ματαιώσει την ενέργεια αυτή. Μετά απ’ αυτό, οι αστυνομικοί Β. Μ. και Α. Τ., αφού προηγουμένως ειδοποίησαν το κέντρο άμεσης δράσεως για ενισχύσεις, εξήλθαν του οχήματος και επιχείρησαν να συλλάβουν τον κατηγορούμενο, πλην όμως ο τελευταίος, αφού προηγουμένως εξύβρισε και πάλι τον Α. Τ. με τη φράση “θα σου γαμήσω, ό,τι έχεις και δεν έχεις, γαμώ τη μάνα σου”, κατόπιν, πρόσκαιρα, ακινητοποιήθηκε από τους αστυνομικούς στη θύρα του περιπολικού, όμως πριν οι αστυνομικοί προλάβουν να του περάσουν χειροπέδες, με τη βοήθεια θαμώνων του καταστήματος κατάφερε να ξεφύγει και τράπηκε σε φυγή, προσπαθώντας να αποφύγει τη σύλληψη. Εν συνεχεία, κατά τη διάρκεια της πεζή καταδίωξής του από τους άνω αστυνομικούς, στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς ……, Λυκαβηττού και Σόλωνος, και συγκεκριμένα επί της οδού …… όταν οι αστυνομικοί τον είχαν προσεγγίσει και επιχειρούσαν να τον συλλάβουν, ο κατηγορούμενος επιτέθηκε εναντίον τους και ειδικότερα με τα χέρια του επιχείρησε ανεπιτυχώς να χτυπήσει τον Β. Μ. ενώ γρονθοκόπησε στο πρόσωπο τον έτερο αστυνομικό, Α. Τ. και με τον τρόπο αυτό είχε σκοπό να τους εξαναγκάσει να παραλείψουν την παραπάνω νόμιμη ενέργειά τους, δηλαδή την εξακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητάς του, την δέσμευσή του και την προσαγωγή του στο αστυνομικό τμήμα και κατάφερε και πάλι να διαφύγει τρέχοντας. Τελικά, ο κατηγορούμενος ακινητοποιήθηκε από τους αστυνομικούς στη διασταύρωση της οδού …και ….. και αφού ήδη στο σημείο εκείνο είχαν καταφθάσει δύο μηχανές της ομάδας ΔΙΑΣ και δύο περιπολικά της άμεσης δράσης, ήτοι δέκα συνολικά αστυνομικοί. Μάλιστα ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση έντασης ώστε και μετά την προσαγωγή του στο τμήμα εξακολουθούσε να εξυβρίζει και να απειλεί τους αστυνομικούς με τις φράσεις “Θα σας σκοτώσω, θα σας βάλω μπράβους, δεν ξέρετε πού μπλέξατε”. Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψαν με σαφήνεια από το σύνολο των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων και ιδιαίτερα τις καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών Θ. Θ., Β. Μ. και Α. Τ………………… Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος ότι δεν στοιχειοθετείται κατά την αντικειμενική του υπόσταση το αποδιδόμενο αδίκημα της αντίστασης καθώς ελλείπει κατά τον ίδιο το στοιχείο της “νόμιμης ενέργειας” εκ μέρους των αστυνομικών υπαλλήλων, διότι το έρεισμα της επιχειρούμενης σύλληψης βρισκόταν στη φερόμενη εκ μέρους του τέλεση των αδικημάτων της εξύβρισης και απειλής, πλην όμως για να είναι τούτη νόμιμη, θα έπρεπε κατά το άρ. 275 παρ. 2 ΚΠΔ να έχει υποβληθεί έστω και προφορικά έγκληση εκ μέρους του παθόντα, ενέργεια, όμως, η οποία από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν έχει προκύψει. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως αποδείχθηκε, όταν οι αστυνομικοί επιχείρησαν να συλλάβουν τον κατηγορούμενο – για πρώτη φορά δίπλα στο περιπολικό, έξω από το κατάστημα, οπότε ο κατηγορούμενος τράπηκε σε φυγή – ο κατηγορούμενος είχε διαπράξει επ’ αυτοφώρω ήδη περισσότερα αδικήματα που επέτρεπαν τη σύλληψή του και μάλιστα: α] την αυτεπαγγέλτως διωκόμενη σε βαθμό πλημμελήματος πράξη της απείθειας κατά τη διάταξη του άρ. 169 ΠΚ, καθόσον, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνήθηκε σε κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13 παρ. α’ Π.Κ., χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία και συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο και συγκεκριμένα, ως υπεύθυνος του επί της … καταστήματος με την επωνυμία “Ρ. Ρ. Τ.”, ευρισκόμενος στο ως άνω σημείο όταν οι αστυνομικοί Β. Μ. και Α. Τ., που εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία εποχούμενης περιπολίας στην ευρύτερη περιοχή του ζήτησαν αρχικά να τους επιδείξει το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας καθώς και τα έγγραφα του ως άνω καταστήματος, αρνήθηκε να συμπράξει σχετικά απευθύνοντας προς αυτούς διάφορες εξυβριστικές και απειλητικές φράσεις, όπως ειδικότερα αναφέρθηκαν παραπάνω, ενώ, στη συνέχεια, τράπηκε σε φυγή κινούμενος στη οδό …, αρνούμενος έτσι χωρίς αντίσταση, να συμμορφωθεί στις εντολές τους, β] τις κατ’ έγκληση διωκόμενες πράξεις της εξύβρισης και απειλής σε βάρος των ιδίων αστυνομικών, για τις οποίες εκδηλώθηκε άμεσα η βούληση των παθόντων αστυνομικών να υποβάλουν έγκληση και την υπέβαλαν αρχικά προφορικά, αφού τον καταδίωξαν για να τον συλλάβουν για την πράξη αυτή και ακολούθως, την ίδια ημέρα, υπέβαλαν την από 13.3.2016 μήνυσή τους κατά την με ίδια ημερομηνία ένορκη κατάθεσή τους ενώπιον του αστυφύλακα του ΑΤ Συντάγματος Α. Π., ζητώντας την τιμωρία του κατηγορουμένου για τις πράξεις αυτές. Σημειώνεται ότι για τις άνω πράξεις [της απείθειας, εξύβρισης και απειλής κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση] ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου και η δίωξη έπαυσε υφ’ όρον με την εκκαλουμένη απόφαση κατά τη διάταξη του άρ. 63 παρ. 1 και 2 του ν. 4689/2020. Ομοίως, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του λόγω συνδρομής στο πρόσωπο του συγγνωστής νομικής πλάνης, κατ’ άρ. 31 ΠΚ, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στο ότι, κατά τους ισχυρισμούς του, η ενέργεια των αστυνομικών να τον συλλάβουν ήταν παράνομη και η αντίσταση που προέβαλε ήταν δικαιολογημένη, διότι, και αν ακόμη είχε εξυβρίσει ή απειλήσει τους αστυνομικούς, πίστευε ο ίδιος ότι δεν έχουν δικαίωμα σύλληψης αφού δεν είχε υποβληθεί έγκληση για τις πράξεις αυτές. …….Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι λήφθηκαν υπόψη και συναξιολογήθηκαν οι καταθέσεις των ως άνω δύο αστυνομικών, που εξετάσθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον από αυτές, σε αντίθεση με τις παραδοχές της απόφασης, συνάγεται ότι η σύλληψή του επιχειρήθηκε μόνο για τις πράξεις της εξύβρισης και της απειλής εκ μέρους του και όχι για την αυτεπαγγέλτως διωκόμενη πράξη της απείθειας, επιπλέον δε, από τις καταθέσεις αυτές δεν προκύπτει η εκ μέρους των αστυνομικών υποβολή προφορικής έγκλησης για τις πράξεις της εξύβρισης και της απειλής. Προσθέτως, ο αναιρεσείων προσάπτει στη προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπάρχει σ’ αυτήν αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, διότι στο σκεπτικό αναφέρεται ότι η σύλληψή του επιδιώχθηκε τόσο λόγω της απείθειάς του, όσο και των εξυβριστικών και απειλητικών εκφράσεων, που απηύθυνε προς τους δύο αστυνομικούς, ενώ στο διατακτικό δεν περιλαμβάνεται η απείθεια ως λόγος, για τον οποίο επιχειρήθηκε η σύλληψή του. Καταρχάς, όπως προεκτέθηκε, εφόσον διαπράχθηκαν, επ’ αυτοφώρω, από τον αναιρεσείοντα, σε βάρος των ως άνω δύο αστυνομικών, τα κατ’ έγκληση διωκόμενα πλημμελήματα της εξύβρισης και της απειλής, οι παθόντες είχαν το δικαίωμα να συλλάβουν τον δράστη, δίχως να απαιτείται η προηγούμενη υποβολή (προφορικής) έγκλησης προς οποιονδήποτε εκ μέρους τους. Συνεπώς, για την κατάφαση του νομίμου της ενέργειας των δύο αστυνομικών, που επιχείρησαν να συλλάβουν τον κατηγορούμενο, δεν ήταν νομικά σημαντικό το αν αυτός διέπραξε επ’ αυτοφώρω και το αυτεπαγγέλτως διωκόμενο αδίκημα της απείθειας, ούτε αν η σύλληψή του επιχειρήθηκε και λόγω αυτού του αδικήματος.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ