Με την ΟλΑΠ 4/2024 κρίθηκε αναίρεση υπέρ του νόμου που ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προκειμένου να επιλυθεί ζήτημα μείζονος σημασίας για την ενότητα της νομολογίας, σχετικά με την διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών κατά την ανάκριση υπό τους όρους του Ν. 5002/2022 όπως αυτός τροπ. με το Ν. 5046/2023.
Σχετικές διατάξεις: Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει προεκτεθεί, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του προαναφερομένου βουλεύματος ζητείται για υπέρβαση της από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 [ΦΕΚ Α’ 228/9-12-2022] εξουσίας του εκδόσαντος τούτο Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα, είναι παραδεκτή, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν
Επειδή, κατά το χρόνο τόσο της έκδοσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος (15-2-2024) όσο και της άσκησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης (10-5-2024), ήταν σε ισχύ ο Ν.5002/2022 περί της “Διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλειας και προστασίας προσωπικών δεδομένων πολιτών” (Α’ 228), σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού: α) η θωράκιση και ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος, β) η βελτιστοποίηση της δράσης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, γ) η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών από λογισμικά παρακολούθησης, δ) η οργανική και λειτουργική αναβάθμιση του επιπέδου κυβερνοασφάλειας στη χώρα, και ε) η αποτελεσματικότερη προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την περ. α’ του άρθρου 2, αντικείμενο του ως άνω νόμου αποτελεί, μεταξύ άλλων, η εξαντλητική ρύθμιση της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών. Στο άρθρο 6 του ως άνω νόμου, υπό τον τίτλο “Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων”, όπως τούτο ίσχυε κατά τον ως άνω χρόνο έκδοσης (15-2-2024) του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ήτοι μετά τη τροποποίησή του με το άρ. 44 του Ν. 5046/2023 [ΦΕΚ Α’ 137/29-7-2023], ορίζεται ότι:
1. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των ακόλουθων κακουργημάτων: “α) των Κεφαλαίων Πρώτου, περί προσβολών του δημοκρατικού πολιτεύματος, Δεύτερου, περί προσβολών της διεθνούς υπόστασης της χώρας, Τέταρτου, περί εγκλημάτων κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, Έκτου, περί εγκλημάτων κατά της δημόσιας τάξης, Ένατου, περί εγκλημάτων σχετικά με το νόμισμα, άλλα μέσα πληρωμής και ένσημα, Δέκατου Έκτου, περί εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας, Δέκατου Όγδοου, περί εγκλημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας, Δέκατου Ένατου, περί εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, Εικοστού Δεύτερου, περί προσβολών ατομικού απορρήτου και επικοινωνίας, καθώς και των άρθρων 235, περί δωροληψίας υπαλλήλου, 236, περί δωροδοκίας υπαλλήλου, 237, περί δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικού λειτουργού, 264 περί εμπρησμού, 265 περί εμπρησμού σε δάση, 270 περί έκρηξης, 272 περί κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών και εμπρηστικών υλών, 290 περί επικίνδυνων παρεμβάσεων στην οδική συγκοινωνία, 291 περί επικίνδυνων παρεμβάσεων στη συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών, 299 περί ανθρωποκτονίας με δόλο, 374 περί διακεκριμένης κλοπής, 380 περί ληστείας, 385 περί εκβίασης, 386 περί απάτης και 386Α περί απάτης με υπολογιστή του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (ν.4619/2019, Α` 95)”, β) του Πρώτου Κεφαλαίου, περί προσβολών κατά της ακεραιότητας της χώρας, καθώς και των άρθρων 46, περί στάσης, 47, περί ομαδικής απείθειας, 140, περί αποσφράγισης, υπεξαγωγής εγγράφων ή άλλων αντικειμένων και 144, περί μετάδοσης στρατιωτικών μυστικών, του Ειδικού Μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ν. 2287/1995, Α` 20), γ) του ν.4557/2018 (Α’ 139) περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, της περ. γ` της παρ. 1 του άρθρου 157 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν.2960/2001, Α` 265), περί λαθρεμπορίας, των άρθρων 28 και 31 του ν.4443/2016 (Α’ 232), περί αξιόποινων πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και περί αξιόποινης χειραγώγησης της αγοράς, αντιστοίχως, του άρθρου 15 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), περί όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών, των άρθρων 20, 22 και 23 του ν. 4139/2013 (Α’ 74) περί εξαρτησιογόνων ουσιών, του άρθρου 11 του ν.3917/2011 (Α’ 22), περί δεδομένων που διατηρούνται από τον πάροχο υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημόσιου δικτύου επικοινωνιών, της παρ. 5 του άρθρου 38 του ν.4624/2019 (Α’ 137), περί πρόσβασης σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, του άρθρου 28 του ν. 1650/1986 (Α’ 160), περί προστασίας του περιβάλλοντος, του ν.4858/2021 (Α’ 220), περί προστασίας των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, της παρ. 3 του άρθρου 66 του ν. 2121/1993 (Α’ 25), περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων, της παρ. 4 του άρθρου 132 του ν. 2725/1999 (Α’ 121), περί δωροδοκίας-δωροληψίας για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα και του άρθρου 30 του ν. 4251/2014 (Α’ 80), περί μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στη χώρα.
2. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των ακόλουθων πλημμελημάτων: α) των άρθρων 148, περί κατασκοπείας, 187, περί εγκληματικής οργάνωσης, 187Α, περί τρομοκρατικών πράξεων-τρομοκρατικής οργάνωσης, 187Β, περί αξιόποινης υποστήριξης, 323Α, περί εμπορίας ανθρώπων, 324, περί αρπαγής ανηλίκων, 339, περί γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιόν τους, 342, περί κατάχρησης ανηλίκων, 343, περί κατάχρησης σε γενετήσια πράξη, 346, περί εκδικητικής πορνογραφίας, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 351Α, περί προσβολών της ανηλικότητας και πορνογραφίας ανηλίκων, 370ΣΤ, περί λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης, 386, περί απάτης και 386Α, περί απάτης με υπολογιστή του Ποινικού Κώδικα, β) των άρθρων 28 και 31 του ν.4443/2016, περί αξιόποινων πράξεων προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και περί χειραγώγησης της αγοράς, αντιστοίχως, και του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 3959/2011 (Α’ 93), περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού.
3. Για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 αποφαίνεται, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών, με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμά του το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μετά από πρόταση του εισαγγελέα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής. Στην περίπτωση αυτή, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούται να εισαγάγει το ζήτημα, μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών, στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο ελέγχει παράλληλα τη συνδρομή των εξαιρετικά επειγουσών περιστάσεων. Διαφορετικά, η ισχύς της σχετικής διάταξης αίρεται αυτοδικαίως. Αν εντός ευλόγου χρόνου, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε (5) ημέρες συνολικά, δεν εκδοθεί βούλευμα, τα ευρήματα δεν είναι αξιοποιήσιμα.
4. Το βούλευμα ή η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, περιλαμβάνει: α) την αστυνομική αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητεί την άρση, β) την αξιόποινη πράξη, γ) τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του προσώπου κατά του οποίου διενεργείται η άρση, δ) την αιτιολογία επιβολής της άρσης, ιδίως την αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης του εγκλήματος με άλλο τρόπο, ε) τον σκοπό της άρσης, στ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ζ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, η) την εδαφική έκταση εφαρμογής, εφόσον απαιτείται για τις ανάγκες της άρσης, και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης, θ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης, και ι) τα στοιχεία του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων επιβάλλεται η άρση.
5………..
6. Η άρση του απορρήτου μπορεί να επιβληθεί υπό τους όρους της παρ. 3 του παρόντος και κατά τρίτου αμέτοχου στο έγκλημα προσώπου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 254 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96).
7……..
8. Η Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από τον θιγόμενο, του γνωστοποιεί την επιβολή του μέτρου αυτού εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε.
Περαιτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 8 του ιδίου ως άνω νόμου (5002/2022) με τίτλο “Διαδικασία άρσης του απορρήτου” ορίζεται ότι: “4. Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους δέκα (10) μήνες. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και η εξακολούθηση της συνδρομής των στοιχείων αυτών επιβεβαιώνεται σε κάθε παράταση της ισχύος της άρσης. Μετά τη λήξη της διάρκειας της άρσης ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. Σε κάθε περίπτωση, με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση διατάσσεται η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειάς της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή εξέλειπαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου”.
Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022, που αποτελούν δικονομικές διατάξεις με συνέπεια η τυχόν εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τους να μην μπορεί να θεμελιώσει τον εκ του άρ. 484 παρ.1 στοιχ. β’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, στις οποίες ρητά αναφέρεται ότι για λόγους διακρίβωσης των αναφερομένων στον ως άνω νόμο εγκλημάτων και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι άρσης του απορρήτου, η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, ότι οι παρατάσεις της (χρονικής διάρκειας άρσης απορρήτου) δεν υπερβαίνουν τους δύο (2) μήνες, κάθε φορά, και ότι σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις άρσης του απορρήτου δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τους δέκα (10) μήνες, καταδεικνύεται η βούληση του νομοθέτη να προσδιορίσει την έναρξη και λήξη του χρονικού διαστήματος ισχύος της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, εφόσον η τελευταία αναφέρεται στα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, τόσο για το μέλλον, όσο και για το παρελθόν.
Συνεπώς, η τήρηση του επιτρεπτού χρονικού διαστήματος διάρκειας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, που καθορίζεται από το νόμο, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, σε δύο (2) μήνες, των τυχόν παρατάσεων αυτής σε δύο (2) μήνες εκάστη, και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι άρσης του απορρήτου, και του ανώτατου επιτρεπόμενου χρονικού διαστήματος άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σε δέκα (10) μήνες, αφορά τόσο στο μέλλον, όσο και στο παρελθόν.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.στ’ του ΚΠΔ “Λόγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο: α)…., β)…., γ)…, δ)…, ε)…, στ) η υπέρβαση εξουσίας. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει, όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 310 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα έγκληση (άρθρα 41 και 53) ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια δίωξης (άρθρο 56) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438)”.
Ένδικη υπόθεση: Στην προκειμένη περίπτωση από την, παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ’αρ. 479/2024 βούλευμα του, έκανε δεκτό το με αρ. πρωτ. 81/1-2-2024 αίτημα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών της Ανακρίτριας του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, που υποβλήθηκε στα πλαίσια διενεργείας κυρίας ανάκρισης σε βάρος του κατηγορούμενου Θ. Α. του Μ., μεταξύ άλλων, και για την κακουργηματική πράξη της κατοχής και εμπορίας πιστολιών και περιστρόφων με σκοπό τη διάθεσή του σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος, δοθέντος ότι: α) αφενός μεν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του ανωτέρω κατηγορούμενου, β) αφετέρου δε υπήρχε αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρεια διακρίβωσης με άλλον τρόπο του ανωτέρω εγκλήματος, και διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επί της αναφερόμενης συσκευής κινητού τηλεφώνου και των εντός αυτής αναφερομένων κάρτας μνήμης και κάρτας sim, η οποία (συσκευή) βρέθηκε και κατασχέθηκε στην κατοχή του ως άνω κατηγορούμενου, δυνάμει της αναφερόμενης έκθεσης σωματικής έρευνας -σε άνδρα- των αστυνομικών προανακριτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας, στο πλαίσιο προηγηθείσας αυτεπάγγελτης αστυνομικής προανάκρισης, κατ’ άρ. 245 παρ.2 ΚΠΔ, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ενδελεχής έλεγχος από την Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών/Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων, αναφορικά με το σύνολο των ανωτέρω κατασχεθέντων πειστηρίων, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2023 [προηγούμενος έλεγχος αποθήκης οπλισμού του ΑΤ’ …] έως τις 17-1-2024 [σύλληψη του ανωτέρω κατηγορούμενου], και συγκεκριμένα η Δ.Ε.Ε./Τμήμα Εξέτασης Ψηφιακών Πειστηρίων (συντασσομένης σχετικής εκθέσεως εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης): 1] Να προβεί στην εξέταση των προαναφερομένων ψηφιακών πειστηρίων, και ειδικότερα στην εξαγωγή του συνόλου των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών και αρχείων video, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, των λογισμικών ανταλλαγής μηνυμάτων, δεδομένων επικοινωνίας μέσω δικτύων κινητής τηλεφωνίας και διαδικτύου, καθώς και πάσης φύσεως δεδομένων που θα προκύψουν κατά την εξέταση και 2] Να διακριβώσει, για το ίδιο χρονικό διάστημα: α) εάν στα ανωτέρω κατασχεμένα πειστήρια υπάρχουν αποθηκευμένοι αριθμοί τηλεφώνων, αποθηκευμένες εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις, μηνύματα κάθε είδους και να προβεί στην εκτύπωση του περιεχομένου των μηνυμάτων, και β) εάν υπάρχουν διαγραμμένα αρχεία εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων, καθώς και μηνυμάτων κάθε είδους και σε θετική περίπτωση να προβεί σε ανάκτηση και στην εκτύπωσή του περιεχομένου τους. Γ) Οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. και οι εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας O.T.E.-A.E., VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. να γνωρίσουν στην Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, το ταχύτερο δυνατό, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή: 1) Οι μεν εταιρίες κινητής τηλεφωνίας COSMOTE, VODAFOΝΕ και NOVA Μ.Α.Ε.: Α) τις τηλεφωνικές συνδέσεις που ενεργοποιήθηκαν στην ανωτέρω κατασχεμένη τηλεφωνική συσκευή με αριθμούς IMEI 1: … και IMEI 2: …, για το χρονικό διάστημα από τις 03-7-2023 έως τις 17-01-2024, Β) τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων που θα προκύψουν από την προηγούμενη παράγραφο “1-Α”, για το ίδιο χρονικό διάστημα (03/7/2023 – 17/01/2024), τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των συνδρομητών τους που κάλεσαν ή κλήθηκαν από τις προαναφερόμενες τηλεφωνικές συνδέσεις, τις κεραίες που ενεργοποιήθηκαν στις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν και τους αριθμούς ΙΜΕΙ των τηλεφωνικών συσκευών που χρησιμοποιήθηκαν στις προαναφερόμενες συνομιλίες και Γ) τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και τις διευθύνσεις κατοικίας των συνδρομητών των τηλεφωνικών συνδέσεων των προηγούμενων παραγράφων “1-Α” και “1-Β”, καθώς και τυχόν άλλες τηλεφωνικές συνδέσεις που αυτοί έχουν ενεργοποιήσει στο όνομά τους και 2) Οι δε εταιρίες σταθερής τηλεφωνίας Ο.T.Ε. Α.E., VODAFONE και NOVA Μ.Α.Ε. τις εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις των συνδρομητών τους με τις τηλεφωνικές συνδέσεις των προηγούμενων παραγράφων “1-Α” και “1-Β”, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητας αυτών των συνδρομητών τους, για το χρονικό διάστημα από τις 03-7-2023 έως τις 17-01-2024.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών διατάσσοντας με το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμά του (479/2024) την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών της αναφερομένης σ’ αυτό συνδέσεως κινητής τηλεφωνίας, ως προς τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας αυτής, για το παρελθόν, εφάπαξ, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2023 έως 17-1-2024, επιλήφθηκε και αποφάνθηκε καθ’ υπέρβαση της προαναφερόμενης από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του, καθόσον καθόρισε το χρονικό εύρος της διαταχθείσας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, που αναφερόταν σε εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, εφάπαξ, για χρονικό διάστημα πέραν των δύο (2) μηνών, παρά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρ. 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022, που σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προβλέπουν ότι η διάρκεια άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες και ότι οι παρατάσεις αυτής μπορούν να διατάσσονται για διάστημα δύο (2) μηνών, κάθε φορά, με την ίδια διαδικασία και υπό τον όρο της εξακολούθησης συνδρομής των λόγων άρσης του απορρήτου, έως το μέγιστο επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα των δέκα (10) μηνών.
Πέραν των ανωτέρω, το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διέλαβε παραδοχές περί της τυχόν ύπαρξης λόγων για την θεμελίωση της εξακολούθησης της άρσης του απορρήτου των επίμαχων τηλεφωνικών συνδέσεων για το πέραν του πρώτου διμήνου χρονικό διάστημα άρσης του απορρήτου.
Μετά ταύτα, κατά τη γνώμη που επικράτησε, (μειοψήφισε ένας Αρεοπαγίτης) ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος για τον οποίο ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την, χωρίς βλάβη του κατηγορουμένου, αναίρεση υπέρ του νόμου του προσβαλλόμενου βουλεύματος, λόγω υπερβάσεως της από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του εκδόσαντος αυτό Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί, υπέρ του Νόμου, το υπ’ αρ. 479/2024 προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω υπερβάσεως της από το άρθρο 8 παρ.4 του Ν. 5002/2022 εξουσίας του εκδόσαντος αυτό ως άνω Συμβουλίου, χωρίς βλάβη του κατηγορουμένου.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ