Το Συμβούλιο της Επικρατείας «προχώρησε» σε μια σημαντική απόφαση υπέρ της διάσωσης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Αθήνας, αποτρέποντας την κατεδάφιση ενός μεσοπολεμικού κτιρίου στην πλατεία Κολιάτσου. Προηγουμένως, το κτίριο στην οδό Καλλινίκου 3 είχε χαρακτηριστεί ως μη διατηρητέο από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, γεγονός που επέτρεψε και την κατεδάφισή του. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από φορείς προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, που προσέφυγαν στο ΣτΕ ζητώντας την ακύρωση της σχετικής διοικητικής απόφασης. Τελικά, το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε τις οργανώσεις, δημιουργώντας ένα σημαντικό νομολογιακό προηγούμενο (ΣτΕ 320/2025 Ε’ Τμ.) για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης.
Οι αντιφατικές γνωμοδοτήσεις του Κεντρικού Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής
Πιο συγκεκριμένα, το κτίριο – ένα ιδιαίτερο δείγμα εκλεκτικισμού – είχε αρχικά κριθεί ως αξιόλογο από τη Διεύθυνση Αρχιτεκτονικής, Οικοδομικών Κανονισμών και Αδειοδοτήσεων (ΔΑΟΚΑ) του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η υπηρεσία είχε εισηγηθεί τον χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου, επικαλούμενη τη μορφολογική του σημασία, τη σχέση του με το γειτονικό κτίριο της οδού Καλλινίκου 1, καθώς και τη συμβολή του στη διατήρηση της ταυτότητας της περιοχής. Με τη σειρά του, το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής (ΚΕΣΑ) του ΥΠΕΝ είχε αρχικά υιοθετήσει την ανωτέρω εισήγηση, προτείνοντας τον χαρακτηρισμό του κτιρίου ως διατηρητέου μαζί με το όμορό του. Ωστόσο, μετά από ένσταση του ιδιοκτήτη, το ΚΕΣΑ άλλαξε στάση και, σε δεύτερη γνωμοδότησή του, έκρινε ότι το κτίριο δεν πληρούσε τα κριτήρια για προστασία.
Η εξέλιξη αυτή «άνοιξε τον δρόμο» για την έκδοση άδειας κατεδάφισης από τον Δήμο Αθηναίων. Η απόφαση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από αρχιτέκτονες, πολίτες και οργανώσεις προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ) και η MONUMENTA. Οι δύο τελευταίες οργανώσεις προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του Υπουργείου για τον μη χαρακτηρισμό του κτιρίου ως διατηρητέου, καθώς και της άδειας κατεδάφισης.
Η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, εξετάζοντας την υπόθεση, ανέδειξε σοβαρά ζητήματα στην αιτιολόγηση της απόφασης του ΚΕΣΑ, καταλήγοντας ότι η αλλαγή θέσης του Συμβουλίου δεν συνοδευόταν από επαρκή τεκμηρίωση.
Ειδικότερα, επισήμανε ότι η πρώτη γνωμοδότηση του ΚΕΣΑ, που βασίστηκε στην εισήγηση της ΔΑΟΚΑ, είχε αναγνωρίσει την αρχιτεκτονική και ιστορική αξία του κτιρίου, όμως η δεύτερη γνωμοδότηση που επέτρεπε την κατεδάφισή του δεν παρουσίαζε κάποιο νέο ουσιαστικό στοιχείο. Μοναδική διαφορά ήταν μια έκθεση επικίνδυνων τμημάτων, η οποία όμως δεν απέκλειε την αποκατάστασή του.
Το ΣτΕ πρόσθεσε, επίσης, ότι η αξιολόγηση του κτιρίου έγινε μεμονωμένα, χωρίς να ληφθεί υπόψη η σχέση του με το όμορό του στην Καλλινίκου 1, παρά το γεγονός, ότι και τα δύο είχαν αρχικά θεωρηθεί μέρος ενός ενιαίου συνόλου. Επιπλέον, έκρινε πως ακόμη και αν κάποια μορφολογικά στοιχεία είχαν αλλοιωθεί ή καταστραφεί, αυτό δεν σήμαινε ότι το κτίριο δεν μπορούσε να αποκατασταθεί και να διατηρήσει την αρχιτεκτονική του ταυτότητα. Σημείωσε επίσης ότι η στατική κατάσταση ενός κτιρίου δεν αποτελεί αυτόματα λόγο για τον αποκλεισμό του από τη διατηρητέα κληρονομιά, καθώς υπάρχουν τρόποι ενίσχυσης και αναστήλωσής του.
Σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό, το ΣτΕ ακύρωσε τόσο την απόφαση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, όσο και την άδεια κατεδάφισης της Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Αθηναίων, διασώζοντας ένα σημαντικό δείγμα της μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής της Αθήνας.
«Μια νίκη» υπέρ της διάσωσης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Αθήνας
Η υπόθεση αυτή αποτελεί μια νίκη για τη διατήρηση της ιστορικής ταυτότητας και φυσιογνωμίας της πόλης, σε μια περίοδο συνεχούς πίεσης για ανοικοδόμηση και ανάπτυξη.
Τα τελευταία χρόνια, δεκάδες κτίρια του αθηναϊκού μοντερνισμού, κυρίως από τις δεκαετίες 1920-1930, βρίσκονται υπό απειλή κατεδάφισης λόγω της εντατικοποίησης της οικοδομικής δραστηριότητας και της έλλειψης θεσμικής προστασίας.
Περιοχές όπως οι Αμπελόκηποι, το Παγκράτι, η Κυψέλη και το Κουκάκι χάνουν σταδιακά αρχιτεκτονικά δείγματα του Μεσοπολέμου, με εμβληματικές πολυκατοικίες και μονοκατοικίες να δίνουν τη θέση τους σε νέες πολυώροφες κατασκευές.
Η ΕΛΛΕΤ χαιρέτισε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφέροντας στο σχετικό δελτίο Τύπου ότι πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη στη μάχη για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου. Όπως τόνισε, τα κτίρια του Μεσοπολέμου, είτε εκλεκτικιστικά, είτε μοντέρνα, είτε απλά λαϊκά, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολεοδομικής ταυτότητας της Αθήνας. Το κτίριο της οδού Καλλινίκου 3 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς, όπως σημειώνει ο ομότιμος καθηγητής Μάνος Μπίρης, «κτίρια της μορφολογίας αυτής εκφράζουν τη μετάβαση από την αυστηρή συγκρότηση του αθηναϊκού κλασικισμού στην εμφάνιση των νέων τάσεων του Μοντέρνου κινήματος και αποπνέουν την αισιοδοξία και δημιουργικότητα της αστικής κοινωνίας της εποχής».
Παράλληλα, η επιστημονική ένωση υπογράμμισε τη σημασία της διατήρησης αυτών των κτιρίων όχι μόνο για τον σεβασμό της πολιτιστικής ταυτότητας της πόλης, αλλά και για τη βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς η κατεδάφισή τους συνεπάγεται υψηλό ενεργειακό κόστος και περιβαλλοντική επιβάρυνση. Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι «η Πολιτεία οφείλει να λάβει δραστικά μέτρα για την προστασία τέτοιων κτιρίων, εφαρμόζοντας επιτέλους εργαλεία όπως το πρόγραμμα ΔΙΑΤΗΡΩ και τη Μεταφορά του Συντελεστή Δόμησης».