fbpx

Τι σημαίνει να ηγείσαι μιας Ανεξάρτητης Αρχής στην Ελλάδα; Τρεις Επικεφαλής και δύο Καθηγήτριες εξηγούν

Ο Κώστας Μενουδάκος, ο Χρήστος Ράμμος και ο Ανδρέας Ποττάκης, όλοι τους επικεφαλής τριών συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών που ζουν τα πράγματα από μέσα, καθώς και η Αικατερίνη Ηλιάδου και η Λίλιαν Μήτρου, καθηγήτριες και έγκριτες νομικοί με πλούσια εμπειρία γύρω από τις ανεξάρτητες αρχές, δίνουν τη δική τους – όχι και τόσο ευχάριστη – εκδοχή.

Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 15 λεπτά

Δείτε επίσης

Σε ποιο βαθμό είναι οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα όντως ανεξάρτητες; Αρκεί η de jure ανεξαρτησία ή μήπως η de facto ανεξαρτησία παίζει εξίσου, αν όχι πιο κρίσιμο, ρόλο; Ποιες είναι οι εμπειρίες τριών έγκριτων νομικών και επικεφαλής ανεξάρτητων αρχών, κάποιοι εκ των οποίων έχουν βρεθεί στο επίκεντρο πολιτικών συγκρούσεων, σε υποθέσεις που ταλανίζουν τη δημόσια σφαίρα;

Το “NB Daily” βρέθηκε στην εκδήλωση που διοργάνωσαν το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή & Δημήτρη Τσάτσου και το Παρατηρητήριο Συνταγματικών Εξελίξεων Syntagma Watch, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, την Τρίτη 11 Μαρτίου, καταγράφοντας όσα ειπώθηκαν σχετικά με τον βαθμό ανεξαρτησίας των ανεξάρτητων αρχών στην Ελλάδα.

Κώστας Μενουδάκος

«Η νομολογία του ΕΔΔΑ θεωρεί τις ανεξάρτητες αρχές ως ισοδύναμες με τα δικαστήρια για την προστασία των δικαιωμάτων»

Ο Κώστας Μενουδάκος, Πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και Επίτιμος Πρόεδρος του ΣτΕ, αναφέρθηκε στη θεσμική εξέλιξη των ανεξάρτητων αρχών και τον ρόλο τους στο δημοκρατικό κράτος δικαίου.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όπως θύμισε, είχε τεθεί το ερώτημα της ένταξης των ανεξάρτητων αρχών στο τρίπτυχο της εξουσίας, όταν προσβλήθηκε δικαστικά πράξη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Έκτοτε, η έννοια των ανεξάρτητων αρχών έχει εξελιχθεί, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε νομολογιακό επίπεδο. Σήμερα, έχει εμπεδωθεί ότι οι ανεξάρτητες αρχές επιτελούν ένα κρίσιμο έργο για τη δημοκρατία, διασφαλίζοντας την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο Κώστας Μενουδάκος, Πρόεδρος Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Επίτιμος Πρόεδρος ΣτΕ, μιλάει σε εκδήλωση στον ΔΣΑ με θέμα: «Πόσο ανεξάρτητες είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;», την Tρίτη 11 Μαρτίου 2025. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Η σημασία τους αποτυπώνεται στη νομολογία τόσο των εθνικών, όσο και των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Μέσα από σειρά αποφάσεων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχουν καθορίσει ποιες νομοθετικές ρυθμίσεις είναι αντίθετες προς την ανεξαρτησία των αρχών αυτών. «Η νομολογία του ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ότι οι ανεξάρτητες αρχές είναι ισοδύναμες με τα δικαστήρια στην προστασία των δικαιωμάτων», όπως χαρακτηριστικά εξήγησε.

Αναφερόμενος σε πρόσφατο βιβλίο του Καθηγητή Αντώνη Μεταξά, ο κ. Μενουδάκος υπογράμμισε ότι οι ανεξάρτητες αρχές λειτουργούν ως «θεσμικές ανασχέσεις» απέναντι στην κυβερνητική εξουσία. Εξαιτίας αυτού του ρόλου τους, συχνά ενοχλούν την εκτελεστική εξουσία. Ωστόσο, σε ένα δημοκρατικό κράτος που σέβεται τους θεσμούς, πρέπει να διατηρούνται οι απαραίτητες ισορροπίες. Οι όποιες αντιδράσεις απέναντι στη λειτουργία τους, αν και μέχρι έναν βαθμό κατανοητές, οφείλουν να παραμένουν εντός των ορίων που θέτει η δημοκρατική τάξη, όπως τέλος παρατήρησε.

Αικατερίνη Ηλιάδου

«Η σαφήνεια του ρόλου, η διαφάνεια και απόδοση λογοδοσίας, η οικονομική ανεξαρτησία, η ανεξαρτησία από την ηγεσία των ανεξάρτητων αρχών και η συμπεριφορά του προσωπικού συνιστούν κεντρικά σημεία στον καμβά της ανεξαρτησίας»

Η Αικατερίνη Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, στάθηκε αρχικά στην εξέλιξη των ανεξάρτητων αρχών ως έναν νέο τρόπο οργάνωσης της δημόσιας εξουσίας, που διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1980. Μέχρι τότε, όπως σημείωσε, ο διοικητικός έλεγχος ήταν συγκεντρωμένος στην κορυφή της διοικητικής πυραμίδας, υπό την αρμοδιότητα των υπουργών. Η αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στην εδραίωση των ανεξάρτητων αρχών στη χώρα, χωρίς ωστόσο να καθιερώσει ένα ενιαίο θεσμικό προφίλ, που θα μπορούσε να καλύψει όλες τις νέες μορφές διοικητικής οργάνωσης, όπως εξήγησε. Παράλληλα, ανέφερε ότι οι κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου συνέβαλαν στον πολλαπλασιασμό τους, οδηγώντας σε ένα φαινόμενο διοικητικής διαφοροποίησης, όπου η ανεξαρτησία αποτελεί τη βασική τους θεσμική ιδιαιτερότητα.

Αναφερόμενη στην έννοια της ανεξαρτησίας, σημείωσε ότι αυτή δεν ορίζεται ρητά, ούτε στον νόμο, ούτε στο Σύνταγμα, αλλά προκύπτει από τη νομολογία, η οποία επισημαίνει ότι η ανεξαρτησία αφορά κυρίως την ικανότητα ενός φορέα να λειτουργεί χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις, ή πιέσεις. Διακρίνεται σε de jure (νομική ανεξαρτησία, βάσει θεσμικών κανόνων) και de facto (πρακτική ανεξαρτησία, όπως εφαρμόζεται στην πράξη). «Αν και η ύπαρξη νομικών εγγυήσεων αυξάνει τις πιθανότητες επίτευξης de facto ανεξαρτησίας, αυτό δεν είναι πάντα δεδομένο», όπως επί λέξει παρατήρησε.

Η Αικατερίνη Ηλιάδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, μιλάει κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον ΔΣΑ με θέμα: «Πόσο ανεξάρτητες είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;», την Tρίτη 11 Μαρτίου 2025. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Κεντρικά σημεία που καθορίζουν την ανεξαρτησία των αρχών είναι η σαφήνεια του ρόλου τους, η διαφάνεια και η λογοδοσία, η οικονομική τους ανεξαρτησία, η αυτονομία της ηγεσίας τους και η συμπεριφορά του προσωπικού τους. Στην ελληνική έννομη τάξη, συχνά παρατηρείται σύγχυση, όσον αφορά τη σαφήνεια των αρμοδιοτήτων τους, καθώς κρατικά όργανα, κυρίως υπουργεία, διεκδικούν μέρη της δικαιοδοσίας τους. Επιπλέον, η οικονομική τους ανεξαρτησία περιορίζεται, λόγω της εξάρτησής τους από τον κρατικό προϋπολογισμό και των διαχειριστικών περιορισμών που τους επιβάλλονται. Παράλληλα, η μη τήρηση των κανόνων θητείας των μελών τους αποτελεί συχνό φαινόμενο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη νομοθετική παρέμβαση στη θητεία του επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Περαιτέρω, αξιοποιώντας και τα πορίσματα της διεθνούς βιβλιογραφίας, σημείωσε ότι οι ανεξάρτητες αρχές σήμερα αντιμετωπίζουν δύο βασικές προκλήσεις: τη «ρυθμιστική σύλληψη», όπου μια αρχή διαμορφώνει στόχους διαφορετικούς από εκείνους που αρχικά είχε θέσει ο νομοθέτης, και τον γραφειοκρατικό μετασχηματισμό, όπου η αρχή σταδιακά απομακρύνεται από τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της και λειτουργεί ως τμήμα μιας παραδοσιακής δημόσιας διοίκησης με τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που τη διέπουν. Πρόκειται, όπως τέλος ανέφερε, για συνέπειες που μειώνουν την αποτελεσματικότητα των ανεξαρτήτων αρχών, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τους θεσμικούς στόχους τους.

Ανδρέας Ποττάκης

«Προσπάθειες χειραγώγησης, πιέσεις και προσωπικές επιθέσεις συνιστούν μέρος της δουλειάς. Η απόκρουσή τους δεν αποτελεί πράξη θεσμικής γενναιότητας, αλλά ευσυνείδητη εκτέλεση των καθηκόντων»

Ο Συνήγορος του Πολίτη, Ανδρέας Ποττάκης, τόνισε ότι οι πραγματικά ανεξάρτητες αρχές είναι εκείνες που κατοχυρώνονται συνταγματικά, καθώς πολλές άλλες υπηρεσίες που φέρουν τον τίτλο της ανεξάρτητης αρχής διορίζονται από τον εκάστοτε υπουργό, γεγονός που αρκεί για να τις αποκλείσει από τον ορισμό της πραγματικής ανεξαρτησίας. Από την αρχή της ύπαρξής τους, οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από το πολιτικό προσωπικό, ενώ κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, όταν και κατοχυρώθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως «θεσμικά υβρίδια» και «συνταγματικές ανωμαλίες».

Εν συνεχεία, όπως σημείωσε, ο θεσμός του Συνηγόρου του Πολίτη εισήχθη στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο, με καθυστέρηση σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ιδρυτικός του νόμος ψηφίστηκε το 1997 και η λειτουργία του ξεκίνησε το 1998, λίγα χρόνια πριν τη μεγάλη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004. Ωστόσο, ήδη από το 1993, η ύπαρξη και η ανεξάρτητη λειτουργία του Συνηγόρου του Πολίτη αποτελούσε προαπαιτούμενο για την ένταξη οποιουδήποτε κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που τον εξώθησε στην παρατήρηση ότι «η καθυστέρηση αυτή είναι ενδεικτική της απροθυμίας του πολιτικού συστήματος να αποδεχθεί έναν νέο, εξωτερικό και ανεξάρτητο μηχανισμό ελέγχου, συμπληρωματικό προς τη δικαστική, διοικητική και κοινοβουλευτική εποπτεία».

Ο Ανδρέας Ποττάκης, Συνήγορος του Πολίτη, μιλάει κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον ΔΣΑ με θέμα: «Πόσο ανεξάρτητες είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;», την Tρίτη 11 Μαρτίου 2025. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Σύμφωνα με τον κ. Ποττάκη, οι ανεξάρτητες αρχές βρίσκονται διαρκώς υπό συστηματική υπονόμευση. Η διαρκής συρρίκνωση των προϋπολογισμών τους, η υποστελέχωση και η έλλειψη βασικών υλικοτεχνικών υποδομών, οι θεσμικές παρεμβάσεις χωρίς διαβούλευση, η αμφισβήτηση, ή η αφαίρεση αρμοδιοτήτων, χωρίς την αντίστοιχη παροχή πόρων και εργαλείων, ακόμη και προσωπικές επιθέσεις στις ηγεσίες τους, αποτελούν τους κυριότερους μηχανισμούς χειραγώγησης και αποδυνάμωσής τους. Αυτά τα φαινόμενα συνιστούν ανησυχητικά συμπτώματα υπονόμευσης του κράτους δικαίου και καταδεικνύουν την ύπαρξη μιας θεσμικής κρίσης. Αναφερόμενος, μάλιστα, στη σημασία της ανεξαρτησίας των θεσμών, ο Ανδρέας Ποττάκης παρέθεσε τη φράση ενός Αμερικανού φυσιοδίφη και ακτιβιστή: «Αυτό που κάνει κάποιον πατριώτη, είναι να είναι πάντα έτοιμος να υπερασπίζεται τη χώρα του απέναντι στην κυβέρνησή του».

Ο Συνήγορος του Πολίτη γεννήθηκε σε χώρες με υψηλά πρότυπα δημόσιας διοίκησης, όπου η λογοδοσία και η διαφάνεια αποτελούν θεμελιώδεις αξίες. Η ανεξάρτητη λειτουργία του προσφέρει μια επιπλέον ζώνη προστασίας για τους πολίτες, καθώς λειτουργεί ως ένας καθημερινός μηχανισμός ελέγχου, τόσο της δημόσιας διοίκησης, όσο και σημαντικών τομέων του ιδιωτικού τομέα. Σε μια φιλελεύθερη πολιτεία που σέβεται τον εαυτό της, η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου ελεγκτικού θεσμού όπως ο Συνήγορος του Πολίτη είναι απαραίτητη, καθώς χωρίς αυτόν το κράτος θα ήταν λιγότερο διαφανές, λιγότερο σύννομο, λιγότερο αποτελεσματικό, λιγότερο δημοκρατικό και κυρίως λιγότερο ανθρώπινο.

Ο κ. Ποττάκης αναφέρθηκε επίσης σε ζητήματα που επηρεάζουν τόσο την ανεξαρτησία, όσο και την αποτελεσματικότητα των ανεξάρτητων αρχών. Ο πολλαπλασιασμός των αρχών σε διάφορους τομείς κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας έχει αντίκτυπο στο κύρος, την αναγνωρισιμότητα και την κοινωνική νομιμοποίησή τους. Σε πολλές περιπτώσεις, η μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη διεθνών ή ενωσιακών ρυθμίσεων μεταφράστηκε λανθασμένα ως υποχρέωση δημιουργίας νέων ανεξάρτητων αρχών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περισσότερες αρχές στην Ελλάδα, από ό,τι σε χώρες με μεγαλύτερη οικονομία, όπως η Γαλλία, να προκύπτουν επικαλύψεις αρμοδιοτήτων και να συνυπάρχουν στην ίδια αρχή ασυμβίβαστες ιδιότητες, όπως ελεγκτής και ελεγχόμενος, αδειοδοτούσα αρχή και ελεγκτής της τήρησης των όρων νομιμότητας. Αυτά τα προβλήματα υπονομεύουν τη νομιμοποίηση των ανεξάρτητων αρχών και την αποτελεσματική λειτουργία τους.

Ο Φώτης Γιαννούλας, Δικηγόρος και μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ, ο Παναγιώτης Περάκης, Δικηγόρος και πρώην Πρόεδρος του CCBE, και η Χριστίνα Τσαγκλή, Δικηγόρος και Γενική Γραμματέας του ΔΣΑ, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον ΔΣΑ με θέμα: «Πόσο ανεξάρτητες είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;», την Tρίτη 11 Μαρτίου 2025. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον τρόπο, με τον οποίο οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις εφαρμόζουν τη συνταγματική απαίτηση για αυξημένη πλειοψηφία στην επιλογή των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Όπως ανέφερε, υπάρχει μια μη θεσμικά αρμόζουσα συναλλαγή μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων, που δίνει έμφαση στην κομματική εκπροσώπηση, παρά στην επιλογή ανεξάρτητων και αμερόληπτων προσώπων. Επιπλέον, ενώ το Σύνταγμα προβλέπει ότι οι ανεξάρτητες αρχές εκλέγονται και λογοδοτούν στη Βουλή, στην πράξη η εποπτεία της Βουλής δεν καλύπτει κρίσιμες πτυχές της ανεξαρτησίας τους, όπως την οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια. Στην πραγματικότητα, ο ελεγχόμενος (το κράτος) καθορίζει τους οικονομικούς και διοικητικούς πόρους του ελεγκτή του, κάτι που συνιστά σοβαρή στρέβλωση.

Ολοκληρώνοντας, κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις για τη θεσμική ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών. Η εκλογή των μελών πρέπει να γίνεται από όργανο της Βουλής με σταθερή σύνθεση, ή με απόφαση αυξημένης πλειοψηφίας. Η σύσταση νέων αρχών, καθώς και η τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου των υφιστάμενων, πρέπει να απαιτεί ειδική αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή. Πρέπει, επίσης, να ενισχυθεί η κοινοβουλευτική εποπτεία, ενώ κρίσιμο στοιχείο για τη θωράκιση της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας των ανεξάρτητων αρχών είναι η διοικητική και οικονομική υπαγωγή τους στη Βουλή, το σώμα δηλαδή που τις εκλέγει και στο οποίο λογοδοτούν. Τέλος, οι διαδικασίες επιλογής του προσωπικού τους πρέπει να γίνονται από τις ίδιες τις αρχές, κάτι που συναντάται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. στον θεσμό του Συνηγόρου του Πολίτη. Με αυτές τις παρεμβάσεις, μπορεί να διασφαλιστεί η επί της ουσίας ανεξαρτησία, αλλά και η αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων, τόσο εκ μέρους του Συνηγόρου του Πολίτη όσο και των λοιπών συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών εν γένει.

Λίλιαν Μήτρου

«Είναι απόδειξη ήττας της Δημοκρατίας και της εμπιστοσύνης στους θεσμούς να χρειάζεται το ΑΣΕΠ για να διασφαλίσει την αξιοκρατία και την ισότητα στην επιλογή προσωπικού, όπως είναι ένδειξη παθογένειας να καθίσταται η ΑΑΔΕ, η είσπραξη των φόρων, ο σκληρός πυρήνας του κράτους, ανεξάρτητη αρχή»

Η Λίλιαν Μήτρου, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, μίλησε βιωματικά για την εμπειρία της ως μέλους της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, καθώς και για τη συμμετοχή της στη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου των ανεξάρτητων αρχών.

Τόνισε ότι η αποτελεσματικότητα των ανεξάρτητων αρχών δεν κρίνεται μόνο από την ουσιαστική τους λειτουργία, αλλά και από το πώς οι πολίτες αντιλαμβάνονται την αποτελεσματικότητά τους. Αυτό είναι κρίσιμο για τη διατήρηση των checks and balances στο δημοκρατικό σύστημα. Ένα βασικό ερώτημα, όπως σημείωσε, είναι ποιες είναι οι πραγματικές προσδοκίες που έχουμε από τις ανεξάρτητες αρχές.

Η Λίλιαν Μήτρου, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αιγαίου, μιλάει κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον ΔΣΑ με θέμα: «Πόσο ανεξάρτητες είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;»την Tρίτη 11 Μαρτίου 2025. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Αναφερόμενη στην πρώτη της θητεία στην ΑΠΔΠΧ, ανέφερε ότι τα μέλη της επιλέγονταν με αυξημένα κριτήρια ανεξαρτησίας, παρά το γεγονός ότι ο διορισμός τους γινόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Ανάμεσα στα πρώτα μέλη της αρχής συγκαταλέγονταν διακεκριμένοι νομικοί όπως ο Νίκος Αλιβιζάτος, ο Μιχάλης Σταθόπουλος, καθώς και ο Περικλής Πάγκαλος. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή σταμάτησε, όταν άρχισε να διαμορφώνεται μια στάση δυσπιστίας απέναντι στην ανεξαρτησία της αρχής. «Η δυσπιστία είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο», όπως χαρακτηριστικά τόνισε.

Ένα ακόμα κρίσιμο ζήτημα που έθεσε, είναι κατά πόσο ο νομοθέτης είχε ως πρόθεση, κατά την ίδρυση των ανεξάρτητων αρχών, να λειτουργήσουν ως θεσμικά αντίβαρα. Η ίδια υποστήριξε πως ναι, με την προϋπόθεση όμως ότι εξυπηρετούν τους σκοπούς του Συντάγματος και του κράτους δικαίου. Δεν είναι απλώς ελεγκτικοί μηχανισμοί, ούτε εργαλεία στα χέρια της κυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης, αλλά θεσμοί που υπηρετούν μια δημοκρατία βασισμένη στο κράτος δικαίου.

Ο Νίκος Βούτσης, πρώην Υπουργός, ο Νίκος Φίλης, πρώην Υπουργός, ο Πέτρος Ι. Παραράς, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και Επίτιμος Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, και η Αλκμήνη Φωτιάδου, Διδάκτωρ Νομικής, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον ΔΣΑ με θέμα «Πόσο ανεξάρτητες είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;», την Τρίτη 11 Μαρτίου 2025. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ.

Σχολιάζοντας τη γενικότερη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών, ανέφερε ότι είναι δείγμα αποτυχίας της δημοκρατίας να χρειάζεται η ύπαρξη του ΑΣΕΠ για τη διασφάλιση της αξιοκρατίας στην επιλογή προσωπικού, όπως και το ότι η ΑΑΔΕ – η αρμόδια αρχή για την είσπραξη των φόρων, δηλαδή τον «σκληρό πυρήνα του κράτους» – έχει καταστεί ανεξάρτητη αρχή. Η ανεξαρτησία, επισήμανε, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά προϋπόθεση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί, διασφαλίζοντας θεσμικές και λειτουργικές συνθήκες μακριά από πολιτικές επιρροές.

Ωστόσο, η ανεξαρτησία από μόνη της δεν αρκεί – απαιτείται και αποτελεσματικότητα, καθώς αυτή είναι που εδραιώνει την ανεξαρτησία στην πράξη. Τόνισε ότι το πολιτικό και κομματικό σύστημα στην Ελλάδα δεν έχει ενισχύσει τις ανεξάρτητες αρχές, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, τις ανέχεται.

Κλείνοντας, αναφέρθηκε σε μια σοβαρή θεσμική παθογένεια στο κανονιστικό πλαίσιο για τα προσωπικά δεδομένα, η οποία αναμένει να εξεταστεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Συγκεκριμένα, επεσήμανε μια αντισυνταγματική διάταξη που εξαιρεί από τον έλεγχο της ΑΠΔΠΧ κάθε στοιχείο που κατηγοριοποιείται ως «απόρρητο» στον τομέα της εθνικής ασφάλειας – κάτι που δεν ίσχυε στην πρώτη σχετική νομοθεσία του 1997.

Χρήστος Ράμμος

«Οι ανεξάρτητες αρχές δεν βρίσκονται σε καλή φάση. Προσωπικά, δεν είμαι αισιόδοξος. Η μόνη αχτίδα αισιοδοξίας είναι ο κοινωνικός παλμός που διεκδικεί την ηθικοποίηση του πολιτεύματος και των θεσμών»

«Η εμπειρία της ΑΔΑΕ, καθώς και σε έναν βαθμό του Συνηγόρου του Πολίτη και της ΑΠΔΠΧ, δείχνει ότι οι ανεξάρτητες αρχές είναι ανεκτές από το πολιτικό σύστημα, εφόσον δεν αμφισβητούν τις επιλογές του. Όταν, όμως, υπερβούν αυτό το όριο και αμφισβητήσουν την κυβερνητική εξουσία, έρχονται αντιμέτωπες με έντονη αντίδραση, όπως συνέβη με την ΑΔΑΕ για τρία ολόκληρα χρόνια». Με αυτά τα λόγια, επέλεξε να ξεκινήσει την τοποθέτησή του ο Χρήστος Ράμμος, Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και Επίτιμος Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, περιγράφοντας τη στάση του πολιτικού συστήματος απέναντι στις ανεξάρτητες αρχές.

Τόνισε ότι οι ανεξάρτητες αρχές δεν δημιουργήθηκαν από κάποια δογματική ανάγκη, αλλά από την ανάγκη προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Η παραδοσιακή δημόσια διοίκηση, που συχνά υπόκειται σε κομματικές επιρροές, δεν μπορεί πάντα να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση των πολιτών και την αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων τους.

Ο Χρήστος Ράμμος, Πρόεδρος ΑΔΑΕ, Επίτιμος Αντιπρόεδρος ΣτΕ, μιλάει κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον ΔΣΑ με θέμα: «Πόσο ανεξάρτητες είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;», την Tρίτη 11 Μαρτίου 2025. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Η ανεξαρτησία των αρχών σημαίνει, πρώτα και κύρια, ανεξαρτησία από την εκτελεστική εξουσία. Δεν υπόκεινται σε υπουργεία, ούτε στην κεντρική διοίκηση, αλλά αποκλειστικά σε κοινοβουλευτικό έλεγχο. Παρά ταύτα, ένα από τα κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλες οι ανεξάρτητες αρχές είναι η ακραία υποστελέχωση.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της ΑΔΑΕ, η οποία διαθέτει μόλις 40 υπαλλήλους που καλούνται να ελέγξουν το σύνολο των τηλεπικοινωνιακών και ταχυδρομικών παρόχων της χώρας, να εκδίδουν κανονιστικές οδηγίες για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και να ασκούν ελεγκτικές και κυρωτικές αρμοδιότητες. Επιπλέον, η έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων και ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων υπονομεύουν την ανεξαρτησία της αρχής.

Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα είναι ο τρόπος επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Ο κ. Ράμμος χαρακτήρισε μεγάλο λάθος τη μείωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας από τα 4/5 στα 3/5 για τον διορισμό των μελών των αρχών, επισημαίνοντας ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν τηρήθηκε ούτε το όριο των 3/5, γεγονός που πλήττει το κύρος των αρχών.

Ο Γιώργος Τζιλιβάκης, Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Επιθεώρησης Εργασίας, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στον ΔΣΑ με θέμα: «Πόσο ανεξάρτητες είναι οι Ανεξάρτητες Αρχές;», την Tρίτη 11 Μαρτίου 2025. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Επιπλέον, αναφέρθηκε στις πιέσεις που ασκούνται στις ανεξάρτητες αρχές, μέσω ερμηνειών της νομοθεσίας που περιορίζουν τη δράση τους. Ανέφερε χαρακτηριστικά την περίπτωση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος ερμήνευσε τον νόμο κατά τρόπο που οδηγεί σε ποινικές κυρώσεις για παραβίαση κρατικών απορρήτων, εφόσον διαπιστώνονται ζητήματα κατασκοπείας, υπονομεύοντας έτσι την ανεξαρτησία του προσωπικού της ΑΔΑΕ.

Κλείνοντας, ο κ. Ράμμος εξέφρασε την απαισιοδοξία του για την κατάσταση των ανεξάρτητων αρχών, σημειώνοντας ότι δεν βρίσκονται σε καλή φάση. Ωστόσο, το μόνο στοιχείο που προσφέρει μια αχτίδα αισιοδοξίας, όπως είπε, είναι η αυξανόμενη κοινωνική αφύπνιση και η διεκδίκηση μιας ηθικοποίησης των θεσμών και του πολιτεύματος.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις