Γυναίκα 38 ετών, κατέληξε σε δημόσιο νοσοκομείο της χώρας επειδή κατά τη διενέργεια καισαρικής τομής το 2004 δεν είχαν αφαιρεθεί από το σώμα της οι γάζες της επέμβασης. Τέσσερα χρόνια μετά, οι πόνοι έγιναν αφόρητοι, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της, παρά τις προσπάθειες των ιατρών.
Η υπόθεση, όχι ως προς το ποινικό της σκέλος, έφτασε μέχρι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι η παράλειψη του γυναικολόγου ιατρού και Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο για τον εντοπισμό και την αφαίρεση όλων των χειρουργικών γαζών που είχαν τοποθετηθεί στο σώμα της ασθενούς, αρκούμενος στη σχετική διαβεβαίωση των νοσηλευτριών, πυροδότησε μία αλληλουχία γεγονότων, που οδήγησαν τελικώς στο θάνατό της.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών επιδίκασε, τελικώς, στους συγγενείς (σύζυγο, κόρες και πεθερά της θανούσας) ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 600.000 ευρώ εξαιτίας της βαρύτατης ψυχικής οδύνης που υπέστησαν.
Ιστορικό
Η γυναίκα γεννήθηκε το έτος 1970 και εισήχθη στις 3.5.2004 σε Μαιευτική Κλινική Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου, διανύοντας τότε τον ένατο μήνα της κύησής της, όπου, στις 4.5.2005, υποβλήθηκε σε καισαρική τομή από Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιατρό γυναικολόγο, γεννώντας ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Κατά την επέμβαση η ίδια παρουσίασε αιμορραγία και, προκειμένου αυτή να αντιμετωπισθεί, χρησιμοποιήθηκαν γαζόπανα (κομπρέσες) εντός της κοιλίας της. Η ασθενής εξήλθε τελικά από το εν λόγω Νοσοκομείο, μετά από πέντε ημέρες, στις 8.5.2004.
Μετά την παρέλευση τετραετίας, στις αρχές του έτους 2008, η ίδια άρχισε να εκφράζει παράπονα για διάχυτους κοιλιακούς πόνους, γεγονός που την οδήγησε στην απόφαση να προβεί στις 20.2.2008 σε εργαστηριακό και υπερηχογραφικό έλεγχο, ο οποίος κατέδειξε ευμεγέθες μικτής ανακλαστικότητας μόρφωμα στο αριστερό πλάγιο τμήμα της κοιλιακής χώρας, το οποίο έχρηζε περαιτέρω ελέγχου.
Στη συνέχεια, στις 4.3.2008 εισήχθη σε Ιδιωτική Κλινική, όπου υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία άνω – κάτω κοιλίας, τα ευρήματα της οποίας επιβεβαίωσαν τις διαπιστώσεις του ανωτέρω υπερηχογραφικού ελέγχου. Στις 5.3.2008, η ασθενής εξήλθε από την ανωτέρω Ιδιωτική Κλινική, με οδηγίες για χειρουργική αντιμετώπιση. Κατόπιν αυτών, στις 18.3.2008 εισήλθε σε Χειρουργική Κλινική Γενικού Νοσοκομείου, όπου διαγνώσθηκε ψηλαφητό μόρφωμα κοιλίας, συνοδευόμενο από διάχυτο κοιλιακό άλγος με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι απαιτούμενες ενέργειες για να εισαχθεί στο χειρουργείο.
Η ασθενής μετά την επέμβαση, από την οποία αφαιρέθηκε η κομπρέσα που επί τέσσερα έτη είχε «ξεχαστεί», μεταφέρθηκε σε δωμάτιο κοινής νοσηλείας.
Στις 27.3.2008 η ασθενής εξήλθε από το νοσοκομείο, της χορηγήθηκαν συστάσεις για λήψη φαρμακευτικής αγωγής και επανεξέταση κατόπιν τετραημέρου, η δε πορεία της υγείας της χαρακτηρίστηκε ως βελτιωμένη. Εντούτοις, στις 19.04.2008, παρουσίασε επιληπτική κρίση, καθώς και μεγάλη αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, πτώση του αιματοκρίτη σε 27,5% και των αιμοπεταλίων σε 181.000. Ενόψει της μεγάλης επιδείνωσης της υγείας της, ο Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου, σε συνεννόηση με τον Αναπληρωτή Διευθυντή της Κλινικής, αποφάσισαν την υποβολή της ασθενούς σε μαγνητική τομογραφία, θεωρώντας ότι η μαγνητική τομογραφία που πραγματοποιήθηκε την προτεραία ήταν μειωμένης ιατροδιαγνωστικής αξίας, δεδομένου ότι έλαβε χώρα ελλείψει σκιαγραφικού υγρού. Όμως, η εν λόγω εξέταση, εξαιτίας της κρισιμότητας της κατάστασης, δεν συνοδεύτηκε από γραπτή γνωμάτευση, αλλά τα αποτελέσματά της ανακοινώθηκαν τηλεφωνικά στον χειρουργό και κατέδειξαν θρόμβωση του οβελιαίου κόλπου του εγκεφάλου. Ακολούθως, λόγω της βαριάς κλινικής εικόνας της ασθενούς και με την πιθανότητα η αναφερόμενη εγκεφαλική θρόμβωση να οφείλεται σε θρόμβο που εκκινεί από ενδοκοιλιακό απόστημα, οι χειρουργοί αποφάσισαν, από κοινού, την υποβολή της ασθενούς σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση. Τελικώς, η γυναίκα την επόμενη μέρα κατέληξε στη ΜΕΘ του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας.
Η πρωτοβάθμια απόφαση και το μπαράζ των εφέσεων
Η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών το οποίο έκρινε ότι, η παράλειψη του ιατρού γυναικολόγου του πρώτου εκκαλούντος-εφεσίβλητου Νοσοκομείου να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο και εντοπισμό όλων των αιμοστατικών γαζών που τοποθετήθηκαν εντός της κοιλίας της θανούσας, κατά τη διενεργηθείσα στις 4.5.2004 χειρουργική επέμβαση καισαρικής τομής, έθεσε σε λειτουργία μία αλληλουχία γεγονότων που οδήγησαν διαδοχικώς στο θάνατό της. Η παράλειψη αυτή, όπως τόνισε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με τη φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού της ασθενούς και την εξ αυτού του λόγου επιβάρυνση της υγείας της, η οποία επιδεινώθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια της δεύτερης νοσηλείας της.
Έτσι, λοιπόν, με το θανατηφόρο αποτέλεσμα που επήλθε, κρίθηκε ότι, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης του πρώτου Νοσοκομείου προς αποζημίωση των συγγενών της θανούσας, όχι, όμως, και του δεύτερου Νοσοκομείου. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία της θανούσας (38 ετών) και τις συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα ο θάνατός της, την ηλικία των συγγενών, το βαθμό συγγένειάς τους με την θανούσα, έκρινε ότι το Νοσοκομείο οφείλει να καταβάλει, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, στον εφεσίβλητο-εκκαλούντα το ποσό των 80.000,00 ευρώ ατομικά και για λογαριασμό της τότε ανήλικης θυγατέρας το ποσό των 120.000 ευρώ, στη δεύτερη εφεσίβλητη-εκκαλούσα το ποσό των 120.000 ευρώ και στην τέταρτη εφεσίβλητη-εκκαλούσα το ποσό των 20.000, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο της συζύγου του πρώτου, μητέρας της δεύτερης και τρίτης και νύφης της τέταρτης.
Εν συνεχεία, το Νοσοκομείο άσκησε έφεση υποστηρίζοντας ότι δεν στοιχειοθετείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αιτίας και της ασθένειας που προκάλεσε το θάνατο της γυναίκας, ζητώντας την εκ νέου διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Έφεση, όμως, άσκησαν και οι συγγενείς της θανούσας, αποδίδοντας την ευθύνη για το θάνατο της συγγενούς τους σε πράξεις και παραλείψεις των ιατρών του δεύτερου νοσοκομείου. Ειδικότερα, υποστήριξαν ότι στην επέλευση του μοιραίου αποτελέσματος συνετέλεσαν άμεσα και οι ιατρικοί χειρισμοί του χειρουργού ο οποίος επιλήφθηκε του πρώτου κατά σειρά χειρουργείου στο δεύτερο εφεσίβλητο Νοσοκομείο. Εντούτοις, οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν με το επιχείρημα ότι όλα έγιναν με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Τελικώς, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών μεταρρύθμισε την πρωτοβάθμια απόφαση, επιδικάζοντας στο σύζυγο της θανούσας το ποσό των 150.000 ευρώ, σε καθεμία από τις δεύτερη και τρίτη εφεσίβλητες- εκκαλούσες, θυγατέρες της θανούσας το ποσό των 200.000 ευρώ και στην τέταρτη εφεσίβλητη-εκκαλούσα, πεθερά της θανούσας το ποσό των 50.000 ευρώ.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕφΑθ 2639/2023