Ο Άρειος Πάγος με την πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1089/2023 απόφασή του συμβάλλει καθοριστικά στην επίλυση κρίσιμων ζητημάτων σχετικά με το δικαίωμα της εκούσιας εξόδου εταίρου ομόρρυθμης εταιρείας που προβλέπεται στο άρθρο 261 Ν 4072/2012.
Κατ’ αρχάς, κατά το μέρος που ήταν κρίσιμο για τον προβληθέντα λόγο αναίρεσης, η απόφαση διευκρινίζει ότι στην ΟΕ ορισμένου χρόνου το αίτημα αναγνώρισης της ύπαρξης σπουδαίου λόγου για την άσκηση του δικαιώματος εκούσιας εξόδου συνιστά αυτοτελή αίτηση επί της οποίας οφείλει να αποφαίνεται το Δικαστήριο.
Πλέον όμως του θέματος τούτου, η απόφαση αναφέρεται παρεμπιπτόντως σε πλήθος κρίσιμων ζητημάτων εκ του άρθρου 261 Ν 4072/2012, όπως α) στην έννοια του σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την άσκηση του δικαιώματος εκούσιας εξόδου, β) στον τρόπο υπολογισμού της αξίας της εταιρικής συμμετοχής του εξελθόντος εταίρου και γ) στα ευθυνόμενα για την καταβολή της πρόσωπα.
Χαρακτηριστικό είναι το κατωτέρω απόσπασμα της απόφασης:
«Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Ν 4072/2012, ο εταίρος μπορεί με δήλωσή του προς την εταιρία και τους λοιπούς εταίρους, να εξέλθει εκουσίως από την εταιρία. Ειδικότερα, στον εταίρο που δεν επιθυμεί να συνεχίσει τη συμμετοχή του στην εταιρία, παρέχεται η δυνατότητα, να εξέλθει εκουσίως από αυτήν με μονομερή δήλωση απευθυντέα στους υπόλοιπους εταίρους και την εταιρία. Έχει δηλαδή το δικαίωμα να καταγγείλει την εταιρική του συμμετοχή, χωρίς να πρέπει να αναμένει την κρίση του δικαστηρίου, όπως γινόταν στο προγενέστερο δίκαιο όπου η καταγγελία της εταιρίας επέφερε τη λύση της και ως εκ τούτου την έξοδο του εταίρου από αυτήν. Η εν λόγω καταγγελία της εταιρικής του συμμετοχής, που γίνεται όπως αναφέρθηκε με μονομερή (απευθυντέα προς τους λοιπούς εταίρους και την εταιρεία) του δήλωση, έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και δεν απαιτείται να επικυρωθεί από το δικαστήριο, καθώς επιφέρει αμέσως τα αποτελέσματά της, ήτοι την έξοδό του από την εταιρία και τη συνέχιση της λειτουργίας της με τους λοιπούς εταίρους, από τη στιγμή που η δήλωση αυτή θα περιέλθει στην εταιρεία και τους εταίρους.
Ο εξερχόμενος εταίρος (όπως και ο αποκλειόμενος) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 παρ. 2 του Ν 4072/2012, έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Σ’ αυτήν την περίπτωση εάν μεν η εταιρία είναι αορίστου χρόνου, η αξία της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου καταβάλλεται σε εκείνον στο τέλος της εταιρικής χρήσης (άρθρο 261 παρ. 2 Ν 4072/2012), ενώ σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το ύψος της, αυτό καθορίζεται από το Μονομελές Δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 264 παρ. 2 Ν 4072/2012). Η συνδρομή σπουδαίου λόγου για την αποχώρηση του εξερχόμενου εταίρου είναι αδιάφορη όσον αφορά τις εταιρίες αορίστου χρόνου. Η συνδρομή του είναι ουσιώδης στις εταιρίες ορισμένου χρόνου, διότι η διάταξη του άρθρου 261 παρ. 3 Ν 4072/2012, εξαρτά την καταβολή ή μη της αξίας συμμετοχής του εξερχομένου από την ύπαρξη σπουδαίου λόγου που να δικαιολογεί την έξοδό του από την εταιρία.
Συνεπώς, στις εταιρίες αορίστου χρόνου, ο εξερχόμενος (όπως και ο αποκλειόμενος) εταίρος, ανεξάρτητα από το αν υφίσταται σπουδαίος λόγος ή όχι που να δικαιολογεί την έξοδό του από την εταιρία, εφόσον καταγγείλει την εταιρική του συμμετοχή, δικαιούται να αξιώσει από την εταιρία την καταβολή της πλήρους αξίας αυτής (εταιρικής συμμετοχής), ενώ επιπλέον από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 264 του Ν 4072/2012 ορίζεται ότι αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των χρεών της εταιρίας, ο εξερχόμενος ή αποκλειόμενος εταίρος υποχρεούται να τα καλύψει κατά το λόγο της συμμετοχής του στις ζημίες. Ο κατά τα ανωτέρω σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση με τη γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία θα αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασης που δημιούργησε ο επικαλούμενος σπουδαίος λόγος, η συνδρομή ή μη του οποίου αξιολογείται με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Η ύπαρξη του σπουδαίου λόγου θα πρέπει, πάντως, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στην ομαλή λειτουργία της εταιρίας. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει, κατά βάση να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προσωπικά στοιχεία παίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Περιστατικά που συνιστούν σπουδαίο λόγο είναι, υπό το πρίσμα των νέων διατάξεων που επικεντρώνουν στην οπτική της εμπορικής επιχείρησης, φορέας της οποίας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας παρά στον προσωποπαγή συμβατικό εταιρικό δεσμό, η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών, η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων και η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες, η έλλειψη συνεργασίας, κατανόησης, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης κ.λπ. και πάντα σε συνάρτηση με αποχρώντες οικονομικούς λόγους, που έχουν ως επακόλουθο είτε την παράλυση της λειτουργίας είτε την αδυναμία της εκπλήρωσης του σκοπού της (ΑΠ 473/2019). Για τη στοιχειοθέτηση του σπουδαίου λόγου, για τον οποίο ο νόμος δεν αναφέρει πότε θεωρείται ότι υπάρχει, γίνεται δεκτό ότι δεν προϋποτίθεται η ύπαρξη υπαιτιότητας των υπολοίπων εταίρων ή των εκπροσώπων της εταιρίας, ούτε το αναίτιο του ζητούντος την εκ της εταιρίας έξοδο. Υπό άλλη διατύπωση, σπουδαίο λόγο δύναται να αποτελέσει κάθε περιστατικό ή κάθε κατάσταση που, σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, έχει ως συνέπεια, η παραμονή του εταίρου στην εταιρία να καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής (ΑΠ 654/2010).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς την αξία συμμετοχής, η αξία που καταβάλλεται ορίζεται από το δικαστήριο το οποίο αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 259, ήτοι το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αξίωση του αποχωρούντος εταίρου για την καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής απορρέει από την εταιρική σχέση. Οι απαιτήσεις δε των εταίρων από την εταιρική σχέση ικανοποιούνται μόνον από την εταιρική περιουσία, δεν ευθύνονται δηλαδή για τις απαιτήσεις αυτές οι λοιποί εταίροι με την προσωπική (εξωεταιρική) τους περιουσία. Έτσι, η αξία της εταιρικής συμμετοχής του αποχωρούντος εταίρου συνιστά αντικείμενο ενοχικής αξίωσης τούτου κατά της εταιρίας, η οποία και νομιμοποιείται παθητικά προς τούτο στη δίκη επί της σχετικής αγωγής του εν λόγω εταίρου, για τον καθορισμό της αξίας της μερίδας συμμετοχής κρίσιμη είναι η αξία που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τη μεταβίβασή της στην αγορά κατά τον χρόνο αποχώρησης του εταίρου, ήτοι κατά την ημερομηνία εξόδου αυτού, η οποία συντελείται με την επίδοση της σχετικής διαπλαστικής δήλωσης στην εταιρία και τους λοιπούς. Για τον σχηματισμό δικαστικής κρίσης θα πρέπει συνεκτιμάται η όλη περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας, δηλαδή το ενεργητικό αυτής τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ειδικότερα τα περιουσιακά της στοιχεία (και το υφιστάμενο κεφάλαιό της, το οποίο δεν μειώνεται με την έξοδο ή του αποκλεισμό εταίρου) συμπεριλαμβανομένων σ` αυτά και των αξιώσεών της έναντι τρίτων και της αποτιμητέας σε χρήμα αξίας των άυλων αγαθών που απέκτησε (φήμη, πελατεία, αξία διακριτικών γνωρισμάτων κ.λπ.) από τη μέχρι τότε λειτουργία της, καθώς και το παθητικό της, δηλαδή τα χρέη της προς τρίτους, ενώ θα πρέπει λαμβάνεται υπόψη και η οικονομική απόδοση της εταιρικής επιχειρήσεως τρέχουσα και προσδοκώμενη.
Για τον υπολογισμό της αξίας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου συντάσσεται ειδικός ισολογισμός, στον οποίο απεικονίζεται η πραγματική περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας κατά το χρόνο απώλειας της εταιρικής ιδιότητας, δηλαδή κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης εξόδου. Η ανάγκη ανεύρεσης της πραγματικής αξίας της εταιρικής περιουσίας επιβάλλει την αναζήτηση τόσο της υπεραξίας των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας όσο και των φανερών ή αφανών αποθεματικών. Ο υπολογισμός της αξίας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου ομόρρυθμης εταιρίας με βάση αποκλειστικά τα επιδεκτικά αναγραφής στον ετήσιο ισολογισμό μεμονωμένα στοιχεία της επιχείρησης οδηγεί σε ανεπιεικείς λύσεις. Ο ετήσιος ισολογισμός, που συντάσσεται στο τέλος της εταιρικής χρήσης, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί την αποκλειστική βάση υπολογισμού της αξίας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, δεδομένου ότι επιτελεί εντελώς διαφορετική λειτουργία, αποβλέπει δηλαδή στη διαπίστωση κερδών ή ζημιών κατά τη συγκεκριμένη εταιρική χρήση και δεν αντικατοπτρίζει, κατά κανόνα, την αληθινή περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας, επειδή δεν περιλαμβάνει στοιχεία, όπως τα αφανή αποθεματικά, οι εκκρεμείς υποθέσεις, η πελατεία, η φήμη, η οργάνωση και η απόδοση της επιχείρησης κλπ.
Συνεπώς, για τον υπολογισμό της πραγματικής αξίας της συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου απαιτείται η κατάρτιση ειδικού ισολογισμού που να εμφανίζει την πραγματική περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας κατά τον χρόνο της εξόδου».
* Ο κ. Ισαάκ Γεροντίδης είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων Εμπορικό Δίκαιο στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ