Το ΣτΕ σε πρόσφατη απόφαση έκανε δεκτή ασκηθείσα προσφυγή, ακυρώνοντας απόφαση Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Περιφέρειας Αττικής, λόγω παράνομης πειθαρχικής δίωξης και τιμωρίας δημοτικού υπαλλήλου για τον οποίο δεν είχε πραγματοποιηθεί διακρίβωση της ικανότητας προς καταλογισμό (ΣτΕ 1031/2023).
Το Ανώτατο Ακυρωτικό ακολουθώντας πάγια νομολογία επεσήμανε ότι, για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του πειθαρχικού παραπτώματος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 του Υπαλληλικού Κώδικα (ΥΚ), απαιτείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αντικειμενικώς μεν η δια συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων του υπαλλήλου παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος, υποκειμενικώς δε η υπαίτια συμπεριφορά του υπαλλήλου, δηλαδή η παράβαση να οφείλεται είτε σε πρόθεση του υπαλλήλου (δόλος) είτε σε μη επίδειξη εκ μέρους του της απαιτούμενης, ανάλογα με τις περιστάσεις, επιμέλειας (αμέλεια). Η δεύτερη από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, δηλαδή η υπαιτιότητα του υπαλλήλου, δεν συντρέχει αν αυτός, κατά τον χρόνο τέλεσης των ενεργειών ή παραλείψεων που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση κάποιου πειθαρχικού παραπτώματος, στερείτο της ικανότητας προς καταλογισμό, πράγμα το οποίο συμβαίνει και όταν ο υπάλληλος κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο έπασχε από ψυχική νόσο, η οποία τον καθιστούσε ανίκανο να αντιληφθεί τον παραβατικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται, κατ’ άρθρο 106 του ΥΚ, η πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου, η τυχόν δε αρξαμένη παύει και κινείται η διαδικασία περί έρευνας της συνδρομής των προϋποθέσεων απόλυσης του υπαλλήλου λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας. Εξάλλου, η κρίση περί της συνδρομής σε συγκεκριμένη περίπτωση λόγων που αίρουν την ικανότητα προς καταλογισμό του διωκομένου υπαλλήλου ανήκει κατ’ αρχάς μεν στο πειθαρχικό συμβούλιο ενώπιον του οποίου έχει παραπεμφθεί ο υπάλληλος, το οποίο υποχρεούται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να διατάξει την εξέταση του υπαλλήλου από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, τελικά δε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο, κατά την εκδίκαση της κατ’ άρθρο 43 του ΠΔ 18/1989 προσφυγής του υπαλλήλου, κρίνει εκ νέου την υπόθεση όχι μόνο κατά το νομικό αλλά και κατά το πραγματικό μέρος αυτής, δυνάμενο να προβεί σε αυτοτελή διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε διάγνωση της ευθύνης του υπαλλήλου, επομένως και σε κρίση περί της συνδρομής στο πρόσωπό του λόγων που αίρουν την ικανότητά του προς καταλογισμό.
Έτσι λοιπόν το ΣτΕ, διαπιστώνοντας ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που αποδίδονται στον προσφεύγοντα δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του, αλλά ότι ήταν αποτέλεσμα των σοβαρών προβλημάτων υγείας του λόγω της μακροχρόνιας εξάρτησής του από ναρκωτικές ουσίες, που δεν του επέτρεπαν να αντιληφθεί τις συνέπειες της απουσίας του, αλλά ούτε και να αιτηθεί τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών, καθώς και ότι δεν τηρήθηκε η κατ’ άρθρο 157 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων διαδικασία απόλυσής του από την υπηρεσία λόγω πνευματικής ανικανότητας, έκανε δεκτή την προσφυγή, αναπέμποντας την υπόθεση στη διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Υπαλλήλων