Η απόφαση αφορά την επιβολή προστίμου ΚΒΣ λόγω ανακριβούς αναγραφής τιμήματος πώλησης σε συμβόλαια μεταβίβασης ακινήτων. Το δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση άσκησης επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων, το συμβόλαιο μεταβίβασης αποτελεί το προβλεπόμενο από τον ΚΒΣ παραστατικό στοιχείο της πώλησης. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που το συμβόλαιο είναι ανακριβές ως προς την αναγραφόμενη επ’ αυτού αξία πώλησης, στοιχειοθετείται παράβαση του ΚΒΣ. Οι διατάξεις αυτές του ΚΒΣ όμως δεν εφαρμόζονται, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, στα πρόσωπα τα οποία θεωρείται ότι αποκτούν εισόδημα από εμπορική επιχείρηση, υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος, λόγω της πραγματοποίησης μεμονωμένων ή συμπτωματικών πράξεων αγοραπωλησίας ακινήτων, οι οποίες, αν και δεν εντάσσονται σε συστηματική οργάνωση σχετικής επιχείρησης, δεν συνιστούν απλώς αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας αλλά αποσκοπούν στην επίτευξη κέρδους. Στις περιπτώσεις αυτές, η τυχόν αναγραφή ανακριβούς τιμήματος στο συμβόλαιο μεταβίβασης του ακινήτου, μπορεί μεν να έχει συνέπειες για τη φορολογία εισοδήματος, δεν καθιστά όμως, άνευ ετέρου, επιτρεπτή την επιβολή προστίμου του ΚΒΣ στον πωλητή, δεδομένου ότι το πρόσωπο αυτό δεν αποκτά την ιδιότητα του επιτηδευματία και κατ’ επέκταση, του υπόχρεου στην έκδοση φορολογικών στοιχείων εκ μόνης της άσκησης της κατά τα ανωτέρω δραστηριότητας. Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα και αν ο πωλητής έχει την ιδιότητα του επιτηδευματία, η προσδίδουσα όμως την ιδιότητα αυτή επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα δεν έχει ως αντικείμενο την αγοραπωλησία ακινήτων ή την παροχή απολύτως συναφών υπηρεσιών.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΣτΕ 167/2024