fbpx

Πέντε καθηγητές Νομικής κι ένας Ιστορικός συζητούν για το θεσμικό θεμέλιο της Μεταπολίτευσης

Το συνέδριο του Κύκλου Ιδεών για την Καμπύλη της Μεταπολίτευσης ξεκίνησε από τους θεσμούς και την ιστορία για να καταλήξει στην αισθητική και τους ήχους που έχουν «σφραγίσει» τις όψεις της πεντηκονταετίας

Χρόνος ανάγνωσης 16 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 16 λεπτά

Δείτε επίσης

Οι συζητήσεις για το θεσμικό αποτύπωμα της Μεταπολίτευσης έχουν πάντοτε ξεχωριστό ενδιαφέρον, ιδίως όταν τις εισηγήσεις πέντε καθηγητών του δημοσίου και αστικού δικαίου προσπαθεί να «εξισορροπήσει» ένας ιστορικός.

Για τον εορτασμό της επετείου των πενήντα ετών από την εδραίωση της Δημοκρατίας, ο Κύκλος Ιδεών (σε συνεργασία με το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών) διοργάνωσε ένα υψηλού επιπέδου συνέδριο με τον ευρηματικό τίτλο «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης».

Το NB Daily παρακολούθησε τη δεύτερη θεματική του συνεδρίου για το αν εξακολουθεί να ισχύει το θεσμικό θεμέλιο της Μεταπολίτευσης το οποίο δεν εξαντλείται στα γεγονότα του 1974 και στη θέσπιση του Συντάγματος του 1975 αλλά περιλαμβάνει και πολλές άλλες πτυχές που φτάνουν μέχρι και το δημοψήφισμα του 2015.

Στο πλαίσιο της συζήτησης έλαβαν μέρος ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος, ο καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Χαράλαμπος Ανθόπουλος, η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική της Θεσσαλονίκης Λίνα Παπαδοπούλου, ο ιστορικός και υπεύθυνος ιστορικών αρχείων του Μουσείου Μπενάκη Τάσος Σακελλαρόπουλος, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Αντώνης Καραμπατζός και η επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών Βασιλική Χρήστου. Τον συντονισμό ανέλαβαν οι δημοσιογράφοι Δήμητρα Κρουστάλλη και Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Νίκος Αλιβιζάτος

«Οδηγηθήκαμε στα μνημόνια παρά το «καλό» μας Σύνταγμα ελλείψει θεσμικών αντιβάρων»

Ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος, κληθείς να απαντήσει στο ερώτημα που του απηύθυνε ο δημοσιογράφος Αντώνης Παπαγιαννίδης κατά πόσο το Σύνταγμα ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες της Μεταπολίτευσης, απάντησε ότι η μεγάλη πρόκληση του 1974 ήταν η Ελλάδα να καταστεί μια κανονική κοινοβουλευτική δημοκρατία, να αποκαταστήσει τους δεσμούς της με τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό, οι οποίοι δεν διερράγησαν μόνο το 1967, αλλά είχαν διαρραγεί σε μεγάλο βαθμό ήδη από το 1944, την επαύριο της απελευθέρωσης, όταν λόγω του εμφυλίου η χώρα απομακρύνθηκε από τις συνταγματικές εξελίξεις της Ευρώπης.

Όπως μάλιστα επεσήμανε, το ζητούμενο ήταν να κυβερνάει η πλειοψηφία, κάτι που είχε πάψει να συντελείται από το 1945 και εντεύθεν στην Ελλάδα. Άλλωστε, τόνισε ότι είχαμε τρεις παράγοντες, τον συμμαχικό, τις ένοπλες δυνάμεις και τα ανάκτορα που νόθευαν τη λειτουργία του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Και απευθυνόμενος προς τον ιστορικό του πάνελ σημείωσε ότι ιδιαίτερη σημασία για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος είχε η υπαγωγή των ενόπλων δυνάμεων στον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, κάτι που δεν ήταν προφανές ούτε όμως και συνταγματικό επίτευγμα, αλλά απόρροια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

Στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, με τίτλο «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης», στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, τη Δευτέρα 14 Μαΐου 2024. Φωτογραφία: Χρίστος Σιμάτος.

Περαιτέρω, υπενθύμισε ότι το 1974 σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο η ηγεμονία ανήκε στη Νέα Δημοκρατία με την Ένωση Κέντρου να έπεται, η δε Αριστερά ήταν πάρα πολύ πίσω και ίσως αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, να είναι και το μεγάλο τραύμα της περιόδου της δικτατορίας. Όπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε: «Η αποκοπή από την Ευρώπη γίνεται κυρίως στο πρόσωπο της κεντροαριστεράς και όχι στο πρόσωπο της κεντροδεξιάς», τονίζοντας επιπλέον ότι η μάχη που δόθηκε για τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία κατέληξε στην αναθεώρηση του 1986, ήταν μια μάχη οπισθοφυλακής και «ανιστορική».

Αποτιμώντας, εν τάχει, το Σύνταγμα του 1975, ο καθηγητής Αλιβιζάτος τόνισε ότι υπήρχαν τρεις διατάξεις που ήταν πέρα από το κλίμα της εποχής. Πιο συγκεκριμένα, όπως ανέφερε, η Ελλάδα έγινε μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας χωρίς προηγουμένως να προχωρήσουμε σε αναθεώρηση του Συντάγματος. «Ήταν μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου το Σύνταγμα κοιτούσε μπροστά και όχι στο παρελθόν», σημείωσε. Ακολούθως, στάθηκε στο γεγονός ότι το άρθρο 28 του Συντάγματος με τη δυνατότητα αναγνώρισης αρμοδιοτήτων εθνικής κυριαρχίας σε διεθνείς διαγωνισμούς οφείλει πάρα πολλά στον Δημήτρη Ευρυγένη. Η δεύτερη διάταξη, ομοίως πρωτοποριακή για την εποχή της, αφορούσε στην προστασία του περιβάλλοντος, για να κλείσει με την σκέψη ότι η ανθεκτικότητα του Συντάγματος τόσο απέναντι στην οικονομική όσο και απέναντι στην πανδημική κρίση, εντοπίζεται στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας μέσω των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και των νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων. Ειδικά το άρθρο 43 του Συντάγματος, όπως σημείωσε, οφείλει πολλά στον καθηγητή Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλο.

Τέλος, όπως επεσήμανε, οδηγηθήκαμε στα μνημόνια παρά το «καλό» μας Σύνταγμα ελλείψει θεσμικών αντιβάρων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να γίνει αντιληπτό ότι η αρχική τομή της Μεταπολίτευσης που συνίστατο στη διακυβέρνηση της πλειοψηφίας δεν αρκεί αλλά απαιτείται έλεγχος αυτής από την αντιπολίτευση. Πέρα, όμως, από την έλλειψη θεσμικών αντιβάρων, ο ίδιος ολοκλήρωσε την εισήγησή του σημειώνοντας ότι η έλλειψη λογοδοσίας είναι εκείνη που προκαλεί την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.

Χαράλαμπος Ανθόπουλος

«Στη Μεταπολίτευση έχουμε μια συνταγματοποίηση της καθημερινής ζωής από τη μια και μια «καθημερινοποίηση» του Συντάγματος από την άλλη»

Εν συνεχεία, ο καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Χαράλαμπος Ανθόπουλος σημείωσε ότι από συνταγματική άποψη η Μεταπολίτευση είναι ένας πολύ ισχυρός όρος, για τον λόγο αυτό έχει επικρατήσει έναντι του άχρωμου όρου Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.

Η ισχύς του όρου, σύμφωνα με τον ίδιο, προκύπτει από την ασυνέχεια της δυναμικής της σε σχέση όχι μόνο με τη δικτατορία αλλά και με το προηγούμενο μετεμφυλιακό καθεστώς. Στο μετεμφυλιακό συνταγματικό καθεστώς υπήρχε η διάκριση μεταξύ πολιτών και μετοίκων, δεδομένου ότι «το μετεμφυλιακό κράτος ήταν δομημένο στη λογική της βεντέτας». Υπό αυτή την έννοια, κατά τον καθηγητή Ανθόπουλο, η Μεταπολίτευση στη δυναμική της αποτελεί μία ασυνέχεια με όλο το προηγούμενο συνταγματικό καθεστώς, η οποία εκδηλώνεται και στο επίπεδο της συνταγματικής κουλτούρας. Όπως παρατήρησε, η συνταγματική κουλτούρα της Μεταπολίτευσης διατρέχεται από τη θέση ότι οι πολίτες, τα κόμματα, τα πρόσωπα αλλά και τα κινήματα είναι συνιδιοκτήτες του Συντάγματος, για την ακρίβεια το Σύνταγμα ανήκει σε όλους και αυτό αποτελεί ένα καινούριο στοιχείο εν συγκρίσει με το μετεμφυλιακό καθεστώς.

Στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, με τίτλο «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης», στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, τη Δευτέρα 14 Μαΐου 2024. Φωτογραφία: Χρίστος Σιμάτος.

Το δεύτερο θεμέλιο της Μεταπολίτευσης είναι η ιδέα της αξίας του Συντάγματος. Στη Μεταπολίτευση το Σύνταγμα δεν είναι μόνο το δίκαιο των πολιτικών σχέσεων, αντιθέτως το Σύνταγμα γίνεται κατά κάποιο τρόπο μέρος της καθημερινής ζωής, έχουμε μια συνταγματοποίηση της καθημερινής ζωής από τη μια και μια «καθημερινοποίηση» του Συντάγματος από την άλλη. Παράλληλα, σημείωσε ότι στη συνταγματική κουλτούρα έχουμε επίσης ως κυρίαρχο το θέμα της ελευθερίας, μολονότι το Σύνταγμα του 1975 διατηρεί στοιχεία αυταρχικά που άφηναν περιθώρια για άλλες λύσεις. Όπως επί λέξει παρατήρησε: «Η δυναμική της Μεταπολίτευσης δεν επέτρεψε να εφαρμοστεί στο ακέραιο το Σύνταγμα του 1975, με αποτέλεσμα πολλές διατάξεις να μείνουν κενό γράμμα».

Λίνα Παπαδοπούλου

«Η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας περνά μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική της Θεσσαλονίκης Λίνα Παπαδοπούλου κατά την οποία η Μεταπολίτευση τελείωσε με την οικονομική κρίση, η οποία ταυτόχρονα υπήρξε πολιτική, θεσμική και κρίση αντιλήψεων.

Ακολούθως, επεσήμανε ότι η ένταξη της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές κοινότητες υπήρξε πάρα πολύ σημαντική, και τούτο διότι μας φέρνει στο ρου της ιστορίας. Η ιστορία της Ελλάδας κυλάει μαζί με την ιστορία της δυτικής Ευρώπης, σε αντίθεση με τους θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς που βλέπουμε στην Ανατολή.

Περαιτέρω, όπως τόνισε, το άρθρο 28 αποτελεί μία πύλη εισόδου στην ελλαδική επικράτειας μίας ολόκληρης έννομης τάξης, της ξεχωριστής και αυτόνομης έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό και το άρθρο 28 του Συντάγματος αποτελεί, σύμφωνα με την ίδια, ένα εργαλείο «δημιουργικής αυτοκαταστροφής» του συνταγματικού κειμένου, αφενός διότι το εθνικό Σύνταγμα από τη μια αυτοαναιρείται (χαρακτηριστική η περίπτωση του άρθρου 16), αφετέρου διότι από την άλλη επαυξάνεται. Είναι ένα, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, «επαυξημένο Σύνταγμα» (ο όρος ανήκει στον Ε. Βενιζέλο).

Στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, με τίτλο «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης», στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, τη Δευτέρα 14 Μαΐου 2024. Φωτογραφία: Χρίστος Σιμάτος.

Η ίδια διερωτήθηκε πώς συνενώνονται όλα αυτά με την πολιτική εκτίμηση ότι η Μεταπολίτευση ολοκληρώνεται με την οικονομική κρίση. Συνταγματικά μιλώντας σημείωσε ότι την κορύφωση την βλέπουμε με την αναθεώρηση του 2001, όπου το Σύνταγμα εκσυγχρονίζεται κατά την είσοδό μας στον 21ο αιώνα, για να καταλήξουμε, ωστόσο, το 2008 σε μια άνευρη και ανούσια συνταγματική αναθεώρηση που δεν προσέφερε τίποτε, μία απουσία συνεισφοράς η οποία μεταφράζεται σε αδυναμία να πάμε παρακάτω.

Για τους συγκεκριμένους λόγους, υπογράμμισε ότι η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας περνά μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως, τελικά, παρατήρησε, οι μεγάλες θεσμικές τομές έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τη νομοθεσία της ΕΕ, κάτι που άλλωστε μας βοηθάει να μιλάμε σήμερα στην Ελλάδα για την ισότητα στο γάμο ανεξαρτήτως φύλου καθώς και για τη νίκη ενός non binary προσώπου στον πρόσφατο διαγωνισμό της Eurovision.

Τάσος Σακελλαρόπουλος

«Μέχρι το 1935 ο στρατός αποτελούσε ένα εργαλείο πολιτικό, αλλά πάντοτε σε όφελος μιας πολιτικής παράταξης και όχι σε όφελος του εαυτού του»

Επιπροσθέτως, ο ιστορικός και υπεύθυνος ιστορικών αρχείων του Μουσείου Μπενάκη Τάσος Σακελλαρόπουλος τόνισε ότι ο πολιτικός ρόλος του στρατού οφείλεται στον Ελευθέριο Βενιζέλο προκειμένου ο ίδιος να επιτύχει τον έλεγχο του βασιλικού κράτους και να δημιουργήσει τον δικό του στρατό, εκτός της Σχολής Ευελπίδων, μέσω της μονιμοποίησης διαφόρων ικανών αξιωματικών και υπαξιωματικών. Κάτι τέτοιο, όπως επεσήμανε, δημιούργησε μια συνθήκη ιδιαίτερα εύχρηστη για τον Βενιζέλο, μια εργαλειοποίηση του στρατού τόσο για το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό. Αυτή η συνολική πορεία συγκροτεί θετικά ένα πλευρό και άλλοθι ουσιαστικό για την βενιζελική παράταξη απέναντι στους βασιλικούς την εποχή του διχασμού. Οι αξιωματικοί της εποχής εκείνοι είναι, όπως επί λέξει παρατήρησε, «οι αρχάγγελοι του αλυτρωτισμού». Στην πορεία αυτής της διαδικασίας, ο διχασμός και η Μικρά Ασία προχωρούν, στην Ελλάδα η κατάληψη της εξουσίας γίνεται από μια στρατιωτική κυβέρνηση, η οποία, προκειμένου να αποτινάξει την ηθική και στρατιωτική ευθύνη της καταστροφής, χειρίζεται το θέμα της κάθαρσης με την εκτέλεση των έξι.

Περαιτέρω, υπογράμμισε ότι, «έως το 1935 ο στρατός αποτελούσε ένα εργαλείο πολιτικό, αλλά πάντοτε σε όφελος μιας πολιτικής παράταξης και όχι σε όφελος του εαυτού του», για να συμπληρώσει ότι εάν κάποιος παρατηρήσει με τρόπο ουσιαστικό τα όσα συμβαίνουν τη δεκαετία 1935-45, θα διαπιστώσει ότι ανανεώνεται το κύρος των αξιωματικών και αυτό το πλαίσιο συγκροτεί αυτό που αποκαλούμε Εθνική Αντίσταση σε επίπεδο επαγγελματιών του πολέμου.

Στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, με τίτλο «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης», στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, τη Δευτέρα 14 Μαΐου 2024. Φωτογραφία: Χρίστος Σιμάτος.

Ακολούθως, ο ιστορικός Σακελλαρόπουλος σημείωσε ότι μετά τον εμφύλιο έχουμε μια απόλυτη απόρριψη του κεντρώου αστισμού από τη δεξιά και μια οικειοποίηση του στρατού. Μάλιστα στο στράτευμα δεν εισέρχονται νέα πρόσωπα, παρά μόνο όσοι διατηρούν μια πολύ μακρινή πλαστηρική προέλευση η οποία διατηρεί ένα κύρος για να εισαχθεί κανείς στη σχολή Ευελπίδων. Με το πέρας του εμφυλίου πολέμου, έχουμε το πραξικόπημα του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), ο οποίος εν συνεχεία διαλύεται. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον ίδιο, σημαίνει ότι μέσα στην πάρα πολύ ισχυρή πολιτική συγκρότηση που έχει ο στρατός, υπάρχει ένα κομμάτι του ΙΔΕΑ που κατευθύνεται προς το παλάτι και συνδέεται με αυτό, υπάρχει όμως κι ένα μεγάλο κομμάτι του ΙΔΕΑ το οποίο καρπώνεται ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, για να συστήσει ο ίδιος και τη δική του πορεία προς την αυτονόμηση του στρατού.

Μάλιστα, όπως τόνισε, η θεσμική λήξη του πολιτικού ρόλου του στρατού συντελείται με την εισβολή στην Κύπρο, με την απουσία ενός κέντρου εξουσίας στα χέρια του θρόνου που θα μπορούσε να παραποιήσει οποιαδήποτε πολιτική δράση, κυρίως όμως με το ΠΑΣΟΚ του 1981 το οποίο δημιουργεί έναν άλλο πόλο στο στράτευμα.

Αντώνης Καραμπατζός

«Τα μνημόνια αποτελούν σημείο καμπής στην όλη ιστορία της Μεταπολίτευσης»

Ακολούθως, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Αντώνης Καραμπατζός υποστήριξε ότι προφανώς και ισχύει το θεσμικό θεμέλιο της Μεταπολίτευσης, εντούτοις πρόκειται για ένα θεμέλιο που έχει αδυναμίες και κατά τούτο είναι ευάλωτο. Στο πέρασμα των τελευταίων δεκαετιών, όπως τόνισε, έχουμε περάσει πολλές θεσμικές, πολιτικές και οικονομικές αναταραχές. Αυτές οι αναταραχές έχουν, σύμφωνα με τον ίδιο, δύο αναγνώσεις, η πρώτη και θετική είναι ότι εξασφαλίσαμε για πρώτη φορά στη χώρα ομαλή δημοκρατική λειτουργία, η δεύτερη όμως και αρνητική είναι ότι παρέμειναν κάποια δομικά προβλήματα και κάποιες δομικές παθογένειες στη χώρα, με κορυφαία ίσως την περίοδο των μνημονίων, καθότι όπως εκτίμησε, «τα μνημόνια αποτελούν σημείο καμπής στην όλη ιστορία της Μεταπολίτευσης».

Επιπροσθέτως, υπογράμμισε ότι όποιες αδικίες υπήρξαν κατά τη μνημονιακή περίοδο, που ήταν η περίοδος της απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής, οφείλονταν στην ατελή προμνημονιακή ήπια προσαρμογή.

Μάλιστα, όπως επεσήμανε, το θεσμικό αποτύπωμα των αλλεπάλληλων κρίσεων που είχαμε είναι η ενίσχυση της θέσης του πρωθυπουργού. Αλλιώς ξεκινάει η θέση του πρωθυπουργού με το Σύνταγμα του 1975 και αλλιώς έχουν εξελιχθεί τα πράγματα από το 1986 και εντεύθεν, όπου το πρωθυπουργικό κέντρο εξουσίας είναι πανίσχυρο, επισημαίνοντας επιπλέον ότι ακόμη και η Βουλή μετατρέπεται σε ένα διεκπεραιωτικό όργανο της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας.

Στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, με τίτλο «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης», στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, τη Δευτέρα 14 Μαΐου 2024. Φωτογραφία: Χρίστος Σιμάτος.

Προς την ίδια κατεύθυνση τόνισε ότι και η αναθεώρηση του 2019 έχει και αυτή τη σημασία της, αφήνοντας το αποτύπωμα στην ισχύ του πρωθυπουργού. Πρώτον έχουμε την αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από την πρόωρη διάλυση της Βουλής. Κάτι τέτοιο δεν επήλθε τυχαία, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι οι εμπειρίες του 2009, 2010 και 2014-15 της προεδρικής εκλογής είχαν δημιουργήσει δυσάρεστα προηγούμενα. Πλέον, όπως έχουν τα πράγματα, η πρόωρη λήξη της θητείας της Βουλής διέρχεται μόνον από τα χέρια του εκάστοτε επικεφαλής της κυβέρνησης με την επίκληση θέματος υψίστης εθνικής σημασίας.

Επίσης, παρατήρησε ότι η ισχύς του πρωθυπουργικοκεντρικού συστήματος διακυβέρνησης φαίνεται και σε έκτακτες συνθήκες. Πράγματι, ανέφερε ότι πολύ καλά λειτούργησαν οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου οι οποίες μας διαφύλαξαν από εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, πλην όμως διαχρονικά παρατηρείται, παρά την εκ των υστέρων κύρωση των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, μια τάση υποβάθμισης του κοινοβουλίου, ακριβώς διότι αντιμετωπίζεται ως ένα διεκπεραιωτικό όργανο, κάτι που δυστυχώς φαίνεται και στην ενσωμάτωση των τροπολογιών. Κάποια στιγμή, εν προκειμένω, όπως τόνισε, θα μπορούσε και η νομολογία να κάνει μία στροφή, ώστε τα interna corporis να ελέγχονται σε καταφανώς άσχετες τροπολογίες. Ταυτόχρονα, δε, σύμφωνα με τον καθηγητή Καραμπατζό, έχει υποβαθμιστεί και ο ελεγκτικός ρόλος του κοινοβουλίου, και αυτό είναι κάτι που πρέπει με προσοχή να εξετάσουμε διότι αποτελεί κεκτημένο της Μεταπολίτευσης.

Μάλιστα, τόνισε με έμφαση ότι είναι «ζήτημα προσωπικού πολιτικού βάρους και θεσμικής και ιστορικής συνείδησης το αν ο εκάστοτε προσωρινός ένοικος του πρωθυπουργικού μεγάρου θα σεβαστεί τα άρρητα και ρητά όρια του ρόλου του». Άλλωστε, ο πειρασμός της υπέρβασης είναι σε όλες τις περιπτώσεις εξαιρετικά έντονος, αλλά αντιστοίχως ισχυρές θα πρέπει να είναι και οι εσωτερικές δυνάμεις ανάσχεσης.

Στο τέλος της εισήγησής του, επεσήμανε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα παραδόξως ευάλωτη, η οποία όμως εξακολουθεί να διατηρεί τη θεσμική της μνήμη.

Βασιλική Χρήστου

«Από θεσμική σκοπιά ο κύκλος της Μεταπολίτευσης δεν έχει κλείσει, ιδίως αν σκεφθούμε ότι ζούμε ακόμη μέσα σε αυτή τη θεμελιακή συναίνεση γύρω από το νόημα και την προτεραιότητα της πολιτικής ελευθερίας»

Τον κύκλο των εισηγήσεων του πάνελ ολοκλήρωσε η επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών Βασιλική Χρήστου η οποία περιέγραψε τον τρόπο που η ίδια αντιλαμβάνεται το απώτερο θεσμικό θεμέλιο της μεταπολιτευτικής συναίνεσης που εξειδικεύτηκε στο Σύνταγμα, κυρίως όμως πώς αυτό το θεμέλιο συμπυκνώνει τη συντακτική βούληση της Μεταπολίτευσης.

Σύμφωνα με την ίδια, αυτό το απώτερο θεμέλιο πίσω από το Σύνταγμα είναι η δημοκρατική αρχή με μια συγκεκριμένη μορφή της, που συνοψίζεται στον όρο πολιτική ελευθερία. Η Δημοκρατία ως πολιτική ελευθερία εντοπίζεται στη συμμετοχή του λαού στην άσκηση της εξουσίας, στο κράτος δικαίου, στην προσωπική ασφάλεια, στο άσυλο της κατοικίας, στο απόρρητο των επικοινωνιών, στην ελευθερία του φρονήματος εν γένει. Με δύο λόγια, το πνεύμα της Μεταπολίτευσης ήταν η καταδίκη της χούντας, την ίδια όμως στιγμή ήταν και η καταδίκη της καχεκτικής δημοκρατίας.

Η Ελλάδα μεταβαίνοντας από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, σύμφωνα με την καθηγήτρια Χρήστου, συντονιζόταν με το γενικότερο πνεύμα χειραφέτησης της εποχής, επιτυγχάνοντας την πολιτική ελευθερία και τη συμμετοχή του λαού στην εξουσία με υψηλό επίπεδο ατομικής χειραφέτησης. Αυτό το θεσμικό θεμέλιο, ασφαλώς, ισχύει, όπως τόνισε, μέχρι και σήμερα, για να παρατηρήσει ότι από θεσμική σκοπιά ο κύκλος της Μεταπολίτευσης δεν έχει κλείσει, ιδίως αν σκεφθούμε ότι ζούμε ακόμη μέσα σε αυτή τη θεμελιακή συναίνεση γύρω από το νόημα και την προτεραιότητα της πολιτικής ελευθερίας.

Στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, με τίτλο «Η Καμπύλη της Μεταπολίτευσης», στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, τη Δευτέρα 14 Μαΐου 2024. Φωτογραφία: Χρίστος Σιμάτος.

Όπως επίσης εκτίμησε, σήμερα βιώνουμε μια συντηρητική στροφή σε όλη την Ευρώπη που πυροδοτείται από τα ακροδεξιά κόμματα αλλά μεταγγίζεται και σε άλλους πολιτικούς χώρους σε μια προσπάθεια συγκράτησης των ψηφοφόρων τους από τη διαρροή στην άκρα δεξιά. Το αποτέλεσμα είναι το ξενοφοβικό κλίμα, ακόμη και η πλήρης αδιαφορία για μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι ζουν σε απομονωμένους θύλακες στα κέντρα υποδοχής. Απέναντι σε αυτό το ρεύμα, θα χρειαστούμε την πειθώ για τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, για τη σημασία της αλληλεγγύης. «Στη δημοκρατία πρέπει κανείς να πείθει με επιχειρήματα για όλα», είπε χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, σημείωσε ότι ο κοινοβουλευτισμός χρειάζεται υποστήριξη μέσα από την ενίσχυση των πολιτικών αντιβάρων πρωτίστως σε τρία επίπεδα, στο κοινοβούλιο, στα πολιτικά κόμματα και ευρύτερα στην κοινωνία των πολιτών. Η ίδια μάλιστα τόνισε ότι πλησιέστερη στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος δεν είναι η δημιουργία ενός μονοπρόσωπου ανταγωνιστικού πόλου εξουσίας έξω από το κοινοβούλιο αλλά η ενίσχυση του ίδιου του κοινοβουλίου και της διαβούλευσης μέσα σε αυτό. Κατά την ίδια, θα πρέπει να κατοχυρωθούν ρητώς τόσο στο Σύνταγμα όσο και στον Κανονισμό της Βουλής δικαιώματα για την αντιπολίτευση, προκειμένου να ενισχυθεί ο ελεγκτικός ρόλος της εθνικής αντιπροσωπείας. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε, «όταν το κοινοβούλιο φαντάζει αδύναμο να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα των πολιτών, τότε καλλιεργείται ο αντισυστημισμός και ο αντικοινοβουλευτισμός». Ένα δεύτερο στοιχείο είναι το ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε ένα ταμπού της Μεταπολίτευσης διότι στοιχείο του πνεύματος αυτής ήταν η απόλυτη ελευθερία οργάνωσης των κομμάτων ως απόρροια της μακροχρόνιας απαγόρευσης του Κομμουνιστικού Κόμματος, πλέον είμαστε, όπως εκτίμησε, σε θέση να συζητήσουμε για κάποιες στοιχειώδεις εγγυήσεις δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων, προκειμένου τα κόμματα να βρεθούν στο επίκεντρο της παραγωγής του πολιτικού λόγου και να μην ενισχυθούν τα φαινόμενα δημοψηφισματικής δημοκρατίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και τέλος, όπως τόνισε, στην κοινωνία των πολιτών διαφαίνεται μια τάση ιδιώτευσης, που είναι πιθανόν να θέσει σε αίρεση την μεταπολιτευτική συναίνεση γύρω από την πολιτική ελευθερία, και κατ’ επέκταση να χάσει η πολιτική το πρωτείο της. Ο ιδιωτικός πολίτης είναι γνώστης, είναι τεχνοκράτης, είναι εργαζόμενος, την ίδια όμως στιγμή είναι όλο και λιγότερο δημόσιος διανοούμενος.

Τέλος, εκτίμησε ότι η πολιτική ελευθερία είναι για την Ελλάδα ένα ταυτοτικό ζήτημα και το εξαιρετικά πλούσιο απόθεμα της Μεταπολίτευσης είναι μια καλή πυξίδα για αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις που διαφαίνονται.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -