Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Lietuvos Respublikos generalinė prokuratūra (C-162/22) έκρινε ότι βάσει οδηγίας δεν επιτρέπεται στο πλαίσιο διοικητικών ερευνών σχετικών με τη διαφθορά στο δημόσιο τομέα η χρήση δεδομένων που έχουν συλλεγεί για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας.
Ιστορικό
Η γενική εισαγγελία της Λιθουανίας έπαυσε από τα καθήκοντά του εισαγγελέα ο οποίος υπηρετούσε σε περιφερειακή εισαγγελία της Λιθουανίας. Η εν λόγω πειθαρχική κύρωση του επιβλήθηκε γιατί φέρεται να παρέσχε παρανόμως πληροφορίες σε έναν ύποπτο και στον δικηγόρο του στο πλαίσιο ανακρίσεως. Ο εν λόγω εισαγγελέας προσέφυγε κατά της σχετικής αποφάσεως ενώπιον των λιθουανικών δικαστηρίων.
Το υπηρεσιακό παράπτωμα που προσάπτεται στον εισαγγελέα στοιχειοθετήθηκε βάσει δεδομένων που είχαν διατηρηθεί από παρόχους τηλεφωνικών επικοινωνιών. Κατά τον εισαγγελέα, η χρήση δεδομένων που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της πηγής και του προορισμού μιας τηλεφωνικής επικοινωνίας από το σταθερό ή το κινητό τηλέφωνο υπόπτου σε υποθέσεις που αφορούν υπηρεσιακά παραπτώματα συνιστά αδικαιολόγητη επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στα δεδομένα που αφορούν τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, τις οποίες προβλέπει η οδηγία «για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες», η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας δύναται να δικαιολογεί επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην παρούσα υπόθεση, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας, ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί έφεση, ζητεί, κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν συνάδει προς την ανωτέρω οδηγία η χρήση, στο πλαίσιο ερευνών σχετικών με υπηρεσιακά παραπτώματα συνδεόμενα με διαφθορά, δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με ηλεκτρονικές επικοινωνίες τα οποία διατηρήθηκαν από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα οποία εν συνεχεία τέθηκαν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας.
Απόφαση
Με την απόφασή του, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η εν λόγω οδηγία δεν επιτρέπει να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο ερευνών για υπηρεσιακά παραπτώματα συνδεόμενα με διαφθορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με ηλεκτρονικές επικοινωνίες τα οποία διατηρήθηκαν από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα οποία εν συνεχεία τέθηκαν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, τα σχετικά νομοθετικά μέτρα δύνανται να προβλέπουν:
- στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως, η οποία πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των προσώπων τα οποία αφορούν τα δεδομένα ή με γεωγραφικά κριτήρια, μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο, με δυνατότητα, όμως, παρατάσεώς του
- γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή μιας συνδέσεως, για χρονική περίοδο περιοριζόμενη στο απολύτως αναγκαίο
- γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα των χρηστών μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και
- τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω αποφάσεως της αρμόδιας αρχής υποκείμενης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να προβαίνουν για ορισμένο χρονικό διάστημα στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως που διαθέτουν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών.
Επίσης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, μόνον η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και η πρόληψη σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας μπορούν να δικαιολογήσουν σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτές τις οποίες συνεπάγεται η διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως. Συναφώς, βασιζόμενο στη νομολογία του σχετικά με τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που είναι ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμό των δικαιωμάτων, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και η πρόληψη σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας είναι μικρότερης σημασίας από τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, αλλά μεγαλύτερης σημασίας από εκείνη της εν γένει καταπολεμήσεως των ποινικών αδικημάτων.
Κατά το Δικαστήριο, δεδομένα κινήσεως και θέσεως που διατηρούν πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατ’ εφαρμογήν μέτρου ληφθέντος βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας «για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες» και τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, δεν μπορούν εν συνεχεία να διαβιβαστούν σε άλλες αρχές και να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη σκοπών όπως η καταπολέμηση υπηρεσιακών παραπτωμάτων συνδεόμενων με διαφθορά, οι οποίοι είναι μικρότερης σημασίας σε σχέση με την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Η Διαφθορά και η καταπολέμησή της
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Η νέα Οδηγία 2002/58/ΕΚ για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες