Πώς να καταστήσουμε την Ευρώπη λιγότερο ευάλωτη, πιο δημοκρατική και ικανή να προωθήσει και να υπερασπιστεί την κυριαρχία της, την ευημερία της και την προστασία των Ευρωπαίων πολιτών, διατηρώντας την αξία της απόλυτης ελευθερίας συνείδησης
Η ΕΕ και η σχέση της με τη Δημοκρατία
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) – η οποία δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 1993 μετά την έγκριση και επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ – ιδρύθηκε σε αυστηρά συνεταιριστική βάση και είναι κυρίως οικονομική, χωρίς την παραχώρηση βασικών αρμοδιοτήτων από την πλευρά των χωρών-μελών. Αυτός είναι ίσως και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο εμφανίζεται ευάλωτη απέναντι στις παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων, ελλειμματική ως πόλο ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ας ρίξουμε όμως πρώτα μια ματιά στο πώς λειτουργεί η ΕΕ και ας ξεκινήσουμε με την εξωτερική κυριαρχία της Ένωσης και πώς αυτή δομείται μέσα από την εσωτερική κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους. Η κυριαρχία είναι η ανώτατη εξουσία που αναγνωρίζεται στο κράτος επί της εθνικής του επικράτειας (εσωτερική κυριαρχία) και η απόλυτη ανεξαρτησία του στη διεθνή τάξη, όπου περιορίζεται μόνο από τις δικές του δεσμεύσεις (εξωτερική κυριαρχία). Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη σειρά της, οικοδομεί την εξωτερική κυριαρχία της, σεβόμενη παράλληλα την εσωτερική κυριαρχία κάθε κράτους μέλους. Αυτό γίνεται μέσω της διαδικασίας επικύρωσης νέων συνθηκών και αρμοδιοτήτων και κάθε χώρα είναι κυρίαρχη να αποδεχθεί ή να απορρίψει τις αλλαγές που προκύπτουν από αυτές.
Με την αποδοχή αυτών των κανόνων, ένα κράτος είναι υποχρεωμένο να επιβάλει στον εαυτό του εξωτερικούς περιορισμούς στους οποίους έχει συναινέσει ελεύθερα στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τρίτους, ειδάλλως η υπογραφή του σε μια συνθήκη θα στερείτο οποιασδήποτε αξιοπιστίας. Δυστυχώς, αυτό συνέβη με την Πολωνία, την Ουγγαρία και, σε μικρότερο βαθμό, τη Σλοβενία. Προκειμένου να ενταχθούν στην Ένωση το 2004, να επωφεληθούν από ενισχύσεις, από την πρόσβαση σε αγορές, επιδοτήσεις και άλλα οφέλη, οι χώρες αυτές δέχθηκαν και επικύρωσαν τις βασικές γραμμές των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις οποίες ωστόσο αμφισβήτησαν εν συνεχεία. Και δη τη βασικότερη, την ύπαρξη Δημοκρατίας και τη διάκριση των εξουσιών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό το «απροσδιόριστο πολιτικό αντικείμενο», όπως παρουσιάστηκε από τον Jacques Delors, συνιστά οργάνωση με στόχο την υπεράσπιση της Δημοκρατίας στην Ευρώπη. Παραδόξως, αυτή η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία δέχεται επίθεση από τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Γιατί;
Η Συνθήκη της Λισαβόνας ορίζει τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα ως τα θεσμικά όργανα μιας αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Παρά ταύτα, επικριτές της τη θεωρούν μια κατ’ εξουσιοδότηση Δημοκρατία αν όχι μια δημευμένη Δημοκρατία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ), αν και οι εξουσίες του συνεχώς ενισχύονται, συμμετέχει μόνο στη νομοθετική διαδικασία και στην αναθεώρηση των Συνθηκών, μιας και η εκτελεστική και η de facto νομοθετική εξουσία βρίσκονται στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ πραγματικά είναι το πιο δημοκρατικό θεσμικό όργανο της ΕΕ, δεν είναι νομικά ένα πραγματικό «Κοινοβούλιο».
Η κριτική λοιπόν στρέφεται προς τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα και την έλλειψη ελέγχου. Οι περισσότερες εξουσίες έχουν εξάλλου παραχωρηθεί σε Ευρωπαίους Επιτρόπους, οι οποίοι διορίζονται χωρίς ουσιαστική δημοκρατική διαδικασία, δεχόμενοι πιέσεις από πλείστα όσα λόμπι των Βρυξελλών, με αποτέλεσμα να επηρεάζουν με τη σειρά τους τη λήψη αποφάσεων και τις νομοθετικές εξελίξεις.
Το σκάνδαλο Qatargate, μεταξύ άλλων, έδειξε ότι οι ευρωπαϊκές διαδικασίες λήψης αποφάσεων υπόκεινται σε ισχυρή πολιτική επιρροή κάνοντας την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία ιδιαίτερα ευάλωτη. Σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ασυμβίβαστου και το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας» που παρατηρείται στον κόσμο των Ευρωπαίων λειτουργών (κατά το οποίο μετακινούνται αμφίδρομα μεταξύ του επιχειρηματικού και του δημοσίου τομέα), καθιστούν ακόμη πιθανότερη την εμφάνιση συγκρουόμενων συμφερόντων ακόμη και κρουσμάτων διαφθοράς κατά μήκος της Ευρωπαϊκής αλυσίδας λήψης αποφάσεων. Έτσι, δημιουργείται ένα continuum απειλών, μέσω των οποίων ιδιωτικά ή ξένα -προς την Ευρωπαϊκή Ένωση- συμφέροντα, καταφέρνουν να ασκήσουν δυσανάλογη επιρροή στην έκβαση των πραγμάτων.
Η υψηλή αποχή στις Ευρωεκλογές, που σε ορισμένες χώρες φτάνει το 85%, ενισχύει το έλλειμμα Δημοκρατίας. Πρόκειται για τάση που χρονολογείται από τη δεκαετία του ’90 και πρέπει να συσχετιστεί με σημαντικά γεγονότα στην ΕΕ.
Η υψηλή αποχή στις Ευρωεκλογές, που σε ορισμένες χώρες φτάνει το 85%, ενισχύει το έλλειμμα Δημοκρατίας. Πρόκειται για τάση που χρονολογείται από τη δεκαετία του ’90 και πρέπει να συσχετιστεί με σημαντικά γεγονότα στην ΕΕ. Το 1992, είδαμε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ να περνά με πολύ μικρή διαφορά στη Γαλλία. Στη δεκαετία του 2000, τη μεγάλη ρήξη με την απόρριψη της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης με την ψήφο της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών το 2005, στη συνέχεια της Ιρλανδίας το 2008. Προοδευτικά, η δυσπιστία των πολιτών, ιδίως των εργατικών τάξεων και των αγροτών, για το αν η ΕΕ αποσκοπεί στη βελτίωση της καθημερινότητάς τους, άρχισε να εκφράζεται μέσα από ευρωφοβικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα. Σήμερα, η τάση αυτή εκπροσωπείται από κόμματα, όπως η Εθνική Συσπείρωση της Marine Le Pen, το κόμμα Fidesz του Viktor Orbán, η Λέγκα του Matteo Salvini ή το PVV του Geert Wilders, δηλαδή η πέμπτη φάλαγγα του Vladimir Putin στην εκστρατεία του εναντίον της Δύσης. Χωρίς συγκεκριμένο και αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο, αυτά τα ευρωφοβικά κόμματα υιοθετούν λαϊκίστικη ρητορική, απορρίπτοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση συλλήβδην, ενισχύοντας την απογοήτευση των πολιτών – η οποία τροφοδοτείται κυρίως από αποτυχημένες εσωτερικές πολιτικές αλλά και έως ένα βαθμό από τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πώς να κάνουμε «Ένωση»;
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης (αν και η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε να παραχωρήσει πολλά κυριαρχικά της δικαιώματα ως αντάλλαγμα της διάσωσής της), η διαχείριση της πανδημίας με την κοινή αγορά εμβολίων και τη διαπραγμάτευση πακέτου κοινού χρέους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά και η στάση απέναντι στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, κατέδειξαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να εμφανιστεί τρόπον τινά ενωμένη ενάντια σε έναν κοινό εχθρό: την πτώχευση, έναν ιό, την Ρωσία.
Η τεχνοκρατική, απολιτική και ευάλωτη Ευρώπη, που περιγράψαμε, είναι ένδειξη έλλειψης θάρρους, ιδιαίτερα έντονης τις τελευταίες δεκαετίες. Αντιθέτως, η Ιστορία δείχνει ότι η Ευρώπη «μας» μπόρεσε να αναδυθεί και να οικοδομηθεί, μέσα από συγκυρίες τόλμης, γενναιότητας. Η άνοδος των απολυταρχικών καθεστώτων (Ρωσία, Κίνα), η διεύρυνση των ανισοτήτων και η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής μας επιβάλουν να συλλάβουμε μια κάποια ομοσπονδιακή δυναμική στην Ευρώπη.
Καλύτερη «επικουρικότητα»
Ξεκινώντας με τα απλά, σε οργανωτικό και θεσμικό επίπεδο: οι αποφάσεις που μπορούν να ληφθούν από τους άμεσα ενδιαφερόμενους πολίτες ή τις άμεσα ενδιαφερόμενες περιφέρειες, καλό θα ήταν να μη λαμβάνονται σε υψηλότερο ή κεντρικό επίπεδο και με τεχνοκρατικά κριτήρια, δίχως πολιτικό περιεχόμενο. Η παράμετρος αυτή ίσως σταματήσει τα κράτη – μέλη από το να σηκώνουν μπαντιέρα στο όνομα της κυριαρχίας τους, για θέματα ήσσονος σημασίας, προκαλώντας αρνητική εντύπωση για τα Ευρωπαϊκά όργανα.
Η δημιουργία θεσμικού πλαισίου θα μπορούσε να συμπληρώσει επωφελώς τους κανόνες ομοφωνίας της Συνθήκης της Λισαβόνας. Χωρίς να παρεκκλίνουμε από τις έννοιες της κυριαρχίας που ορίσαμε, οι μηχανισμοί των ειδικών πλειοψηφιών σε αριθμό κρατών και πληθυσμού θα είχαν τη δυνατότητα να επαναφέρουν τους μεγάλους ευρωπαϊκούς παράγοντες και τους σημαντικούς σκοπούς μας στην παγκόσμια τάξη. Η Ευρώπη και οι λαοί της αξίζουν κάτι καλύτερο. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι πολύ σημαντικές.
Στοχοπροσηλωμένες πολιτικές καθώς και μια διαρθρωμένη δημόσια χρηματοδότηση -διοχετεύοντας δάνεια, επιχορηγήσεις και εγγυήσεις σε εταιρείες πρόθυμες να επενδύσουν στην επίλυση προβλημάτων- μπορούν να δημιουργήσουν νέες αγορές
Ο σχηματισμός της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, γνωστής ως Ευρωζώνης, αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα της ελεύθερης επιλογής ορισμένων κρατών να επιδιώξουν ευρύτερη Ένωση. Άλλοι τομείς στους οποίους θα θέλαμε να δούμε ευρύτερη σύγκληση είναι η Άμυνα, η Φορολογία ή η Κοινωνική Πολιτική.
Ας μη ξεχνούμε και τα σοβαρά ζητήματα της μελλοντικής διεύρυνσης: θα φέρει στην Ένωση τη Βόρεια Μακεδονία, η οποία δεν έπαψε ποτέ να προκαλεί τη γειτονική της Ελλάδα με παράλογες απαιτήσεις. Την Αλβανία, χώρα-δορυφόρο της φιλοπόλεμης Τουρκίας του Ερντογάν, αλλά και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κοσσυφοπέδιο, χώρες που έχουν προκύψει από αιματηρές συγκρούσεις που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπόρεσε να διευθετήσει, χωρίς την παρέμβαση του ΝΑΤΟ και για λογαριασμό του ΝΑΤΟ. Υπάρχει, επίσης, η Ουκρανία και η Μολδαβία.
Οικοδόμηση μιας πολιτικής Ευρώπης
Το διακύβευμα όλων των Ευρωεκλογών είναι το μέλλον της Ευρώπης. Έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στη «διαιώνιση» του σημερινού συστήματος, το οποίο όμως δεν κατορθώνει να κινητοποιήσει τους πολίτες των χωρών-μελών, ή την καινοτομία και τη δημιουργίας κοινής βάσης που θα μας επιτρέψει να αναπτύξουμε το αίσθημα του «ανήκειν» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας «πολίτης» μπορεί να αισθάνεται μόνο «πολίτης» ενός κράτους, και η ΕΕ δεν είναι κράτος. Το σημαντικότερο, λοιπόν, είναι η δημιουργία μιας πολιτικής Ευρώπης, προκειμένου να μεταδοθεί στους κατοίκους της Γηραιάς Ηπείρου η αίσθηση της δημιουργίας μιας οντότητας με σεβασμό προς τα έθνη και τους πολίτες. Οι πολίτες πρέπει να είναι βέβαιοι ότι τα Συντάγματα των 27 κρατών- μελών είναι ισοδύναμα, ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα. Πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι οι αντιπρόσωποι τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν και ουσιαστικά τη νομοθετική εξουσία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την κοινωνική Ευρώπη. Γιατί όχι, και να αναβιώσουμε το σχέδιο ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Πρέπει να τολμήσουμε. Έχουμε κάθε δικαίωμα να περιμένουμε ένα πολιτικό σχέδιο που θα συνίσταται στην κατεύθυνση της οικοδόμησης μιας ουσιαστικότερης Ένωσης που δε θα παράγει μόνο κανονισμούς αλλά πρότυπα που θα σέβονται ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο προς το συμφέρον των λαών.
Οι άξονες
Ευρωπαϊκές χώρες γερνούν, κάποιες βλέπουν το εργατικό δυναμικό τους να μεταναστεύει αλλού, στο ευρωπαϊκό έδαφος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο αύριο ελλοχεύει κίνδυνος για την κάλυψη των συντάξεων, αλλά και τη διαθεσιμότητα εργατικών χεριών. Εκείνοι που θεωρούν τα εργατικά χέρια ως ρυθμιζόμενη παράμετρο, η μετανάστευση από χώρες εκτός Ευρώπης είναι η λύση. Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, όμως, ασκεί σημαντική πίεση στις χώρες που διασφαλίζουν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, και τις κοινωνίες που υποδέχονται τους μετανάστες – ειδικά όταν αυτοί προέρχονται από πολιτισμικά διαφορετικά περιβάλλοντα σε σχέση με τη χώρα υποδοχής. Με το «Δουβλίνο ΙΙΙ», που ψηφίστηκε πρόσφατα, το σύστημα υποδοχής συνεχίζει να μετακυλίει όλο το βάρος στις χώρες εισόδου, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Είναι βασικός άξονας του μέλλοντος μια ρεαλιστική και αλληλέγγυα κοινή μεταναστευτική πολιτική καθώς και η πρόβλεψη για νόμιμες οδούς μετανάστευσης που θα ικανοποιεί τις ανάγκες των ευρωπαϊκών οικονομιών και τις δυνατότητας ένταξης των μεταναστών.
Κομβικής σημασίας μπορεί να αποδειχθεί και η στήριξη του θεσμού της οικογένειας και των νέων: ένα «σχέδιο Marshall» για την κοινωνική κατοικία θα βοηθούσε σίγουρα τις νέες οικογένειες που νιώθουν μεγάλη οικονομική πίεση με το κόστος της στέγασης, ενώ παράλληλα θα στήριζε τον τομέα των κατασκευών.
Νέες δυνατότητες και ευκαιρίες μπορεί επίσης να γεννήσει η χρηματοδότηση στρατηγικών στόχων -μορφή επένδυσης, όχι κόστους. Η Ευρώπη έχει ιστορία σε αυτόν τον τομέα, θυμηθείτε την ανάπτυξη του παγκόσμιου ιστού (world wide web) από ερευνητές του CERN, η οποία, σε συνδυασμό με την τεχνολογία του διαδικτύου (internet), επέτρεψε την ανάπτυξη των γιγάντων του Διαδικτύου. Κεφάλαια που διατίθενται για τη χρηματοδότηση Ευρωπαϊκών έργων οφείλουν εφεξής να στηρίξουν μαζικές επενδύσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα προς μεγάλους συγκεκριμένους συλλογικούς στόχους.
Οι «πράσινες» βιομηχανίες, για παράδειγμα, θα αξίζουν περισσότερα από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια, παγκοσμίως, μέχρι το 2050. Στοχοπροσηλωμένες πολιτικές καθώς και μια διαρθρωμένη δημόσια χρηματοδότηση -διοχετεύοντας δάνεια, επιχορηγήσεις και εγγυήσεις σε εταιρείες πρόθυμες να επενδύσουν στην επίλυση προβλημάτων- μπορούν να δημιουργήσουν νέες αγορές αυξάνοντας την παραγωγική ικανότητα των εταιρειών, τονώνοντας τη διατομεακή οικονομική δραστηριότητα, με θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις, τώρα και στο μέλλον.
Τομείς προτεραιότητας; Το Διάστημα, η Ασφάλεια, η Ενέργεια και το περιβαλλοντικό αποτύπωμά της, η Ιατρική και το προσδόκιμο ζωής, η βιώσιμη Γεωργία.
Στις επικείμενες εκλογές πρέπει να στηρίξουμε το πρόγραμμα με την κατάλληλη δυναμική: εκείνο που θα μπορεί να καταστήσει την Ευρώπη κυρίαρχη, οικολογική, δημιουργική, κοινωνική και δημοκρατική δύναμη έως το 2030. Σημασία έχει το νέο αφήγημα που θα την κρατήσει ζωντανή και ακμαία.
* Ο κ. Ξενοφών Κροκίδης είναι Δρ. Φυσικής, Ιδρυτής και Δ/νων σύμβουλος της εταιρείας SCIENOMICS.