Την καταδίκη της Ελλάδας -για άλλη μία φορά- αποφάσισε χθες Τρίτη 4 Ιουνίου το Δικαστήριο του Στρασβούργου, στην υπόθεση «Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδας», επιδικάζοντας στον ίδιο το ποσό των 5.000 ευρώ, επειδή παραβιάστηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
Η περίπτωση του Ζουμπουλίδη, για την οποία η χώρα μας έχει καταδικαστεί και στο παρελθόν, έχει τις ρίζες της στην απόρριψη ενός επιδόματος αποδημίας. Η πρώτη υπόθεση, μετά την απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου το 2001, έφτασε στο Στρασβούργο, το οποίο καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, αφού «εντόπισε» υπερβολική τυπολατρία (excessive formalism). Ο ίδιος, διεκδικώντας αποζημίωση λόγω της αρεοπαγίτικης απόφασης στα διοικητικά δικαστήρια, έφτασε έως και την Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας, το οποίο, αφού διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη. Η απορριπτική αυτή απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας άνοιξε τον δρόμο προς το Στρασβούργο, το οποίο, αξιολογώντας την παραπάνω απόφαση σε συνδυασμό με την καθυστέρηση θέσπισης νομοθεσίας ως προς την αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, που ήδη είχε τονιστεί από το 2014, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, εκ νέου, διαρρήχθηκε.
Η υπόθεση
Ο προσφεύγων, Ιωάννης Ζουμπουλίδης, είναι Έλληνας υπήκοος που γεννήθηκε το 1960 και ζει στο Ντίσελντορφ (Γερμανία). Από το 1992 εργαζόταν με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ως επικουρικός υπάλληλος στην ελληνική πρεσβεία στη Γερμανία. Το 1998 υπέβαλε ανεπιτυχή αίτηση για επίδομα αποδημίας. Μετά από διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, η οποία με απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1143/2001) έληξε ανεπιτυχώς για τον ίδιο, προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όπου και δικαιώθηκε, καθότι διαπιστώθηκε παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, με αποτέλεσμα να του επιδικαστεί το ποσό των 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη, δεδομένου ότι η απόρριψη του αιτήματός του ισοδυναμούσε με υπερβολικό φορμαλισμό.
Στη συνέχεια, ο Ζουμπουλίδης προσέφυγε το 2007 στα διοικητικά δικαστήρια, διεκδικώντας αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω της απόφασης εναντίον του το 2001, επικαλούμενος την ευθύνη του Δημοσίου, εν προκειμένω των δικαστικών λειτουργών. Τα διοικητικά δικαστήρια σε πρώτο βαθμό και στην έφεση έκριναν ότι το Δημόσιο ευθύνεται για τη ζημία που προκλήθηκε από πρόδηλο σφάλμα των δικαστικών οργάνων και ότι θα ήταν ασυμβίβαστο με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος να μην αποκαθίσταται η ζημία που προκλήθηκε από τη συμπεριφορά οποιουδήποτε κρατικού οργάνου. Ωστόσο, δεδομένου ότι το σφάλμα που αποδόθηκε στην απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου δεν θεωρήθηκε πρόδηλο, η υπόθεση απορρίφθηκε.
Κατόπιν αίτησης αναίρεσης του Ζουμπουλίδη, η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας εξέδωσε την απόφαση του 800/2021. Στην προκείμενη περίπτωση, ζητήθηκε αποζημίωση κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, τόσο ευθέως, όσο και αναλόγως εφαρμοζόμενο, κατά τα κριθέντα με την απόφαση ΣτΕ Ολ 1501/2014, για την αποκατάσταση της βλάβης που ο αιτών κατά τους ισχυρισμούς του είχε υποστεί εξαιτίας σφαλμάτων, στα οποία υπέπεσε με απόφασή του ο Άρειος Πάγος κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του. Το Συμβούλιο Επικρατείας, όμως, έκρινε ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο που δίκασε κατ’ ουσίαν την αγωγή, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, υπερέβη τη δικαιοδοσία του, για τον λόγο δε αυτό, τον οποίο εξέτασε αυτεπαγγέλτως, αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και, ακολούθως, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη.
Επικαλούμενος το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, ο Ζουμπουλίδης κατήγγειλε ότι η απόρριψη της προσφυγής του από το Συμβούλιο Επικρατείας είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί την πρόσβαση σε δικαστήριο.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Δεδομένου ότι τα διοικητικά δικαστήρια σε πρώτο βαθμό και κατ’ έφεση έκριναν την προσφυγή και την έφεση του προσφεύγοντος παραδεκτές και επιβεβαίωσαν την εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, ο προσφεύγων -σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι τα δικαστήρια θα παρεκκλίνουν από τη νομολογία αυτή και ότι η απόφαση 800/2021 θα έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή του.
Όλες οι διατάξεις της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο πρακτικό και αποτελεσματικό, δίχως τυπολατρικές προσεγγίσεις
Η απόφαση αυτή, όπως κρίθηκε από το ΕΔΔΑ, στην πραγματικότητα είχε εμποδίσει τον προσφεύγοντα να έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε αποζημίωση για τα φερόμενα σφάλματα των πολιτικών δικαστηρίων. Προς την ίδια κατεύθυνση, άλλωστε, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επανέλαβε ότι όλες οι διατάξεις της Σύμβασης και των πρωτοκόλλων της πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο πρακτικό και αποτελεσματικό, δίχως τυπολατρικές προσεγγίσεις. Κατ’ επέκταση, η απόφαση σε βάρος του Ζουμπουλίδη σε συνδυασμό με την καθυστέρηση της θέσπισης νέας νομοθεσίας, παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά δικαστήρια είχαν επισημάνει την ανάγκη από το 2014 (ΣτΕ Ολ 1501/2014), είχε δημιουργήσει ανασφάλεια δικαίου που τον έβλαπτε.
Τέλος, το ΕΔΔΑ -αξιοποιώντας τη μειοψηφία που διατυπώθηκε στην απόφαση του ΣτΕ το 2021- έκρινε ότι εν προκειμένω θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του κράτους για τις πράξεις της δικαστικής εξουσίας, έως ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικούς κανόνες για το εν λόγω ζήτημα.
Κατά συνέπεια, όπως κρίθηκε, ο προσφεύγων είχε ουσιαστικά αποκλειστεί από την πρόσβαση σε δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι εν προκειμένω το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Τελικώς, το Δικαστήριο του Στρασβούργου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της δίκαιης δίκης, επιδικάζοντας στον προσφεύγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ εξαιτίας ηθικής βλάβης.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΕΔΔΑ προσφ. 57246/21, απόφ. της 4.6.2024, υπόθ. Ι.Ζ. κατά Ελλάδας (Νο 3)