Ως απαράδεκτες απορρίφθηκαν χθες Τρίτη 4 Μαΐου οι προσφυγές οργανώσεων ευρωπαίων δικαστών κατά της απόφασης του Συμβουλίου, το οποίο ενέκρινε το σχέδιο που υπέβαλε η Πολωνία για την μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, προκειμένου να εκταμιεύσει κονδύλια από το μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ.
Όπως έκρινε -μεταξύ άλλων- το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ, δεν είχαν το δικονομικό δικαίωμα να στραφούν κατά των αποφάσεων του Συμβουλίου, παρά το γεγονός ότι συνομιλούν τακτικά με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για τα ζητήματα της ανεξαρτησίας των δικαστών.
Ιστορικό
Για να μετριάσει τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας Covid-19, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε, στο πλαίσιο του έργου NextGenerationEU, ένα μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Προκειμένου να λάβουν χρηματοδότηση, τα κράτη μέλη πρέπει να καταρτίσουν εθνικά σχέδια για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η αξιολόγηση των εν λόγω σχεδίων πραγματοποιείται από την Επιτροπή και στη συνέχεια εγκρίνεται από το Συμβούλιο.
Στις 17 Ιουνίου 2022, το Συμβούλιο ενέκρινε την αξιολόγηση του σχεδίου που υπέβαλε η Πολωνία. Η απόφαση του Συμβουλίου καθόρισε ορόσημα και στόχους που πρέπει να επιτύχει το εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να του χορηγηθούν κονδύλια. Στο πλαίσιο των εν λόγω οροσήμων και στόχων, περιλήφθηκαν και εκείνα που αφορούν τη μεταρρύθμιση του πολωνικού δικαστικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, η Πολωνία κλήθηκε να λάβει μια σειρά μέτρων για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστών. Υποχρεώθηκε επίσης να επιτρέψει την επανεξέταση των αποφάσεων του Πειθαρχικού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου, προς όφελος των δικαστών που θίγονται από τις εν λόγω αποφάσεις, και να ολοκληρώσει τις εν λόγω διαδικασίες επανεξέτασης εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος.
Τρεις ενώσεις και ένα ίδρυμα που εκπροσωπεί ευρωπαίους δικαστές θεώρησαν ότι τα εν λόγω ορόσημα είναι ασυμβίβαστα με το δίκαιο της ΕΕ. Υποστήριξαν ότι οι στόχοι είναι στην πραγματικότητα εξαιρετικά ελαστικοί, επιτρέποντας στην Πολωνία να μη συμμορφώνεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το κράτος δικαίου και την αποτελεσματική δικαστική προστασία. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ενώσεις και το εν λόγω ίδρυμα ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου.
Απόφαση Γενικού Δικαστηρίου
Οι προσφεύγουσες οργανώσεις, όπως κρίθηκε, δεν δικαιούνται να ασκήσουν αγωγή ούτε στο όνομά τους ούτε για λογαριασμό των δικαστών των οποίων τα συμφέροντα προάγουν. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει καμία νομική διάταξη που να τους παρέχει το εν λόγω δικονομικό δικαίωμα. Ομοίως, το γεγονός ότι οι εν λόγω οργανώσεις συμμετέχουν ως τακτικοί συνομιλητές με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ για το ζήτημα της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν τους παρέχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής.
Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, συναφώς, ότι ούτε οι Πολωνοί δικαστές, ούτε οι δικαστές άλλων κρατών μελών ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) θίγονται άμεσα από την απόφαση του Συμβουλίου. Επομένως, οι οργανώσεις που άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να επικαλεστούν, σύμφωνα με το Γενικό Δικαστήριο, την κατάσταση των εν λόγω δικαστών προκειμένου να αποδείξουν ότι οι προσφυγές τους είναι παραδεκτές.
Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι τα ορόσημα έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικής αιρεσιμότητας, δεδομένου ότι η επίτευξη των εν λόγω ορόσημων αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη χρηματοδότησης στο πλαίσιο της διευκόλυνσης. Εξάλλου, η θέσπιση των εν λόγω στόχων δεν αποσκοπούσε στην αντικατάσταση των κανόνων σχετικά με την αξία του κράτους δικαίου ή την αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Ακολούθως, το Ευρωδικαστήριο επεσήμανε ότι η απόφασή του δεν θίγει την υποχρέωση της Πολωνίας να αποκαταστήσει, το συντομότερο δυνατόν, τις παραβάσεις που διαπίστωσε το Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του κράτους δικαίου, ούτε θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ να ασκήσουν προσφυγή κατά διατάξεων που θεσπίζουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα, οι οποίες προορίζονται να έχουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, χωρίς να απαιτείται να αποδείξουν έννομο συμφέρον. Άλλωστε, όπως τονίστηκε, εναπόκειται στην Επιτροπή να ενεργήσει προκειμένου να διασφαλίσει ότι η Πολωνία σέβεται την αξία του κράτους δικαίου.
Με τη διάταξή του, το Γενικό Δικαστήριο, ως τμήμα μείζονος σύνθεσης, απέρριψε τελικώς τις προσφυγές αυτές ως απαράδεκτες.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΓΔΕΕ συνεκδ. υπόθ. T-530/22, T-531/22, T-532/22, T-533/22, απόφ. της 4.6.2024