Από τον Δεκέμβριο του 2010 που τέθηκε σε ισχύ ο πρώτος νόμος για τη διαμεσολάβηση, ο Ν 3898/2010, με τον οποίο το εθνικό μας δίκαιο εναρμονίστηκε με ευρωπαϊκή οδηγία, και ειδικά μετά τη θέσπιση του Ν 4640/2019 που τέθηκε σε ισχύ τον Νοέμβριο του 2019, η διαμεσολάβηση, ως θεσμός και εντέλει ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, έχει καθιερωθεί πλέον στην ελληνική έννομη τάξη.
Παρόλα αυτά και παρά το ότι με τον Ν 4640/2019 εισήχθη, ως στοιχείο για το παραδεκτό της συζήτησης αγωγής ενώπιον δικαστηρίων, η διενέργεια Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης, αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι «είμαστε ακόμα πολύ πίσω» σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων δικαιικών συστημάτων (όπως αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου) αφού το ποσοστό των διαφορών που επιλύονται μέσω της διαμεσολάβησης δεν υπερβαίνει το 10%.
Είναι γεγονός ότι η διενέργεια ΥΑΣ, αντί να ενθαρρύνει την προσφυγή στη διαμεσολάβηση, όπως μάλλον σκοπήθηκε με τη θέσπισή της, έχει καταλήξει να είναι μια ακόμα τυπική, διεκπεραιωτική, διαδικασία, η οποία, στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων, είναι καταδικασμένη να αποτύχει γι’ αυτό και διαρκεί πέντε-δέκα λεπτά της ώρας και έχει ουσιαστικά ως μόνο σκοπό τη σύνταξη του πρακτικού διενέργειας και αποτυχίας της. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η σύνδεση της υποχρεωτικότητας της αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης με το απαράδεκτο της συζήτησης αγωγής ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων εφόσον δεν προσκομίζεται το σχετικό πρακτικό αποτυχίας της έχει καταλήξει να είναι ένας επιπλέον λόγος για την καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης στην αποσυμφόρηση της οποίας στόχευε η θέσπιση της σχετικής ρύθμισης.
Έτσι, ενώ η ΥΑΣ θεσπίστηκε (σε ορισμένες υποθέσεις) για να ενθαρρυνθεί η χρήση της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, με απώτερο στόχο, μέσω της προσφυγής των διαδίκων στη διαμεσολάβηση, την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων της χώρας και την γρηγορότερη απονομή της Δικαιοσύνης, η εμπειρία μάς έδειξε ότι το τελικό αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Και αυτό διότι η θέσπιση του απαραδέκτου της συζήτησης αγωγής εφόσον δεν προσκομίζεται πρακτικό διενέργειας (και αποτυχίας) της ΥΑΣ οδήγησε στην έκδοση σωρείας μη οριστικών αποφάσεων των δικαστηρίων της χώρας που κηρύσσουν το απαράδεκτο της συζήτησης για τον λόγο αυτό, οπότε οι διάδικοι, οι οποίοι έχουν ήδη αναμείνει ενδεχομένως και παραπάνω από 1 ½-2 έτη για τη συζήτηση της υπόθεσής τους και την έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό, συνειδητοποιούν ότι πρέπει να κινήσουν την όλη διαδικασία από την αρχή (αφού βεβαίως προηγηθεί η ΥΑΣ και η αποτυχία της).
Εδώ και 20 χρόνια οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την υποχρεωτικότητα προσφυγής σε μια κάποια πρώτη διαδικασία συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς δεν έχουν οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα
Για εμάς τους παλαιότερους, αντίστοιχα προβλήματα είχε δημιουργήσει και η αρχική διάταξη του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 18 του Ν 2335/1995 και αφορούσε αγωγές αρμοδιότητας Πολυμελούς που θα κατατίθενταν από τις 16.9.1996. Με τη διάταξη αυτή θεσπίστηκε τότε η «απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς» που προέβλεπε τη διενέργεια σχετικής συνάντησης μεταξύ των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και επέτρεπε τη συζήτηση της αγωγής, επί ποινή απαραδέκτου, μόνο εφόσον προσκομιζόταν το σχετικό πρακτικό αποτυχίας της απόπειρας ή δήλωση του διαδίκου ή του δικηγόρου του ότι η άλλη πλευρά αρνήθηκε να προσέλθει ή δεν προσήλθε στην απόπειρα. Η σχετική διάταξη καταργήθηκε τελικά με το άρθρο 19 παρ. 3 του Ν 3994/2011 αφού διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό των συμβιβασμών που επιτεύχθηκαν με τη διαδικασία αυτή δεν υπερέβη το 1%-2% των υποθέσεων.
Βλέπουμε δηλαδή ότι εδώ και 20 χρόνια οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την υποχρεωτικότητα προσφυγής σε μια κάποια πρώτη διαδικασία συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς δεν έχουν οδηγήσει στα επιθυμητά αποτελέσματα, αφού τα διάδικα μέρη εξακολουθούν να θέλουν να επιλυθούν οι διαφορές τους από τα δικαστήρια, τα δε δικαστήρια, ιδίως τα πρωτοβάθμια, καλούνται να διαχειριστούν πολύ περισσότερες υποθέσεις από αυτές που αντέχουν, και ο χρόνος απονομής της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί αγκάθι για τη χώρα μας (είναι γνωστές άλλωστε οι καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ για υπερβολικές καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης).
Αυτό λοιπόν που χρειάζεται δεν είναι η, καταδικασμένη να αποτύχει, ΥΑΣ, ούτε η αθρόα κήρυξη του απαραδέκτου συζήτησης των αγωγών διότι δεν προσκομίστηκε το πρακτικό αποτυχίας της ΥΑΣ, αλλά η καλλιέργεια κουλτούρας διαμεσολάβησης∙ η καλλιέργεια της πεποίθησης στην κοινωνία ότι υπάρχει εναλλακτικός τρόπος επίλυσης των διαφορών μας∙ ότι μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας χωρίς να πάμε στα δικαστήρια. Εκεί εντοπίζεται, κατ’ εμένα τουλάχιστον, η δυσκολία και όχι, όπως συνηθίζεται να λέγεται, στο δικηγορικό σώμα που δήθεν αντιτίθεται στην εξωδικαστική επίλυση των διαφορών. Οι δικηγόροι, συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης, είναι οι πρώτοι που προτείνουν στους εντολείς τους τη συμβιβαστική επίλυση της όποιας διαφοράς τους (ακόμα και αν αυτή δεν υπάγεται σε ΥΑΣ), είναι πάντα αρωγοί στις προσπάθειες της πολιτείας και εντέλει είναι αυτοί που, κατά κύριο λόγο, καλούνται να προσαρμοσθούν στις συνεχείς αλλαγές των διατάξεων του νόμου (ακόμα και στην περίπτωση της διαμεσολάβησης).
* Η κ. Αναστασία Μαγείρου είναι Εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας «Απόστολος Γεωργιάδης & Συνεργάτες»