Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφαση που εξέδωσε σήμερα στην υπόθεση C-123/22 έκρινε ότι η Ουγγαρία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει εφάπαξ ποσό 200 εκατομμυρίων ευρώ και πρόστιμο ενός εκατομμυρίου ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης εξαιτίας της μη συμμόρφωσής της με τη νομοθεσία της ΕΕ για το άσυλο. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 2020, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου είχε κρίνει ότι η Ουγγαρία με τη στάση της στο προσφυγικό υπονομεύει την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής της ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών, ωστόσο επειδή εξακολουθούσε να αγνοεί την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, η Κομισιόν προσέφυγε εκ νέου στο Ευρωδικαστήριο το οποίο και υποχρέωσε την Ουγγαρία να υποβληθεί στη βάσανο ενός βαρύτατου χρηματικού προστίμου, που μάλιστα μπορεί να αυξηθεί, αν η ίδια δεν συμμορφωθεί.
Ιστορικό
Τον Δεκέμβριο του 2020, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ουγγαρία δεν είχε συμμορφωθεί με τους κανόνες του δικαίου της ΕΕ σχετικά, μεταξύ άλλων, με τις διαδικασίες για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας και την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (C‑808/18). Η παράλειψη αυτή αφορούσε τον περιορισμό της πρόσβασης στη διαδικασία διεθνούς προστασίας, την παράνομη κράτηση των αιτούντων διεθνή προστασία σε ζώνες διέλευσης και τη μη τήρηση του δικαιώματός τους να παραμείνουν στην ουγγρική επικράτεια εν αναμονή οριστικής απόφασης επί της προσφυγής τους κατά της απόρριψης της αίτησής τους, καθώς και την απομάκρυνση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.
Θεωρώντας ότι η Ουγγαρία εξακολουθούσε να μην έχει συμμορφωθεί με την απόφαση του 2020 (εκτός από τις ζώνες διέλευσης, τις οποίες η Ουγγαρία είχε ήδη κλείσει πριν από την έκδοση της παρούσας απόφασης), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε νέα προσφυγή για παράβαση υποχρεώσεων, ζητώντας την επιβολή οικονομικών κυρώσεων.
Απόφαση Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ουγγαρία δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με την απόφαση του 2020 όσον αφορά την πρόσβαση στη διαδικασία διεθνούς προστασίας, το δικαίωμα των αιτούντων διεθνή προστασία να παραμείνουν στην Ουγγαρία εν αναμονή οριστικής απόφασης επί της προσφυγής τους κατά της απόρριψης της αίτησής τους και την απομάκρυνση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Με τον τρόπο αυτό, η Πολωνία, αγνοώντας την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, απέφυγε εσκεμμένα την εφαρμογή της κοινής πολιτικής της ΕΕ για τη διεθνή προστασία στο σύνολό της και των κανόνων που αφορούν την απομάκρυνση των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Η συμπεριφορά αυτή, σύμφωνα με το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, συνιστά σοβαρή απειλή για την ενότητα του δικαίου της ΕΕ, η οποία έχει εξαιρετικά σοβαρές επιπτώσεις τόσο στα συμφέροντα των αιτούντων άσυλο, όσο και στο δημόσιο συμφέρον.
Η συμπεριφορά αυτή, σύμφωνα με το ΔΕΕ, συνιστά σοβαρή απειλή για την ενότητα του δικαίου της ΕΕ, η οποία έχει εξαιρετικά σοβαρές επιπτώσεις τόσο στα συμφέροντα των αιτούντων άσυλο, όσο και στο δημόσιο συμφέρον.
Ειδικότερα, η παράβαση των υποχρεώσεων της Ουγγαρίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση στα άλλα κράτη μέλη της ευθύνης της, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ευθύνης, για τη διασφάλιση, σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, της υποδοχής των αιτούντων διεθνή προστασία, της εξέτασης των αιτήσεών τους και της επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, υπονομεύει σοβαρά την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής της ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών.
Δεδομένου ότι αυτή η παράβαση συνιστά πρωτοφανή και εξαιρετικά σοβαρή παραβίαση του δικαίου της ΕΕ, το Δικαστήριο υποχρεώνει με την Ουγγαρία να καταβάλει εφάπαξ ποσό 200 εκατομμυρίων ευρώ και χρηματική ποινή 1 εκατομμυρίου ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-123/22, απόφ. της 13.6.2024