fbpx

Αίτηση αναίρεσης: Πρώτα το παραδεκτό, μετά το βάσιμο – Εξαίρεση ζητήματα που συναρτώνται με τη δικαιοδοσία και τη φύση της διαφοράς (ΣτΕ Ολομ 874, 875/2024)

Σε αμφότερες τις αποφάσεις υπήρξε μειοψηφία

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στις με αρ. 874, 875/2024 αποφάσεις επί αιτήσεων αναιρέσεως του e-ΕΦΚΑ (κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές), παρά την αντίθετη μειοψηφία, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι το παραδεκτό αίτησης αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προηγείται της έρευνας κάθε ζητήματος που ανάγεται στον έλεγχο του βασίμου του ενδίκου μέσου, ακόμη και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου ή δημοσίας τάξεως, με την εξαίρεση των ζητημάτων που αφορούν την δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου, καθώς και των συναπτόμενων με τη φύση της διαφοράς ως ουσίας ή ακυρωτικής.

Οι αποφάσεις του ΣτΕ και το σκεπτικό τους

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στις με αρ. 874-875/2024 αποφάσεις επί αιτήσεων αναιρέσεως του e-ΕΦΚΑ (κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές), έκρινε κατά πλειοψηφία τα εξής: Όπως έχει κριθεί κατ’ επανάληψη, από τις διατάξεις των άρθρων 53 παρ. 3 (όπως ισχύει μετά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν 3900/2010 και το άρθρο 15 παρ. 2 του Ν 4446/2016) και 4 (όπως ισχύει μετά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν 3900/2010), αλλά και 2 του Ν 3900/2010 συνάγεται ότι για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο ως άνω παραγράφων του άρθρου 53, ήτοι τόσο του ελάχιστου ποσού της παρ. 4 – ίσο ή ανώτερο των 40.000 ευρώ, με την εξαίρεση των διαφορών που ανακύπτουν με την άσκηση προσφυγής ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της ή τις διαφορές χωρίς άμεσο χρηματικό αντικείμενο – όσο και της προβολής, με το εισαγωγικό δικόγραφο, συγκεκριμένων ισχυρισμών περί έλλειψης νομολογίας ή περί αντίθεσης της κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Ως όρος δε του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών προηγείται της έρευνας κάθε ζητήματος που ανάγεται στον έλεγχο του βασίμου του ενδίκου μέσου, ακόμη και εκείνων των ζητημάτων που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, είτε ανάγονται στη δημόσια τάξη είτε όχι, με την εξαίρεση εκείνων που αφορούν την δικαιοδοσία του δικάσαντος δικαστηρίου, καθώς και των συναπτομένων με τη φύση της διαφοράς, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως διοικητικής διαφοράς ουσίας ή ως ακυρωτικής διαφοράς, ενόψει των οικείων συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 93 έως 98 Σ). Κατά τα λοιπά, ενόψει του βασικού σκοπού των ανωτέρω διατάξεων του Ν 3900/2010 (αποσυμφόρηση ΣτΕ, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα επίλυσης υποθέσεων με σοβαρά νομικά ζητήματα), το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην έρευνα αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου λόγου αναίρεσης μόνον εφόσον θεμελιώνεται το παραδεκτό της αίτησης αναιρέσεως με τη συνδρομή των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 4 του ΠΔ 18/1989, όπως ισχύουν. Τούτο ισχύει και προκειμένου για δικονομικές πλημμέλειες των δικαστικών αποφάσεων, όπως η τήρηση της προβλεπόμενης ενδικοφανούς διαδικασίας, το εκκλητό ή μη της πρωτοδίκως εκδοθείσας απόφασης και η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του εκδόντος δικαστηρίου (η κατά τόπο αρμοδιότητα δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως), χωρίς τούτο να αντίκειται στην αρχή του νόμιμου δικαστή, η οποία αποκλείει την αφαίρεση συγκεκριμένης υπόθεσης από τον βάσει γενικών διατάξεων οριζόμενο δικαστή, αλλά δεν δεσμεύει τον νομοθέτη στον καθορισμό της έκτασης του διενεργούμενου από το Συμβούλιο της Επικρατείας αναιρετικού ελέγχου. Ο δε νομοθέτης προέκρινε, δια του άρθρου 2 του Ν 3900/2010, ότι μόνον στην περίπτωση που με την αναιρεσιβαλλόμενη έχει κριθεί διάταξη τυπικού νόμου ανίσχυρη ως αντίθετη στο Σύνταγμα ή άλλον υπερνομοθετικής ισχύος κανόνα δικαίου μπορεί να επιτρέψει την κατ’ αναίρεση επίλυση του ζητήματος από το ανώτατο δικαστήριο, ακόμα κι όταν δεν συντρέχουν οι κατ’ αρχήν προϋποθέσεις παραδεκτού που θέσπισε ο ίδιος για την υλοποίηση του ανωτέρω σκοπού του.

Συνακόλουθα, με την ΣτΕ Ολομ 874/2024 κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι η εκεί αίτηση αναιρέσεως επί διαφοράς αμιγώς χρηματικού αντικειμένου (επιστροφή σε κληρονόμο παρακρατηθεισών από σύνταξη ήδη θανόντος εισφορών υπέρ ΛΑΦΚΑ), κατώτερου των 40.000 ευρώ, ασκείται απαραδέκτως λόγω του ύψους της διαφοράς (287,40 ευρώ), ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά απόφασης δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο εκδίκασε έφεση επί ανέκκλητης λόγω ποσού (άρθρο 92 ΚΔΔ) πρωτοβάθμιας απόφασης.

Κατά τη γνώμη, ωστόσο, της μειοψηφίας (δύο Αντιπροέδρων του Δικαστηρίου και δύο Συμβούλων), η ορθή εφαρμογή του άρθρου 92 ΚΔΔ (σε σχέση με τις προσβαλλόμενες με έφεση αποφάσεις) ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τόσο στην περίπτωση που συναρτάται ευθέως με το παραδεκτό της ασκηθείσας αίτησης αναιρέσεως κατά την παρ. 1 του άρθρου 53 του ΠΔ 18/1989, όσο και στην περίπτωση που συναρτάται με την εξουσία του δικάσαντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου να δικάσει κατ’ ουσίαν τη διαφορά που ήχθη ενώπιόν του. Και τούτο, διότι η υπέρβαση εξουσίας, δηλαδή η παρά τον νόμο απόδοση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εις εαυτό εξουσίας να δικάσει ορισμένη διαφορά με την έννοια της παραβίασης της αρχής του φυσικού δικαστή, αφορά τη δημόσια τάξη και ανάγεται στον δικονομικό λόγο αναίρεσης του άρθρου 56 παρ. 1 περ α’ ΠΔ 18/1989. Δοθέντος δε ότι σκοπός της αναίρεσης είναι η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, (και) στην περίπτωση υπέρβασης εξουσίας του δευτεροβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου, όταν αυτό επιλαμβάνεται έφεσης και κρίνει ουσία κατά απόφασης πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου που δεν είναι εκκλητή κατά το άρθρο 92 παρ. 2 ΚΔΔ, το εκκλητό ή μη της εκδοθείσας σε πρώτο βαθμό απόφασης, όπως και η υπέρβαση δικαιοδοσίας και η έλλειψη καθ’ ύλην αρμοδιότητας του εκδόντος την απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, είναι ζητήματα που αφορούν τη δημόσια τάξη και ελέγχονται αναιρετικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας βάσει του λόγου αναίρεσης της περ α’ του άρθρου 56 του ΠΔ 18/1989, ο οποίος ερευνάται αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως της προβολής ή μη αυτού και ανεξαρτήτως της συνδρομής ή των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 4 του ΠΔ 18/1989, όπως ισχύουν.

Εξάλλου, με την ΣτΕ Ολομ 875/2024 κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι η εκεί αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Πατρών επί διαφοράς χωρίς άμεσο χρηματικό αντικείμενο, στο εισαγωγικό δικόγραφο της οποίας αιτήσεως, ωστόσο, δεν περιλαμβάνεται βάσιμος ισχυρισμός του Ν 3900/2010, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η εκεί διαφορά (εξαίρεση ασφαλισμένης από την υπαγωγή σε ασφάλιση του κλάδου υγείας του ΟΑΕΕ για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου σε πρώτο βαθμό και ακολούθως του τριμελούς διοικητικού εφετείου σε δεύτερο βαθμό (άρθρο 7 παρ. 1 Ν 702/1977 και 6 παρ. 1 ΚΔΔ).

Κατά τη γνώμη, ωστόσο, της μειοψηφίας (δύο Αντιπροέδρων του Δικαστηρίου και δύο Συμβούλων), οι κανόνες που καθορίζουν την καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή του φυσικού δικαστή, είναι κανόνες δημοσίας τάξεως. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξετάζει αυτεπαγγέλτως κατά τα οριζόμενα στην περ α της παρ. 1 του άρθρου 56 του ΠΔ 18/1989, όχι μόνον την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, αλλά και την εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού υπέρβαση εξουσίας που του έχει απονεμηθεί από τον νόμο να επιληφθεί της κύριας υποθέσεως που συνιστά το ουσιαστικό αντικείμενο της δίκης, πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας, ανεξαρτήτως συνδρομής των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 4 του ΠΔ 18/1989, όπως ισχύουν. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις (Ν 702/1977 και ΚΔΔ) το εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη Μονομελές Διοικητικό Εφετείο Πατρών όφειλε να κάνει αυτεπαγγέλτως δεκτή την έφεση λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του δικάσαντος Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών (αντί του τριμελούς). Ωστόσο, το δικάσαν την έφεση ουσία Μονομελές Διοικητικό Εφετείο υπερέβη την εξουσία του και για τον λόγο αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το ΣτΕ ανεξαρτήτως των ανωτέρω προϋποθέσεων του άρθρου 53 του ΠΔ 18/1989, θα έπρεπε η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη και εν συνεχεία, υπό το φως και του άρθρου 57 παρ. 2 ΠΔ 18/1989, να συναναιρεθεί η πρωτόδικη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -