fbpx

Διεθνής Διάσκεψη για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη: Προκλήσεις ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής για την Ευρώπη και την Ελλάδα

Πού πορεύεται η Ευρώπη και η Ελλάδα στο πεδίο της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής; Το “NB Daily” καταγράφει τις ενδιαφέρουσες απαντήσεις που δόθηκαν από τον Πάολο Τζεντιλόνι, τον Γιώργο Χουλιαράκη, τον Νίκο Βέττα, τη Φαίη Μακαντάση και την Ευγενία Φωτονιάτα

Χρόνος ανάγνωσης 11 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 11 λεπτά

Δείτε επίσης

Πρεμιέρα έκανε χθες Δευτέρα 17 Ιουνίου στο Ωδείο Αθηνών η πρώτη Διεθνής Διάσκεψη για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη που διοργανώνει το Ινστιτούτο Αλέξη Τσίπρα σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ζόραν Ζάεφ. Πενήντα και πλέον προσωπικότητες από τον διεθνή, τον ευρωπαϊκό, τον Βαλκανικό χώρο και την ευρύτερη περιοχή, Πρωθυπουργοί, πρώην Πρόεδροι, Πρωθυπουργοί και Υπουργοί, Ευρωπαίοι Επίτροποι, ακαδημαϊκοί, διακεκριμένοι επιστήμονες αλλά και Διευθυντές Ινστιτούτων συζήτησαν προκλήσεις, απαιτήσεις αλλά και ευκαιρίες της εποχής.

Το “NB Daily” παρακολούθησε την έναρξη των εργασιών της Διάσκεψης και το πρώτο πάνελ υπό τον τίτλο «Πού πορεύεται η Ευρώπη (και η Ελλάδα); Προκλήσεις ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής». Στο εν λόγω πάνελ συμμετείχαν ο επίτροπος Οικονομίας της ΕΕ Πάολο Τζεντιλόνι, ο οικονομικός σύμβουλος της ΤτΕ και πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας, η διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις Φαίη Μακαντάση και η συντονίστρια Κύκλου Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ Ευγενία Φωτονιάτα. Τον συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε ο δικηγόρος – δημοσιογράφος και σύμβουλος έκδοσης του “NB Daily” Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Πάολο Τζεντιλόνι

«Ο νέος κύκλος των ευρωπαϊκών θεσμών πρέπει να είναι όσο φιλόδοξος ήταν και τα προηγούμενα πέντε χρόνια»

Κληθείς να απαντήσει στο ερώτημα του κ. Παπαγιαννίδη αν η Ευρώπη έχει αντλήσει κάποια διδάγματα από τις διαδοχικές κρίσεις, ο Επίτροπος της ΕΕ για την Οικονομία Πάολο Τζεντιλόνι παρατήρησε ότι έχουμε λάβει τα μαθήματά μας.

Ο Επίτροπος, κάνοντας ένα εισαγωγικό σχόλιο, υπογράμμισε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών υπήρξε ένα παράδειγμα ηγεσίας. Δεν ήταν εύκολο να ληφθεί, όπως υποστήριξε, μια τέτοια απόφαση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί πως η συμφωνία είναι δεσμευτική και ως τέτοια πρέπει να γίνεται σεβαστή.

Σύμφωνα επίσης με τον ίδιο, ένα δίδαγμα που με ασφάλεια μπορεί να εξαχθεί από τις δύο πρόσφατες κρίσεις της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής, οι οποίες δοκίμασαν την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συνολικά άντεξαν και αντέδρασαν με έναν τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό και ώριμο, ιδίως αν η στάση αυτή συγκριθεί με εκείνη της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης. Σε αμφότερες τις κρίσεις, η αντίδραση, όπως σημείωσε, ήταν ισχυρή και ενωμένη.

Αντώνης Παπαγιαννίδης/ΙΝΤΙΜΕ
Αντώνης Παπαγιαννίδης/ΙΝΤΙΜΕ

Στο ερώτημα του κ. Παπαγιαννίδη αν η ευελιξία έχει επιβιώσει, απάντησε ότι γίνονται διαρκώς προσπάθειες ώστε η Ένωση να προχωρά όσο πιο γρήγορα γίνεται, ενίοτε όμως, όπως τόνισε, η πραγματικότητα κινείται με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι υπολογίζουμε. Ο ίδιος μάλιστα υπογράμμισε ότι κάποιοι από τους πυλώνες των ευρωπαϊκών μας προτύπων τελούσαν για αρκετά χρόνια σε καθεστώς εξάρτησης, τονίζοντας ειδικότερα ότι η επέκταση του εμπορίου ήταν συνυφασμένη με την Κίνα, η φθηνή ενέργεια και το φθηνό αέριο συνυφασμένα με τη Ρωσία, ενώ η εξωτερική μας ασφάλεια είχε αφεθεί στην Αμερική. Όλα αυτά, όπως ανέφερε, έχουν υποστεί τεράστιες ρωγμές και μας καλούν να επαναπροσεγγίσουμε την στρατηγική μας.

Τέλος, παρατήρησε ότι ο νέος κύκλος των ευρωπαϊκών θεσμών πρέπει να είναι όσο φιλόδοξος ήταν και τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Ζητήματα που άπτονται του NextGenerationEU, της διεύρυνσης, της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας και της αμυντικής προσέγγισης δεν μπορούν να μην απαντηθούν και μάλιστα σύντομα, διότι -σε διαφορετική περίπτωση- η «Ευρώπη θα έχει επιλέξει την χορτοφαγία σε έναν κόσμο σαρκοφάγων».

Γιώργος Χουλιαράκης

«Ένα φιλόδοξο πρόγραμμα οικονομικού μετασχηματισμού δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένο αν δεν συνοδεύεται από σημαντική μείωση των ανισοτήτων αλλά και ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας»

«Η ελληνική οικονομία έχει πετύχει πάρα πολλά τα τελευταία δέκα χρόνια», σύμφωνα με τον Οικονομικό Σύμβουλο της Τράπεζας της Ελλάδος και πρώην Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη. Η χώρα μας, όπως υποστήριξε, έχει διορθώσει τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες που την οδήγησαν στην κρίση, αποκατέστησε το αξιόχρεο, ανέκτησε την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και κατάφερε να διατηρήσει τη θέση της στην Ευρωζώνη, παρά τις αντίθετες εκτιμήσεις που με έμφαση είχαν διατυπωθεί την εποχή της δημοσιονομικής κρίσης.

Εν συνεχεία, ο ίδιος αναφέρθηκε σε τρία μείζονος σημασίας στοιχεία, τα οποία είναι αναγκαία για να διατηρήσουμε την επαφή μας με τη μεγάλη εικόνα της ελληνικής οικονομίας. Αρχικώς, σημείωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν (μπορεί να) περιμένει να επιστρέψουμε στο πραγματικό επίπεδο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος που είχαμε τον τελευταίο χρόνο πριν την εκδήλωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ πριν το τέλος της δεκαετίας αυτής. Δευτερευόντως, είναι αναγκαίο να έχουμε υπόψη το σχετικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας εν συγκρίσει με το αντίστοιχο της Ευρωζώνης και την εξέλιξή του την τελευταία δεκαπενταετία. Προς την κατεύθυνση αυτή, ανέφερε ότι ένα χρόνο πριν την κρίση, το 2007, ήμασταν σε εξαιρετική θέση, κάτω από το μέσο όρο (για την ακρίβεια στο 77% του μέσου όρου), τώρα είμαστε στο 60%, έχουμε δηλαδή μια απώλεια 17 ποσοστιαίων μονάδων. Το τρίτο στοιχείο είναι ότι αν υποθέσουμε πως η χώρα το 2007 συνέχιζε να έχει το μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της Μεταπολίτευσης (1974-2007), σήμερα ο κάθε Έλληνας θα ήταν κατά 7.000 ευρώ πλουσιότερος απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα, είτε με όρους προσωπικού εισοδήματος είτε με όρους κοινωνικών υπηρεσιών.

Στη μεγάλη της εικόνα, λοιπόν, λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, η χώρα, αν και βγαίνει όρθια από μια μεγάλη και πολυετή κρίση, είναι τραυματισμένη. Οι μεγάλες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει, σύμφωνα με τον κ. Χουλιαράκη, είναι τουλάχιστον δύο: η πρώτη να αποφύγει την παγίδα της χρόνιας υστέρησης, δηλαδή να παγιωθούν οι αποκλίσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και η δεύτερη να επιτευχθούν πραγματικές και ποιοτικές συγκλίσεις με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προς την κατεύθυνση αυτή, οι εν λόγω συγκλίσεις θα επιτευχθούν μέσω της ενίσχυσης της ποιότητας των θεσμών διακυβέρνησης, της προστασίας των ανεξάρτητων αρχών, της διασφάλισης των εγγυήσεων για ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, αλλά και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης. Πρόκειται, όπως τόνισε, για ένα σετ μεταρρυθμίσεων στο οποίο πρέπει να γίνει αρκετή δουλειά.

Τέλος, όπως σημείωσε, ένα φιλόδοξο πρόγραμμα οικονομικού μετασχηματισμού δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένο αν δεν συνοδεύεται από σημαντική μείωση των ανισοτήτων αλλά και ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας. Πρόκειται για ένα κοινωνικό και ηθικό πρόταγμα, που την ίδια στιγμή αποδεικνύεται μονόδρομος για να αποφευχθούν οι σειρήνες του λαϊκισμού.

Νίκος Βέττας

«Η Ελλάδα ήταν εκτός επενδυτικής βαθμίδας για δεκατρία χρόνια και το επενδυτικό κενό που κληρονομήσαμε από αυτή την περιπέτεια είναι τεράστιο»

Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής Οικονομικών στο ΟΠΑ Νίκος Βέττας ο οποίος επεσήμανε ότι, πέρα από τις γεωπολιτικές κρίσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή οι οποίες μας πλήττουν, η Ευρώπη σήμερα παρουσιάζει προβληματικό βηματισμό τόσο στην καινοτομία των επιχειρήσεων όσο και στις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Ένα μέρος του εν λόγω ασθενικού βηματισμού, όπως τόνισε, μπορεί να εξηγηθεί, ακριβώς επειδή η ΕΕ όταν δημιουργήθηκε υπηρετούσε πρωτίστως την αποφυγή πολέμων. Δεν πρέπει, όμως, ιδίως σήμερα, να κλείνουμε τα μάτια στην καινοτομία, διότι -όπως τόνισε- η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν παράγει υπηρεσίες και προϊόντα υψηλής αξίας.

Αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία, παρατήρησε ότι αν αυτή δεν επιτύχει ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ, σύντομα θα ξαναβρεθούμε όλοι μας σε αδιέξοδο.

To πρώτο πάνελ της Διεθνούς Διάσκεψης για την Ειρήνη και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη υπό τον τίτλο «Πού πορεύεται η Ευρώπη (και η Ελλάδα); Προκλήσεις ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής»/ΙΝΤΙΜΕ

Πράγματι, όπως εν συνεχεία παρατήρησε, κατά τη διάρκεια της κρίσης άντεξαν οι θεσμοί, μείναμε στο κοινό νόμισμα, ενώ σήμερα η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με πολύ καλούς ρυθμούς. Δεν πρέπει όμως από την άλλη μεριά να παραβλέπουμε ότι τα προγράμματα στα οποία εισήλθε η ελληνική οικονομία διήρκεσαν για οκτώ ολόκληρα χρόνια. «Η Ελλάδα ήταν εκτός επενδυτικής βαθμίδας για δεκατρία χρόνια και το επενδυτικό κενό που έχουμε κληρονομήσει από αυτή την περιπέτεια είναι τεράστιο», όπως χαρακτηριστικά τόνισε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα βγαίνει πληγωμένη από τον τρόπο που χειρίστηκε αυτή την κρίση, για να τονίσει ότι εάν οι χειρισμοί – ελληνικοί και ευρωπαϊκοί – ήταν διαφορετικοί η διάρκεια αλλά και το κόστος της κρίσης δεν θα είχαν συντελεστεί με τέτοια σφοδρότητα.

Κατόπιν ερώτησης του κ. Παπαγιαννίδη για το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας, σημείωσε ότι η ελληνική παραγωγή πρέπει να είναι προσανατολισμένη σε κάτι το οποίο ζητάει η παγκόσμια αγορά.

Τέλος, ανέφερε ότι το να πετύχει η Ευρώπη έχει ιδιαίτερη σημασία, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι στη σημερινή παγκόσμια οικονομία αναπτύσσονται οικονομικές δυνάμεις με σοβαρότατες θεσμικές υστερήσεις. Εάν, όπως επί λέξει παρατήρησε, «χαθεί το παιχνίδι και η Ευρώπη χρειαστεί να κάνει συμβιβασμούς σε σχέση με την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία», τότε θα έχουμε σοβαρές παρενέργειες και στην ποιότητα των θεσμών μας.

Φαίη Μακαντάση

«Η μεγαλύτερη απειλή που δηλώνουν ότι αισθάνονται οι Έλληνες είναι η οικονομική κατάσταση»

Ακολούθησαν κάποια εξαιρετικά ενδιαφέροντα ευρήματα από τη Διευθύντρια Ερευνών της διαΝΕΟσις Φαίη Μακαντάση, ενός οργανισμού που χαρτογραφεί -με μεγάλη επιτυχία- τον παλμό της κοινής γνώμης σε πλήθος ζητημάτων.

Σε πρόσφατη έρευνα για τη συναισθηματική κουλτούρα των Ελλήνων διαπιστώθηκε ότι τα κυρίαρχα συναισθήματα είναι κυρίως αρνητικά. Ειδικότερα, όπως καταγράφεται, ανασφάλεια, απογοήτευση και θυμός βρίσκονται σε κυριαρχική θέση. Εξαιτίας της συγκεκριμένης συναισθηματικής απαισιοδοξίας έχει ενδιαφέρον, όπως παρατήρησε, να δει κανείς πώς απαντούν οι Έλληνες σε ερωτήματα σχετικά με την ποιότητα της Δημοκρατίας στη χώρα. Σ’ ένα τέτοιο ερώτημα έχει διαπιστωθεί ότι 4/10 Έλληνες, ηλικίας 25-39 ετών, υποστηρίζουν ότι έχουμε αναιμική Δημοκρατία. Απέναντι σε αυτή την απαισιόδοξη προσέγγιση, το 65% των Ελλήνων αποτιμά θετικά τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια όμως στιγμή οι Έλληνες, όπως αποτυπώνεται, δεν γνωρίζουν αρκετά πράγματα για τις πτυχές της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και το Ταμείο Ανάκαμψης (μόνο το 35% γνωρίζει περί τίνος πρόκειται).

Στιγμιότυπο από το δεύτερο μέρος της έρευνας της διαΝΕΟσις η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει απόψεις για τα συναισθήματα που κυριαρχούν μεταξύ των πολιτών αυτή την περίοδο. Δείτε τη μεγάλη δημοσκοπική έρευνα του ανεξάρτητου, μη κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισμού για το 2024 εδώ.

Τέλος, σημείωσε ότι η μεγαλύτερη απειλή που δηλώνουν ότι αισθάνονται οι Έλληνες είναι η οικονομική κατάσταση. Παρά την οικονομική βελτίωση που με όρους τεχνοκρατικούς παρατηρείται, κάτι τέτοιο δεν μεταγράφεται στις δικές τους οικονομικές προσδοκίες, ιδίως στην καθημερινότητά τους, ενώ έπονται και δύο εξίσου για τους ίδιους απειλές, το δημογραφικό και η κλιματική κρίση.

Ευγενία Φωτονιάτα

«Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν πρέπει να λειτουργήσει ως όχημα αναπαραγωγής του στρεβλού παραγωγικού μας συστήματος»

Τον κύκλο των εισηγήσεων ολοκλήρωσε η συντονίστρια του Κύκλου Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάλυσης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ Ευγενία Φωτονιάτα η οποία, αρχικώς, τόνισε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θεωρείται η πιο κρίσιμη μεταβλητή για την ελληνική οικονομία στην οικονομική ατζέντα, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες δεν γνωρίζουν τίποτε γι’ αυτό.

Ακολούθως, επεσήμανε ότι είναι εύλογο που το 44% των Ελλήνων έχει ως πρωταρχική αγωνία την κατάσταση της οικονομίας, και αυτό διότι τα ελληνικά νοικοκυριά δεν βλέπουν τα οφέλη της μεγέθυνσης. Η ίδια επέμεινε στην άποψη ότι τη μεγέθυνση της οικονομίας έχει ιδιαίτερη αξία να την προσεγγίζουμε και από την πλευρά των εισοδηματικών μεριδίων, δεδομένου ότι η εξέλιξη των εισοδηματικών μεριδίων αποκαλύπτει μια διαφορετική ιστορία από αυτή που έχουμε αρχικώς διαμορφώσει από την εξέλιξη των συνιστωσών της δαπάνης. Εν προκειμένω, όπως σημείωσε, παρατηρείται μια μεγέθυνση η οποία δεν διανεμήθηκε με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, ακριβέστερα έχουμε μια αναδιανομή εγχώριου εισοδήματος υπέρ των κερδών και σε βάρος των μισθών. «Αυτή η αναδιανομή από το 2019 έως το 2023 υπολογίζεται γύρω στις 4 ποσοστιαίες μονάδες», όπως ανέφερε.

Σε ό,τι αφορά τον στόχο του παραγωγικού μετασχηματισμού, επεσήμανε ότι το παραγωγικό μας υπόδειγμα έχει προβλήματα και αρρυθμίες οι οποίες, κυρίως, εντοπίζονται στην απόλυτη εξάρτηση που έχουμε από τον τουρισμό και τις κατασκευές. Συνεπώς, για τον λόγο αυτό, όπως τόνισε, τα 36 δις του Ταμείου Ανάκαμψης είναι κρίσιμο να αξιοποιηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να απεξαρτηθούμε από τον τουρισμό και τις κατασκευές, ενισχύοντας παράλληλα τις επιχειρήσεις της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.

ΙΝΤΙΜΕ

Τέλος, αναφερόμενη στους άξονες της έκθεσης για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας που έδωσε ο Μάριο Ντράγκι στη Διάσκεψη για τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, σημείωσε ότι η Ευρώπη θα επιχειρήσει να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της στη βάση στρατηγικής και σχεδίου. Εντούτοις, η Ελλάδα επιχειρεί τον παραγωγικό της μετασχηματισμό σε συνθήκες μη σχεδίου, κάτι που επιβεβαιώνεται από το δανειακό σκέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Θα περίμενε κανείς, όπως παρατήρησε, όταν γίνεται λόγος για παραγωγικό μετασχηματισμό, τα υπό χορήγηση δάνεια να ακολουθούν κάποιες κατευθύνσεις ενός στρατηγικού σχεδίου. Αντ’ αυτού, στη δική μας περίπτωση, ο μεγαλύτερος όγκος των δανείων χορηγείται χωρίς κανένα σχέδιο μέσα από το κανάλι των συστημικών τραπεζών. Ο κίνδυνος που εδώ ελλοχεύει, όπως με έμφαση σημείωσε, είναι να πέσουμε στην παγίδα της αναπαραγωγής του στρεβλού παραγωγικού μας συστήματος. Προς ενίσχυση της θέσης της, ανέφερε ότι οι τομείς που συνέβαλαν το 2023 στο ΑΕΠ ήταν εκείνοι του τουρισμού και των κατασκευών, κάτι που συνεπάγεται ότι οι επιχειρήσεις των εν λόγω κλάδων θα μπορούσαν με υψηλότερες πιθανότητες, λόγω οικονομικής ευρωστίας, να διεκδικήσουν δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ένας τέτοιος σχεδιασμός, κατέληξε, πρέπει οπωσδήποτε να εγκαταλειφθεί, προκειμένου το Ταμείο να μην λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός παγίωσης των αποκλίσεων.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -