Σύμφωνα με το άρθρο 862 ΑΚ, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Με τη διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Ως δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης θεωρείται ο παρεπόμενος χαρακτήρας της εγγύησης. Η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν αποκλείεται από ενδεχόμενη παραίτηση του εγγυητή από την κατ’ άρθρο 855 ΑΚ ένσταση διζήσεως, καθώς η παραίτηση αυτή δεν θίγει την αρχή του παρεπομένου της εγγύησης. Οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 862 ΑΚ και την επέλευση της έννομης συνέπειας της ελευθέρωσης του εγγυητή είναι οι εξής:
α) Η αδυναμία του δανειστή να ικανοποιήσει την απαίτησή του από τον πρωτοφειλέτη. Τέτοια αδυναμία υφίσταται συνήθως λόγω πτώχευσης του πρωτοφειλέτη ή περιέλευσής του σε άλλη πραγματική ή νομική κατάσταση που δεν επιτρέπει την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή από αυτόν (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1216/2019, ΑΠ 1886/2014).
β) Η αδυναμία ικανοποίησης θα πρέπει να οφείλεται σε πταίσμα του δανειστή, ενώ αρκεί οποιοσδήποτε βαθμός πταίσματος, χωρίς να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε δόλο ή βαριά και ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του δανειστή ως προς την επιδίωξη της απαίτησης εκδηλώνεται είτε με ενέργειες είτε -συνηθέστερα- με παραλείψεις, εξαιτίας των οποίων καθίσταται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη. Η συνηθέστερη στην πράξη περίπτωση αμελούς παράλειψης του δανειστή που θεμελιώνει δικαίωμα ελευθέρωσης του εγγυητή είναι όταν ο δανειστής, μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του χρέους, αμελεί για ικανό χρονικό διάστημα να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, ο οποίος έπειτα καθίσταται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 867-868 ΑΚ) ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του πρωτοφειλέτη (ΑΠ 267/2021, ΑΠ 1073/2015, ΑΠ 419/2013).
γ) Η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πταισματικής συμπεριφοράς του δανειστή που έλαβε χώρα μετά την κατάρτιση της εγγύησης και της αδυναμίας ικανοποίησής του από τον πρωτοφειλέτη. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια πάντως δεν υφίσταται, αν ο πρωτοφειλέτης στερείτο ανέκαθεν περιουσιακών στοιχείων, οπότε η αδυναμία ικανοποίησης από αυτόν ήταν εξ αρχής δεδομένη, ανεξαρτήτως από την τυχόν καθυστέρηση του δανειστή. Η αιτιώδης συνάφεια έχει δηλαδή μία χρονική διάσταση, έτσι ώστε να είναι απαραίτητο για την πλήρη θεμελίωσή της να ελέγχονται διάφορα χρονικά σημεία και όχι μόνο ο χρόνος κατά τον οποίο ο δανειστής αποφασίζει να στραφεί κατά του αναξιόχρεου πλέον οφειλέτη.
Το βάρος απόδειξης της συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων φέρει ο εγγυητής, ο οποίος πρέπει να αποδείξει, εκτός των άλλων, ποια ακριβώς ήταν η οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη πριν γίνει αναξιόχρεος, δηλαδή ποια ήταν τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία που διέθετε και ποια η αξία τους, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η έγκαιρη και ορθή συναλλακτικά συμπεριφορά του δανειστή θα είχε λογικά ως αποτέλεσμα την ικανοποίησή του (ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 2205/2009, ΑΠ 48/2001).
Περαιτέρω, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρύθμισης (ΑΚ 862), ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτήν ευεργετήματος (ελευθέρωσης), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή κατέστη αδύνατη από δόλο ή βαριά αμέλεια του τελευταίου, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 332 § 1 ΑΚ είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΟλΑΠ 6/2000, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 90/2021, ΑΠ 1216/2019, ΑΠ 1431/2019, ΑΠ 1491/2018, ΑΠ 296/2017). Όταν πάντως ο όρος που απαλλάσσει τον δανειστή από τις συνέπειες που έχει το πταίσμα του κατά την ΑΚ 862 περιέχεται σε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης (ιδίως αν αφορά καταναλωτικές πιστώσεις), τότε ο οικείος όρος είναι άκυρος εξ ολοκλήρου, δηλαδή και κατά το σκέλος του που καταλαμβάνει την ελαφρά αμέλεια (βλ. ΑΚ 332 § 2 εδ. β΄).
Εξάλλου, ο ορισμός της αμέλειας και δη με την αφηρημένη ελαφρά μορφή της, ως στοιχείου πταίσματος θεμελιωτικού λόγου ευθύνης (τόσο ενδοσυμβατικής όσο και αδικοπρακτικής) δίδεται με τη διάταξη του άρθρου 330 εδ. β’ ΑΚ, σύμφωνα με την οποία αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του (ΑΠ 90/2021, ΑΠ 1159/2020). Στον Αστικό Κώδικα δεν περιλήφθηκε ορισμός της βαριάς αμέλειας. Έτσι, με κριτήριο την βαρύτητα της αμελούς συμπεριφοράς, ως βαριά αμέλεια θεωρείται αυτή, όταν η απόκλιση από την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθιστα μεγάλη και ιδιαίτερα σοβαρή (ΑΠ 90/2021, ΑΠ 1159/2020, ΑΠ 18/2009, ΑΠ 1534/2008). Η έννοια της αμέλειας είναι νομική και επομένως η αξιολογική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το βαθμό της αμέλειας ελέγχεται αναιρετικά κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 266/2021, ΑΠ 1073/2015).
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ