Η θαλάσσια ρύπανση εξακολουθεί να αποτελεί μείζον πρόβλημα, καθώς εκτιμάται ότι πλήττει ποσοστό 75 έως 96% των ευρωπαϊκών θαλασσών. Και αυτό, παρά τη φιλόδοξη επιδίωξη της ΕΕ για μηδενική ρύπανση – και των υδάτων – με στόχο την προστασία της ανθρώπινης υγείας και των φυσικών οικοσυστημάτων. Με βάση αυτά τα δεδομένα, το ΕΕΣ δρομολόγησε έλεγχο με αντικείμενο τα μέτρα που έχει λάβει η ΕΕ για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης από πλοία, τα οποία ευθύνονται για πετρελαιοκηλίδες, έκλυση χημικών ουσιών, εσφαλμένη διάθεση αποβλήτων, απώλεια εμπορευματοκιβωτίων ή απόρριψη αλιευτικών εργαλείων.
Το 2008 εγκρίθηκε η οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική, με γενικό στόχο την επίτευξη της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης των θαλάσσιων υδάτων έως το 2020. Οι στόχοι της οδηγίας συνδέονται με βασικούς δείκτες για την αξιολόγηση της ποιότητας των θαλάσσιων υδάτων, όπως οι συγκεντρώσεις ρύπων ή οι ποσότητες και τα είδη θαλάσσιων απορριμμάτων.
Πιο πρόσφατα, η ΕΕ δεσμεύθηκε να μειώσει κατά 50% τα πλαστικά απορρίμματα στη θάλασσα και κατά 30% τα μικροπλαστικά που απελευθερώνονται στο περιβάλλον έως το 2030. Στο πλαίσιο του ελέγχου του, το ΕΕΣ θα αξιολογήσει κατά πόσον τα μέτρα της ΕΕ στον συγκεκριμένο τομέα σχεδιάστηκαν και εφαρμόζονται σωστά. Η ανάλυσή του θα επικεντρωθεί στη θαλάσσια ρύπανση από μεγάλα πλωτά σκάφη (φορτηγά, αλιευτικά, κρουαζιερόπλοια και τουριστικά πλοία).
Η ρύπανση των θαλάσσιων υδάτων από πλοία έχει διάφορες αιτίες, συμπεριλαμβανομένων των διαρροών πετρελαίου στη θάλασσα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, πάνω από ένα εκατομμύριο τόνοι πετρελαίου καταλήγουν κάθε χρόνο στη θάλασσα ως αποτέλεσμα της κανονικής δραστηριότητας των κάθε είδους πλοίων και ακόμη 200 τόνοι ως αποτέλεσμα διάφορων συμβάντων παγκοσμίως. Εκτός των διαρροών πετρελαίου, τα πλοία ρυπαίνουν τις θάλασσες με την απελευθέρωση ακάθαρτων υδάτων, απορριμμάτων, επικίνδυνων ουσιών, πλαστικών, φορτίου σε περίπτωση βύθισης ή τοξικών ουσιών που περιέχονται στις βαφές που χρησιμοποιούνται για τα ύφαλα των πλοίων. Τα ακάθαρτα ύδατα των πλοίων περιλαμβάνουν τόσο τα λύματα (από τις τουαλέτες, που περιέχουν επικίνδυνα βακτήρια και ιούς) όσο και τα φαιόχρωμα ύδατα (από τους νιπτήρες, τις ντουζιέρες και τα πλυντήρια). Μεγάλος είναι και ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των αλιευτικών εργαλείων που χάνονται στη θάλασσα. Το 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολόγισε ότι τα εγκαταλελειμμένα, χαμένα ή απορριφθέντα αλιευτικά εργαλεία αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο (περισσότερους από 11.000 τόνους ετησίως) των θαλάσσιων απορριμμάτων που εντοπίζονται στις ευρωπαϊκές θάλασσες, και ότι το 20% των αλιευτικών εργαλείων χάνεται στη θάλασσα.
Ο έλεγχος του ΕΕΣ καλύπτει κυρίως δύο θαλάσσιες υποπεριφέρειες, την ευρύτερη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική Θάλασσα. Αμφότερες είναι πολυσύχναστες θαλάσσιες οδοί και περιοχές με σημαντικά προβλήματα ρύπανσης και θαλάσσιων απορριμμάτων. Τα ευρήματα και οι συστάσεις αναμένεται να δημοσιευθούν στις αρχές του 2025. Θα συμπληρώσουν άλλες πρόσφατες δημοσιεύσεις του ΕΕΣ σχετικά με το θαλάσσιο περιβάλλον (ειδικότερα, τις ειδικές εκθέσεις για την υδατοκαλλιέργεια, τις υπεράκτιες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την παράνομη αλιεία και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος), καθώς και σχετικά με διάφορες πηγές ρύπανσης (ειδικότερα, τις πρόσφατες επισκοπήσεις σχετικά με τα επικίνδυνα απόβλητα, τα ηλεκτρονικά απόβλητα και τα πλαστικά απόβλητα).