fbpx

Προεκλογική προβολή των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα: η χρόνια εμμονή στο λάθος

Η εκλογίκευση των απαρχαιωμένων κανόνων της ραδιοτηλεοπτικής προβολής των κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο και η ανάληψη της σχετικής ευθύνης από το ΕΣΡ και όχι από την εκάστοτε κυβέρνηση συνιστούν αιτήματα μείζονος σημασίας

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Εάν κάποτε θεσμοθετούνταν το βραβείο της πιο αναξιόπιστης κυβερνητικής απόφασης είναι βέβαιο ότι θα το διεκδικούσε επάξια η Υπουργική Απόφαση με την οποία καθορίζονται οι κανόνες για την προβολή των κομμάτων από τα ρ/τ μέσα κατά την προεκλογική περίοδο.

Μέσα από μια πολυετή εμπειρία διαπιστώνω ότι όλοι – μα όλοι – οι υπουργοί (ανεξαρτήτως κόμματος) λίγο πριν από τη διεξαγωγή κάθε εκλογικής διαδικασίας υιοθετούν τα βασικά σημεία της απόφασης που ίσχυε στις προηγούμενες εκλογές (σε ορισμένα σημεία πρόκειται για πιστή αντιγραφή!). Το «στήσιμο» της διαδικασίας που προηγείται της έκδοσης αυτής της απόφασης αποτρέπει μια στοιχειώδη αξιολόγηση του περιεχομένου της (1), ενώ όλοι γνωρίζουν ότι οι θεσπιζόμενοι κανόνες είναι αδύνατο να εφαρμοστούν και είναι αμφίβολο εάν συμβάλλουν στην ενημέρωση των πολιτών (2).

1. Η έκδοση της απόφασης: μια ελεγχόμενη από την κυβέρνηση «δημοκρατική» διαδικασία

Παρά το γεγονός ότι πριν από τη δημοσίευση της απόφασης προηγείται συνεδρίαση της Διακομματικής Επιτροπής Εκλογών, με την συμμετοχή εκπροσώπων όλων των κομμάτων (κατά κανόνα γίνονται δύο συνεδριάσεις, αφού στη δεύτερη συμμετέχουν και τα «μικρά» κόμματα που ανακηρύσσονται σε ύστερο χρόνο), ουσιαστική συζήτηση επί του περιεχομένου των κανόνων δεν γίνεται, εκτός από την …έκφραση παραπόνων των μικρών κομμάτων για τον ουσιαστικό αποκλεισμό τους από τα ρ/τ μέσα. Το περιεχόμενο της απόφασης διαμορφώνεται τελικώς από τον αρμόδιο υφυπουργό για τα μέσα ενημέρωσης, αφού ζητηθεί προηγουμένως η γνώμη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.

Η αδυναμία ουσιαστικού προβληματισμού ως προς το περιεχόμενο των κανόνων οφείλεται κυρίως στην χρονική πίεση υπό την οποία οργανώνεται η σχετική διαδικασία, λαμβανομένου υπόψη ότι η προκήρυξη των βουλευτικών εκλογών γίνεται κατά κανόνα αιφνιδιαστικά και νωρίτερα από την προγραμματισμένη λήξη της τετραετίας και η έκδοση της απόφασης πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατό στην αρχή της προεκλογικής περιόδου.

Το βασικότερο, όμως, ζήτημα είναι ότι η διαμόρφωση των κανόνων γίνεται από την εκάστοτε κυβέρνηση, ενώ το αντικείμενο της απόφασης (διασφάλιση ενημέρωσης της κοινής γνώμης από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα πριν από την εκλογή νέας κυβέρνησης) επιβάλλει το ακριβώς αντίθετο, δηλ. την αποχή της κυβέρνησης από τη διαδικασία αυτή, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε υποψία εύνοιας προς το κυβερνών κόμμα.

Για τον λόγο αυτό οι κανόνες πρέπει να καθορίζονται από την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Μια τέτοια επιλογή ενισχύει και την γενικότερη ανάγκη ανάδειξης του ΕΣΡ σε ρυθμιστική αρχή που εξειδικεύει τους γενικούς κανόνες που διατυπώνονται από τη νομοθετική εξουσία, κατόπιν διαβούλευσης με τους εποπτευόμενους φορείς και με τα πολιτικά κόμματα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε διαδικασίας.

2. Το περιεχόμενο των κανόνων: αμφιβολία ως προς την εφαρμογή τους και την συμβολή τους στην ενημέρωση

Με την απόφαση θεσπίζεται η υποχρεωτική μετάδοση από όλους τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς διαφόρων τύπων εκπομπών (συνεντεύξεις αρχηγών, στρογγυλά τραπέζια, συγκεντρώσεις ή άλλες εκδηλώσεις, δεκάλεπτα). Μια απλή ανάγνωση της διάταξης του άρθρου 3 δημιουργεί την απορία πώς είναι δυνατό να χωρέσουν όλες αυτές οι μεταδόσεις στο στενό χρονικό πλαίσιο των τριών ή των τεσσάρων εβδομάδων της προεκλογικής περιόδου. Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει επίσημη έρευνα, θεωρείται δεδομένη η πλήρης απαξίωση των κανόνων, ενώ η μετάδοση σε ώρες μικρής ή ελάχιστης τηλεθέασης ή ακροαματικότητας ορισμένων εκ των εκπομπών δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι «κάτι εφαρμόζεται».

Όσοι γνωρίζουν την πρακτική των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, αντιλαμβάνονται ότι η υποχρεωτικότητα των προεκλογικών πολιτικών εκπομπών δεν μπορεί παρά να αφορά τη δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση και μάλιστα με εκπομπές καταφανώς μικρότερης χρονικής διάρκειας. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες παρέχεται η κατάλληλη τεχνική υποδομή από τη δημόσια ρ/τ για την άρτια προβολή ακόμα και των κομμάτων που δεν διαθέτουν την σχετική τεχνογνωσία. Προφανώς τα ιδιωτικά ρ/τ μέσα ελέγχονται με βάση τους κανόνες της πολυφωνίας και μάλιστα με ημερήσιες αναρτήσεις στον ιστοχώρο της ανεξάρτητης εποπτεύουσας αρχής για τον διατιθέμενο σε κάθε κόμμα χρόνο.

Μια ιδιαίτερη κατηγορία κανόνων αφορά τη δωρεάν μετάδοση κομματικών διαφημίσεων. Με την απόφαση καθορίζεται ένα χρηματικό ποσό που διατίθεται «αζημίως για το Δημόσιο» για την μετάδοση των διαφημίσεων από τους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας (συμπεριλαμβανομένης και της ΕΡΤ) και «κατανέμεται» (ανάλογα με τους τιμοκαταλόγους διαφημίσεων κάθε σταθμού) στα πολιτικά κόμματα με ένα υπολογισμό, που φαίνεται να καταλήγει ουσιαστικώς στην πλήρη κυριαρχία των διαφημίσεων των μεγάλων κομμάτων.

Ανεξάρτητα από την κριτική που μπορεί κανείς διατυπώσει στην επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να δίνει έμφαση στην ενημέρωση των πολιτών μέσω του όχι απαραίτητα ενημερωτικού μηχανισμού της διαφήμισης (σημειωτέον ότι ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες επιτρέπουν την πολιτική διαφήμιση), είναι ανάγκη να διερευνηθεί κατά πόσο με τον τρόπο αυτό ευνοείται μια σχέση συναλλαγής μεταξύ κομμάτων και ρ/τ μέσων, ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται σε συνθήκες αδιαφάνειας. Ο προβληματισμός είναι ιδιαίτερα έντονος ως προς τις συνθήκες προβολής των τοπικών υποψηφίων από τα περιφερειακά ρ/τ μέσα.

Συμπέρασμα

Στον γενικότερο προβληματισμό για την καταπολέμηση της αυξημένης αδιαφορίας ως προς την εκλογική διαδικασία (Ευρωεκλογές 2024: 58,61% αποχή!), ας προστεθεί και η επείγουσα ανάγκη εκλογίκευσης των απαρχαιωμένων κανόνων της ραδιοτηλεοπτικής προβολής των κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο και η ανάληψη της σχετικής ευθύνης από το ΕΣΡ και όχι από την εκάστοτε κυβέρνηση. Η αναθεώρηση της νομοθεσίας θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη της την αυξημένη χρήση των διαδικτυακών πλατφορμών (κυρίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης) από τα κόμματα, δεδομένης της απήχησης των τελευταίων μεταξύ των νεότερων ηλικιακά χρηστών.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

– M. Cappello (ed.), Media coverage of elections: the legal framework in Europe, IRIS Special, European Audiovisual, Observatory, Strasbourg, 2017.

– Jean-François Furnémont and Deirdre Kevin, Regulation of political advertising: a comparative study with reflections on the situation in south-east Europe, Council of Europe, Strasbourg 2020.

Δείτε την τελευταία ΚΥΑ για την προεκλογική προβολή των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα στις Ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου 2024: ΚΥΑ Ε/1985/2024


* Ο κ. Αλέξανδρος Οικονόμου είναι Διδάκτωρ Νομικής, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και ειδικός επιστήμονας στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης.

** Οι απόψεις του συγγραφέα δεν δεσμεύουν το ΕΣΡ.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -