Σε αγώνα αντοχής έχει επιδοθεί η Eλληνική Δικαιοσύνη, προκειμένου να μη χάσει το τρένο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, εφαρμόζοντας συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) ως εργαλεία στην πραγματικότητά της – και δη τη δικαστηριακή πραγματικότητα. Ακολουθώντας τα ίχνη πλείστων όσων ευρωπαϊκών χωρών, που επιδεικνύουν σημαντική κινητικότητα στον τομέα της εισαγωγής ΤΝ στα οικεία τους συστήματα, Διαρκής Επιστημονική Επιτροπή, που έχει συσταθεί στο πλαίσιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου του ΣτΕ Κωνσταντίνου Κουσούλη, μελετά στην παρούσα φάση τις επιπτώσεις της εφαρμογής AI στο εγχώριο πεδίο, πλην όμως βρίσκεται μπροστά σε δομικά, υπαρκτά, προβλήματα. Όταν επιτύχει την υπέρβασή τους, θα είναι σε θέση και να υποβάλει προτάσεις προς τον αρμόδιο Υπουργό Γιώργο Φλωρίδη, για τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου, με βάση τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις, ασφαλώς με διατάξεις προστασίας των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων. Καλώς εχόντων των πραγμάτων (κι αυτό είναι το πλέον αισιόδοξο σενάριο), τα πρώτα απτά αποτελέσματα διαφαίνονται σε βάθος διετίας.
Αλγόριθμοι και δικαστικές αποφάσεις θα συνέθεταν ίσως μια εύκολη εξίσωση, αν η Δικαιοσύνη είχε προχωρήσει στην ψηφιοποίησή της. Η ψηφιακή εκδοχή του εαυτού της όμως είναι στα σπάργανα, πρόβλημα που έρχεται να προστεθεί και σε πολλά άλλα, καθώς τα προγράμματα ΤΝ συναντούν την ελληνική γλώσσα, και όχι την αγγλική που έχουν συνηθίσει, και λίγα, πολύ λίγα ανοιχτά δεδομένα. Στο σημείο αυτό, αναδύεται το μείζον ζήτημα της ανωνυμοποίησης των δικαστικών αποφάσεων, βασική προϋπόθεση για την όποια σχετική διαδικασία με ΤΝ.
Τα πρακτικά συνεδρίασης που έχει στα χέρια του το NB Daily (μπορείτε να τα διαβάσετε αναλυτικά εδώ) κάνουν σαφή τα εμπόδια και τα παράλογα, καθώς και την ανάγκη συντονισμού του εγχειρήματος, κατά τρόπον ώστε αυτά να καμφθούν και να σημειωθεί πρόοδος.
Ο βοηθός OLGA και ο συντονισμός
Ασφαλώς, οι συγκρίσεις με άλλες χώρες δεν παράγουν πάντοτε αισθήματα υπερηφάνειας. Εταιρεία πολυεθνική έχει ήδη δημιουργήσει βοηθό ΤΝ (OLGA) για τα γερμανικά δικαστήρια, ο οποίος χρησιμοποιείται για κατηγοριοποίηση υποθέσεων και εξαγωγή μεταδεδομένων. Κοσκινίζονται χιλιάδες έγγραφα με συγκεκριμένα κριτήρια αναζήτησης και διατήρηση του ιστορικού της υποθέσεως έχει επιφέρει μεγάλη επιτάχυνση σε ό,τι αφορά τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, με στόχο να μειωθεί ο χρόνος επεξεργασίας των υποθέσεων σε ποσοστό πάνω από 50%.
Η όποια συναφής διαδικασία βασίζεται στην ανωνυμοποίηση των δικαστικών αποφάσεων. Η οποία, στα καθ΄ ημάς, αφενός μεν δεν είναι δεδομένη σε όλα τα δικαστήρια, αφετέρου δε συνιστά εφαρμογή «σπασμένη» σε τρία ξεχωριστά έργα – κάποια από αυτά μάλιστα ενταγμένα στο Ταμείο Ανάκαμψης. Άλλο έργο αφορά τον Άρειο Πάγο και τα οικεία κατώτερα δικαστήρια, άλλο το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα Διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία, και άλλο το Ελεγκτικό Συνέδριο – και εδώ έγκειται το μη σύνηθες, αν όχι και παράλογο. Τα Δικαστήρια, δρώντας ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, κινήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές προς τον ίδιο στόχο, με αποτέλεσμα σήμερα τρείς διαφορετικές εταιρείες να επιχειρούν την ανωνυμοποίηση, ενίοτε με διαφορετικά κριτήρια (ποια ονόματα άραγε εξαλείφονται; Των Φυσικών Προσώπων; Των Νομικών Προσώπων; Των Δικαστών;).
«Αν λάβουμε υπόψη και τα όσα λέει η Βίβλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού», τονίζει προς τα μέλη της Επιτροπής εκπρόσωπος του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, «μου κάνει λίγο εντύπωση ότι αγοράζουμε, ως Δημόσιο, τρία διαφορετικά συστήματα ανωνυμοποίησης, ενώ πρακτικά θα έπρεπε να στοχεύουμε προς ένα building blocks, δηλαδή ένα κοινό σύστημα, το οποίο μπορεί να καλείται και να παράγει ανωνυμοποιημένες αποφάσεις».
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής κ. Κουσούλης αναφέρεται μάλιστα ανοιχτά στους προβληματισμούς της, ως προς τους κανόνες ανωνυμοποίησης, «ζήτημα το οποίο δεν είναι πρωτοτυπία ελληνική. Η φιλολογία που υπάρχει για το μέχρι που πρέπει να φτάνει η ανωνυμοποίηση απασχολεί όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και πολλούς διεθνείς οργανισμούς, στους οποίους μετέχουν ευρωπαϊκές χώρες. Συναφές είναι και το ερώτημα της ανωνυμοποίησης ή όχι των ονομάτων των δικαστών».
Η ανωνυμοποίηση των συνθέσεων των δικαστηρίων (να μην εμφανίζονται τα ονόματα των δικαστών) θεωρείται κομβικής σημασίας, ακριβώς για να αποφεύγεται η κατάρτιση προφίλ των δικαστών. Και σε συνθέσεις πολυμελείς, πολλώ δε μάλλον στα Μονομελή Δικαστήρια, όπως συμβαίνει στην Πολιτική και την Ποινική Δικαιοσύνη.
Σε ό,τι αφορά στους κανόνες της ανωνυμοποίησης, εκεί πλέον αποφασιστικό λόγο έχουν, οι Ομάδες Παρακολούθησης των Έργων οι οποίες και αναμένεται να συνεργαστούν στενά.
Η ανωνυμοποίηση των συνθέσεων των δικαστηρίων (να μην εμφανίζονται τα ονόματα των δικαστών) θεωρείται κομβικής σημασίας, ακριβώς για να αποφεύγεται η κατάρτιση προφίλ των δικαστών
Ονοματικές οντότητες και νευρωνικά δίκτυα
Για τους έχοντες απορίες ως προς τη διαδικασία ανωνυμοποίησης, τα πρακτικά παρουσιάζουν ενδιαφέρον: τονίζεται ότι γίνεται με χρήση τεχνολογιών οι οποίες εστιάζουν σε προηγμένες τεχνικές, όπως αναγνώριση ονοματικών οντοτήτων, βασισμένη στα νευρωνικά δίκτυα. «Προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε οντότητες όπως πρόσωπα, γεωπολιτικές οντότητες, τοποθεσίες, οργανισμούς και άλλες, όπως τηλέφωνα, email, url, ibans, αριθμούς κοινωνικού μητρώου κ.τ.λ.», αναφέρει χαρακτηριστικά τεχνοκράτης. «Στη συνέχεια, προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε μέσα στις αποφάσεις τμήματά τους που δεν χρειάζονται ανωνυμοποίηση. Αυτά μπορεί να είναι π.χ. η παράγραφος που περιγράφει τη σύνθεση του δικαστηρίου. Προσπαθούμε λοιπόν να τα απομονώσουμε αυτά τα τμήματα, ώστε να μην χρειαστεί να τα επεξεργαστούμε περαιτέρω. Αντίθετα, προσπαθούμε να επισημειώσουμε ως ενδιαφέρουσες παραγράφους, ως ενδιαφέροντα τμήματα κειμένου, στα οποία αναφέρονται κατεξοχήν οι διάδικοι, τα ονόματα των διαδίκων, τα μέρη στα οποία κατοικούν, οι διευθύνσεις τους και οποιαδήποτε στοιχεία μπορεί να αποτελούν προσωπικά δεδομένα».
Και προσθέτει ο ίδιος: «Έτσι εδώ, π.χ., έχουμε επισημάνει ότι το ονοματεπώνυμο πρέπει να αντικατασταθεί με κάποια μάσκα. Αυτή η μάσκα μπορεί να είναι είτε τα αρχικά του ονόματος, είτε τρεις τελείες στην περίπτωση των διευθύνσεων και των τοπωνυμίων (…)
Τα μέλη
Δείτε το ΦΕΚ με την πλήρη σύνθεση της Επιτροπής, τακτικά και αναπληρωματικά μέλη.