Με την ΑΠ 481/2023, αφού γίνεται η διαχρονική εξέλιξη της διάταξης του άρθρου 104 Β ΠΚ, κρίνεται πότε (σε ποιο χρονικό διάστημα της ακροαματικής διαδικασίας) το δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί για το αίτημα περί δικαστικής άφεσης της ποινής.
Σχετικές διατάξεις: Το άρθρο 104 Β του νέου Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 16 του Ν 4855/2021, ορίζει ότι: “1. Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) αυτός έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής, β) έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, ώστε η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία, γ) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας ή δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος, ώστε η επιβολή της ποινής να μην εμφανίζεται πλέον αναγκαία, σε συνδυασμό και με τη μικρή βαρύτητα της πράξης. 2. Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος”.
Ήδη μετά την κατά τα προαναφερόμενα από 12.11.2021 τροποποίησή του το άρθρο 104 Β του Π.Κ. ορίζει ότι: “1. Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν: α) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας, β) ο υπαίτιος έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, γ) ο υπαίτιος έχει πληγεί ιδιαίτερα σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ή δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος. Για να κρίνει το δικαστήριο αν δεν θα επιβάλλει ποινή ελέγχει αν αυτή, εξαιτίας μίας των ανωτέρω περιστάσεων, δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία ή εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής. 2. Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος”.
Από τη σύγκριση των παραπάνω διατάξεων με σαφήνεια συνάγεται ότι δεν επήλθε ουσιαστική τροποποίηση των λόγων που μπορούν να θεμελιώσουν την δικαστική άφεση της ποινής, παρά μόνον αναδιατύπωση και διευκρίνιση αυτών. Ο παραπάνω θεσμός της δικαστικής άφεσης της ποινής, που για πρώτη φορά προβλέπεται στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα, παρέχει στο Δικαστήριο άμεση δυνατότητα να μη επιβάλει ποινή στον κατηγορούμενο, μόνον όμως εφόσον πρόκειται περί πλημμελήματος και για τους λόγους που αναφέρονται στην ως άνω νεοπαγή διάταξη.
Ειδικότερα, στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 104 Β του ισχύοντος Π.Κ. προβλέπονται λόγοι δυνητικής άφεσης της ποινής από το Δικαστήριο, ενώ στη δεύτερη παράγραφό του προστίθεται, για πρώτη φορά, ένας υποχρεωτικός λόγος δικαστικής άφεσης της ποινής, που συναρτάται µε την εισαγωγή στο ποινικό µας σύστημα του θεσμού της αποκαταστατικής δικαιοσύνης.
Υπό τον προϊσχύσαντα Π.Κ. δυνατότητα άφεσης της ποινής προβλεπόταν σε διατάξεις του ειδικού μέρους του (π.χ. άρθρα 302 παρ. 2 και 314 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Π.Κ.) και επαφίετο στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, στο πλαίσιο της ελεύθερης και δίκαιης κρίσης του, όπως αυτό της εκτίμησης των ιδιαίτερων περιστατικών που αφορούν την εκάστοτε υπόθεση, σε συνδυασμό με την ίδια την προσωπικότητα του υπαιτίου, αλλά και τις συνθήκες που προέκυψαν μετά τη τέλεση του αδικήματος. Δικαιολογητική βάση του άρθρου 104 Β του Π.Κ. είναι η στάθμιση της ισοδυναμίας ποινής και αποτελέσματος που θα έχει τυχόν επιβολή αυτής στον κατηγορούμενο, αλλά και η ύστερη συμπεριφορά του υπαίτιου, με βάση την οποία μπορεί να υποδηλώνεται μεταμέλεια, όπως και οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί κατά το στάδιο της εκδίκασης, κριτήρια τα οποία κατ’ εκτίμηση της κρίσης του Δικαστηρίου και με βάση τη συγκεκριμένη υπόθεση συνηγορούν στη μη επιβολή ποινής.
Ο νέος αυτός δικαστικός θεσμός, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νέου Π.Κ., “αποτελεί ουσιαστικό θεσμό ελαστικότητας της ποινής κατά την επιμέτρησή της”, δηλαδή διακρίνεται σαφώς από το περί ενοχής κεφάλαιο της απόφασης. Επομένως, κατά λογική αναγκαιότητα η έρευνα του αιτήματος για δικαστική άφεση της ποινής έπεται της απόφασης του Δικαστηρίου περί ενοχής του υπαιτίου, καθόσον σε περίπτωση απαλλαγής του δεν υφίσταται ζήτημα ποινής για να κριθεί ότι πρέπει να μην επιβληθεί αυτή (ΑΠ 10/2022, ΑΠ 505/2021).
Επίσης από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 510 και 511 ΚΠΔ προκύπτει ότι το αίτημα άφεσης της ποινής εξετάζεται ως λόγος αναίρεσης(υπέρβαση εξουσίας) και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο με μόνη προϋπόθεση το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, το νομότυπο δηλαδή και εμπρόθεσμο αυτής, και την αναφορά ενός τουλάχιστον σαφούς και ορισμένου λόγου αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να είναι αναγκαία πλέον και η έρευνα της βασιμότητας αυτού.
Ένδικη υπόθεση: Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, δια του συνηγόρου υπεράσπισής του, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, πριν από την περί ενοχής του απόφαση, αίτημα δικαστικής άφεσης της ποινής, για την θεμελίωση του οποίου ισχυρίστηκε, τα ακόλουθα, όπως αναφέρονται επακριβώς, περιστατικά : ” Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104Β ΠΚ δίνεται ευχέρεια στο δικαστή, εφόσον συντρέχουν οι αναγραφόμενες προϋποθέσεις της διάταξης, να αναγνωρίσει πως σε κάποιες περιπτώσεις δεν κρίνεται αναγκαία η επιβολή ποινής και να κρίνει το δράστη ατιμώρητο. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 περίπτωση β’, τέτοια περίπτωση υφίσταται όταν ο δράστης έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια. Πράγματι κατήρτισα τις αποδείξεις λιανικών συναλλαγών και κατέθεσα αυτές στις αρμόδιες αρχές. Όμως μετά την τέλεση των ως άνω πράξεων, καταλαμβανόμενος από ενοχές για τη συμπεριφορά μου και μετανιωμένος για τη στάση μου, ένιωσα ντροπή που λόγω των οικονομικών μου αναγκών και των δυσκολιών που αντιμετώπιζα κατέπεσα σε τέτοιες πράξεις, και ομολόγησα αμέσως την ενοχή μου ενώπιον των αρχών. Αντιλαμβανόμενος το λάθος μου, ζήτησα ειλικρινά συγγνώμη από την κ. Τ., που αναγνώρισε την ειλικρινή μετάνοια μου και δέχθηκε τη συγγνώμη μου και επέστρεψα στο Υποκατάστημα ΙΚΑ τα ποσά που είχα λάβει. Προσπάθησα, λοιπόν, με τη συμπεριφορά μου να αποκαταστήσω τη ζημία που προκάλεσα τόσο με την θερμή και ειλικρινή συγγνώμη μου απέναντι στην κ. Τ., όσο και με την άμεση και ανεπιφύλακτη ομολογία ενώπιον των αρχών. Αποκλειστικός σκοπός των ενεργειών μου αυτών ήταν η άρση των συνεπειών των πράξεων μου που αν και εκπορεύονταν από ταπεινά αίτια ανάγκης και οικονομικής πίεσης, αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι ήταν απαράδεκτες, γι’ αυτό και επέστρεψα αμέσως το ποσό. Συνεπώς, η τυχόν επιβολή ποινής για τα αδικήματα αυτά φαντάζει δυσανάλογα επαχθής και ανεπιεικής, δεδομένης της ειλικρινούς και έμπρακτης εκδήλωσης από την πλευρά μου μίας κοινωνικά πρόσφορης για την αποκατάσταση της βλάβης που προκάλεσα συμπεριφοράς, η οποία μάλιστα οδήγησε σε πλήρη άρση των συνεπειών των πράξεων μου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΖΗΤΩ 1….. 2…… 3. Επικουρικά, τη δικαστική άφεση της ποινής κατ’άρθρο 104Β παρ.1β’ ΠΚ και ως εκ τούτου την απαλλαγή μου από την ποινή”.
Ακολούθως, με την προσβαλλόμενη απόφαση το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας,, απέρριψε το παραπάνω αίτημα του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου για δικαστική άφεση της ποινής, πριν από την περί ενοχής αυτού κρίση του, αφού προηγουμένως η Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψή του, με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: «Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι επέστρεψε τα χρήματα στην παθούσα υπηρεσία του ΙΚΑ. Ωστόσο, το παρόν Δικαστήριο, ενόψει του δυνητικού χαρακτήρα των αναφερομένων στην παραπάνω διάταξη λόγων άφεσης της ποινής, θεωρεί ότι θα πρέπει να μην τύχει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον ο τρόπος τέλεσης του παραπάνω αδικήματος, αλλά και η κατ’ εξακολούθηση τέλεσή του, και η συνακόλουθη πρόκληση ζημίας σ’ ένα φορέα κοινωνικής ασφάλισης, οδηγούν στην ανάγκη διάγνωσης ενοχής και καταδίκης του κατηγορουμένου, προς επίτευξη των σκοπών της ειδικής, αλλά και της γενικής πρόληψης.»
Με τις παραδοχές αυτές, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το Δικαστήριο της ουσίας, ερευνώντας το παραπάνω αίτημα του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου πριν από την περί ενοχής του τελευταίου κρίση του, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα, ενώ έπρεπε να το ερευνήσει μετά την περί ενοχής του κρίση, υπέπεσε στην κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ αναιρετική πλημμέλεια.
Επομένως, ενόψει του ως άνω κριθέντος παραδεκτού από το αναιρετήριο λόγου αναίρεσης, συντρέχει περίπτωση της κατ’ εφαρμογή του άρθρου 511 ΚΠΔ, αυτεπάγγελτης έρευνας από τον ‘Αρειο Πάγο του αντίστοιχου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ αναιρετικού λόγου, ο οποίος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη είναι βάσιμος. Συνακόλουθα, πρέπει, κατά παραδοχή της κρινόμενης αίτησης να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 4093/2022, 4605/2022 καταδικαστική απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, κατά το μέρος που αφορά το απορριφθέν αίτημα του κατηγορουμένου για άφεσης της ποινής, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της που αφορά την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ