Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 § 1, 218 και 219 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική ή επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου ενάγοντος και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου και δικαιούχου ή υποχρέου αντίστοιχα, από την έννομη σχέση της δίκης. Επικουρική εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγουν ή ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγουμένου αυτών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για ενεργητική ή παθητική ομοδικία, αντίστοιχα, των άρθρων 74 επ. ΚΠολΔ, καθόσον οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας απαίτησης ή υποχρέωσης, αντίστοιχα, έναντι του εναγομένου ή ενάγοντος, αντίστοιχα, αφού ένας μόνο είναι ο δικαιούχος ή ευθύνεται, αλλά υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτούς. Επομένως, επί διαζευκτικής ή επικουρικής εναγωγής, περισσοτέρων προσώπων η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, επί μεν διαζευκτικής εναγωγής από την πλήρη αοριστία της αγωγής, ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, επί δε της επικουρικής εναγωγής, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο (ΑΠ 605/2013, 670/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιόν του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Η συνεκδίκαση, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποσκοπεί στην ενοποίηση της διαδικασίας προς διευκόλυνση ή επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης ή προς μείωση των εξόδων, αποτελούσα ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, χωρίς όμως να επιφέρει καμία μεταβολή στις σχέσεις των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Έτσι με την συνεκδίκαση δεν μεταβάλλονται οι ενάγοντες ή οι εναγόμενοι κ.λπ. των συνεκδικαζομένων υποθέσεων σε ομοδίκους. Τούτο περαιτέρω σημαίνει ότι δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί των συνεκδικαζομένων δικών έχει κάθε διάδικος εκάστης από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (ΑΠ 1355/ 2004). Ο ηττηθείς διάδικος των αυτοτελών συνεκδικασθεισών υποθέσεων ασκών έφεση κατά της εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως και απευθύνων αυτή κατά διαφόρων διαδίκων δικαιούται, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 514 ΚΠολΔ, να σωρεύσει αυτοτελείς κατά καθενός εκάστου αιτιάσεις, το παραδεκτό των οποίων κρίνεται αυτοτελώς όχι δε και σε σχέση με τους άλλους, ούτως ώστε αν ο λόγος που αφορά τον ένα διάδικο αντιφάσκει προς τον λόγο που αφορά άλλο διάδικο, να μη δημιουργείται απαράδεκτο του ενός ή πολλώ μάλλον και των δυο λόγων, η αντιφατικότητα των οποίων δικαιολογείται εκ της αντιφατικότητας του περιεχομένου των αυτοτελών εισαγωγικών των δικών δικογράφων.
Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται σε αυτοκινητιστικά ατυχήματα όπου αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο το ζημιογόνο αυτοκίνητο να είναι ανασφάλιστο, οπότε ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο, δυνατό, όμως να προκύψει ότι υφίσταται πράγματι ενεργός ασφάλιση με ευθυνόμενη ασφαλιστική εταιρεία, με το ενδεχόμενο η μεταγενέστερη εναντίον της άσκηση αγωγής να υπόκειται στον κίνδυνο παραγραφής. Στην περίπτωση αυτή, παραδεκτώς δικονομικά τρόπος παράκαμψης της ως άνω δυσκολίας είναι η άσκηση δύο χωριστών αγωγών, μίας κατά του ασφαλιστή και άλλης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου. Οι χωριστές αυτές αγωγές είναι δυνατό είτε να δικασθούν χωριστά, είτε να συνεκδικασθούν στην ίδια δικάσιμο από το ίδιο δικαστήριο κατ’ άρθρ. 246 ΚΠολΔ. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, δεν έχει σημασία η μεταξύ τους τυπική αντιφατικότητα, αφού στην μεν αγωγή κατά του ασφαλιστή το ζημιογόνο αυτοκίνητο εμφανίζεται ως ασφαλισμένο, στη δε αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου ως ανασφάλιστο. Η αντιφατικότητα της αγωγής, που δεν επιτρέπεται ενόψει του άρθρου 218 ΚΠολΔ ερευνάται χωριστά για κάθε αγωγή στο πλαίσιο της συνεκδικάσεως και όχι σε συσχετισμό με άλλη. Σε περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή κατά του ασφαλιστή, αλλά και κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, γιατί θα κριθεί ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο σε τρίτη ασφαλιστική εταιρία, μη διάδικο, είναι δυνατό ν’ ασκηθεί έφεση από τον ζημιωθέντα ενάγοντα και των δύο συνεκδικασθεισών αγωγών, του οποίου απορρίφθηκαν οι αγωγές με αυτοτελείς λόγους που αφορούν ο καθένας κάθε μία των συνεκδικασθεισών υποθέσεων (αγωγών), χωρίς εντεύθεν να δημιουργείται οποιοδήποτε απαράδεκτο λόγω της προαναφερθείσας αυτοτέλειας των συνεκδικαζομένων υποθέσεων που επεκτείνεται και στους λόγους έφεσης που αφορούν κάθε μία των συνεκδικασθεισών αγωγών, εφ’ όσον άλλωστε το Εφετείο δικαιούται δικονομικά είτε να διατάξει τον επαναχωρισμό των δύο δικών επί των δύο αγωγών, σύμφωνα με το άρθρο 247 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην έκκλητη δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, είτε να αναβάλλει τη συζήτηση της μίας συνεκδικασθείσης αγωγής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ. Ανεξαρτήτως όμως από τη θεμελίωσή της σε αμιγώς δικονομικό επίπεδο η νομική αυτή παραδοχή ερείδεται και στις αμέσως παρακάτω σημειούμενες κατά περίπτωση διατάξεις. Ειδικότερα κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 1 και 11 του ν. 489/1976 “περί της υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχήματος αστικής ευθύνης”, όπως ο νόμος αυτός κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, και οι διατάξεις εκείνες περιλήφθηκαν στα αντίστοιχα ταυτάριθμα άρθρα του, το πρόσωπο που ζημιώθηκε έχει από την ασφαλιστική σύμβαση και μέχρι το ποσό αυτής ιδία αξίωση κατά του ασφαλιστή, ο οποίος δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτού, όταν ασκεί την παραπάνω αξίωση ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, ενώ η ακύρωση, η λήξη ή η αναστολή της ασφαλιστικής σύμβασης δύναται να αντιταχθεί κατά του τρίτου που ζημιώθηκε μόνο αφού το ατύχημα συνέβη μετά πάροδο δεκαέξι ημερών από την εκ μέρους του ασφαλιστή γνωστοποίηση της ακύρωσης ή λήξης ή αναστολής. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 στοιχ. Β του ιδίου ν. 489/1976 το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών, ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, όταν: α)…, β) το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση, δηλαδή από ανασφάλιστο αυτοκίνητο. Εξάλλου με το άρθρο 2 του ΠΔ 314/1993 “περί συμμόρφωσης προς ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 90/232/ΕΟΚ Συμβουλίου ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων”, ορίζεται: “Ωστόσο δεν επιτρέπεται στο Επικουρικό Κεφάλαιο να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα κατά οιονδήποτε τρόπο, ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει”. Το δε άρθρο 3 του ίδιου ΠΔ 314/1993 ορίζει: “Στην παράγραφο 5 του άρθρου 19 του ΠΔ 237/1986 (άρθρ. 50 παρ. 10 Ν. 1589/1985) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής: Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ του Επικουρικού Κεφαλαίου και του ασφαλιστή αστικής ευθύνης για το ποιός πρέπει να αποζημιώσει το θύμα για σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για, υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες που προκαλούνται από όχημα αγνώστων στοιχείων ή για, υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες ανασφαλίστου οχήματος, το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το θύμα. Αν τελικά αποφασισθεί ότι ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης θα έπρεπε να έχει καταβάλει την αποζημίωση εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, ο ασφαλιστής αστικής ευθύνης θα επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό στο Επικουρικό Κεφάλαιο που την κατέβαλε (90/232/ΕΟΚ αριθ. 4)”. Στο προοίμιο δε της ανωτέρω οδηγίας αναφέρονται τα ακόλουθα: “Ότι πάντως, στην περίπτωση ατυχήματος που έχει προκληθεί από ανασφάλιστο όχημα, απαιτείται από το θύμα σε ορισμένα κράτη μέλη να αποδείξει ότι το υπεύθυνο μέρος δεν είναι σε θέση ή ότι αρνείται να καταβάλει την αποζημίωση, προτού προσφύγει στον οργανισμό αυτό, ότι ο οργανισμός αυτός βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με το θύμα για να ασκήσει αγωγή εναντίον του υπευθύνου μέρους. Ότι συνεπώς θα πρέπει να αποφεύγεται ο οργανισμός αυτός να μπορεί να απαιτεί από το θύμα να αποδείξει προκειμένου να αποζημιωθεί, ότι ο υπεύθυνος δεν είναι σε θέση ή αρνείται να πληρώσει”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 2, 3 ΠΔ 3/4/1993, 3 και 4 της ανωτέρω τρίτης οδηγίας 99/232 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 14-5-1990, καθώς και από το προοίμιό της, προκύπτει ότι σκοπός των διατάξεων αυτών, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 1 και 11 του ν. 489/1976, είναι η προστασία του θύματος σε περίπτωση ατυχήματος που έχει προκληθεί από ανασφάλιστο όχημα και ότι δεν επιτρέπεται στο Ε.Κ. να απαιτεί, προκειμένου να καταβάλει την αποζημίωση, να αποδείξει το θύμα καθοιονδήποτε τρόπο, ότι το υπεύθυνο για το ατύχημα μέρος (δηλαδή ο κύριος, ο οδηγός και η ασφαλιστική εταιρία), δεν είναι σε θέση ή ότι αρνείται να πληρώσει, σε περίπτωση δε που υπάρχει διαφορά μεταξύ του Ε.Κ. και του ασφαλιστή αστικής ευθύνης για το ποιος πρέπει να αποζημιώσει το θύμα (γιατί το μεν Ε.Κ. ισχυρίζεται ότι το ζημιογόνο όχημα δεν είναι ανασφάλιστο, αλλά είναι ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρία, ενώ το αντίθετο υποστηρίζει η ασφαλιστική εταιρεία), το Ε.Κ. “υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το θύμα” και μάλιστα “χωρίς αναβολή” (βλ. άρθρ. 4 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας). Οι διατάξεις αυτές των άρθρων 2 και 3 του Π.Δ. 314/1993 ως ειδικές υπερισχύουν, από τις γενικές, είναι δε κατά ένα μέρος και δικονομικές με την έννοια ότι, αν και είναι αντιφατικές οι βάσεις της αγωγής του παθόντος ή ασκούνται υπό αίρεση (άρθρ. 218 και 219 ΚΠολΔ), επιτρέπεται η διαζευκτική ή σωρευτική ή επικουρική άσκηση αγωγής του παθόντος κατά του Ε.Κ. και της ασφαλιστικής εταιρίας, όταν υπάρχει εύλογη αμφιβολία (διαφορά έρις), αν είναι ασφαλισμένο ή όχι το ζημιογόνο αυτοκίνητο, όπως προκύπτει από τη φράση ότι το Ε.Κ. “υποχρεούται σε πρώτη φάση να αποζημιώσει το θύμα” και “αν τελικά αποφασισθεί ότι ο ασφαλιστής θα έπρεπε να καταβάλει την αποζημίωση…” γιατί αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ασφαλισμένο, “θα επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό στο Ε.Κ.”. Πράγματι η προσθήκη που έγινε με τα παραπάνω άρθρα 2 και 3 του ΠΔ 314/1993 αποβλέπει να ρυθμίσει σχέσεις όχι μόνο μεταξύ ασφαλιστή και Ε.Κ., αλλά επί πλέον και σχέσεις μεταξύ τούτων και του παθόντος. Ο τελευταίος έχοντας λόγους να πιστεύει ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο είναι ανασφάλιστο, γιατί αυτό του δήλωσε κατά το ατύχημα ο οδηγός ή ο κύριός του ή ότι παρήλθε το διάστημα της ασφαλίσεως ή γιατί ακυρώθηκε ή έληξε η ασφαλιστική σύμβαση ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ευλόγως μετά τα ανωτέρω στρέφει την αγωγή του κατά του Ε.Κ. Το τελευταίο εναγόμενο δεν επιτρέπεται να επικαλεστεί ότι υπάρχει σύμβαση ασφαλίσεως και κατόπιν τούτου δεν ευθύνεται τούτο. Κάτι τέτοιο θα είχε τον κίνδυνο, απορριπτομένης της αγωγής του κατά του Ε.Κ. να περιαγάγει τον παθόντα σε αδιέξοδο στη νέα δίκη κατά του ασφαλιστή. Τούτο γιατί ο τελευταίος έχοντας εις χείρας του όλα τα στοιχεία θα ήταν σε θέση να ισχυριστεί και αποδείξει ότι η σύμβαση ασφαλίσεως ακυρώθηκε και ότι γνωστοποιήθηκε από αυτό στον ασφαλισμένο, το δε ατύχημα συνέβη μετά πάροδο 16 ημερών από τη γνωστοποίηση, ή ότι παρήλθε η διετής παραγραφή του άρθρου 19 παρ. 2 ν. 489/1976. Κάτι τέτοιο θα είχε αποτέλεσμα να προσφέρει στον παθόντα δύο τελεσίδικες απορριπτικές αποφάσεις, ήτοι μία κατά του ασφαλιστή και άλλη κατά του Ε.Κ., και έτσι να μη λάβει καμία αποζημίωση. Τούτο όμως είναι αντίθετο προς το σκοπό, που επιδιώκεται με τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Π.Δ. 314/1993, που είναι η προστασία και αποζημίωση του παθόντος, όπως προαναφέρθηκε. Και τούτο διότι το ανωτέρω αποτέλεσμα της απόρριψης της αγωγής του θύματος είναι άδικο, γιατί ενώ ο παθών έχει δίκαιο, τελικά δεν αποζημιώνεται (ΑΠ 1134/2014, 670/2011, 56/2004).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι και στις περιπτώσεις των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων, όπου το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο σε μία ασφαλιστική εταιρεία και στη συνέχεια ασφαλίστηκε προσωρινά με την έκδοση προσωρινής βεβαίωσης ασφάλισης σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία, παραδεκτά δικονομικά ασκούνται δύο χωριστές αγωγές κατά αυτών (ασφαλιστικών εταιρειών), αφού ο ζημιωθείς τρίτος αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μην τηρήθηκαν οι διατυπώσεις γνωστοποίησης της λύσης της πρώτης σύμβασης, οπότε δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά αυτού η λήξη της, με κίνδυνο εντεύθεν, αν απορριφθεί η αγωγή του ως αβάσιμη ουσιαστικά κατά της δεύτερης ασφαλιστικής εταιρείας, να παραγραφεί η αξίωσή του κατά της πρώτης ασφαλιστικής εταιρείας και περαιτέρω να περιέλθει σε αδιέξοδο στη νέα δίκη κατά της πρώτης ασφαλιστικής εταιρείας, αφού αυτή έχοντας στα χέρια της όλα τα στοιχεία, θα είναι σε θέση να ισχυριστεί και να αποδείξει ότι η σύμβαση ασφαλίσεως ακυρώθηκε και ότι γνωστοποιήθηκε από αυτή στον ασφαλισμένο, το δε ατύχημα συνέβη μετά πάροδο 16 ημερών από τη γνωστοποίηση. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να έχει ο παθών δύο τελεσίδικες απορριπτικές αποφάσεις, ήτοι μία κατά της δεύτερης ασφαλιστικής εταιρείας και άλλη κατά της πρώτης ασφαλιστικής εταιρείας και έτσι να μη λάβει καμία αποζημίωση. Επομένως ο μόνος παραδεκτά δικονομικά τρόπος παράκαμψης της ως άνω δυσκολίας είναι η άσκηση δύο χωριστών αγωγών, μίας κατά κάθε ασφαλιστικής εταιρείας. Οι χωριστές αυτές αγωγές είναι δυνατό, είτε να δικασθούν χωριστά, είτε να συνεκδικασθούν στην ίδια δικάσιμο από το ίδιο δικαστήριο κατ’ άρθρ. 246 ΚΠολΔ. Στη δεύτερη περίπτωση, δεν έχει σημασία η μεταξύ τους τυπική αντιφατικότητα, λόγω του ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο εμφανίζεται ασφαλισμένο σε δύο ασφαλιστικές εταιρείες. Η αντιφατικότητα αυτών, που δεν επιτρέπεται ενόψει του άρθρου 218 ΚΠολΔ, ερευνάται χωριστά για κάθε αγωγή στο πλαίσιο της συνεκδικάσεως και όχι σε συσχετισμό με την άλλη. Σε περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή κατά της μιας ασφαλιστικής εταιρείας και γίνει δεκτή αυτή κατά ένα μέρος κατά της άλλης ασφαλιστικής εταιρείας, στην οποία κρίθηκε ότι το ζημιογόνο αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο, είναι δυνατό ν’ ασκηθεί έφεση από τον ζημιωθέντα ενάγοντα και των δύο συνεκδικασθεισών αγωγών κατά της ασφαλιστικής εταιρείας κατά της οποίας έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η αγωγή του και επικουρικά και κατά της άλλης ασφαλιστικής εταιρείας κατά της οποίας απορρίφθηκε η αγωγή του, για την περίπτωση που γίνει δεκτή η τυχόν ασκουμένη έφεση της πρώτης ασφαλιστικής εταιρείας ως προς την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και απορριφθεί η εναντίον της αγωγής (ΑΠ 594/2018 ΝΟΜΟS).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ