fbpx

Οι ποινές και η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία

«Είναι πολύ ανόητος εκείνος που νομίζει ότι είναι δυνατόν, όταν η φύση του ανθρώπου τον σπρώχνει με πάθος σε μια πράξη, να τον συγκρατήσει είτε ο νόμος είτε άλλος κανείς φόβος».

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Ενόψει της πληθώρας δημοσιευμάτων σε σχέση με το ζήτημα της δήθεν επιβαλλομένης αυστηροποιήσεως των ποινών, παραθέτουμε, κατά τη γνώμη μας μεγάλης αξίας, γνώμη, που παρά την πάροδο 2.500 ετών διατηρεί τη σημασία και το επικαιρικό της ενδιαφέρον.

«Ἐν οὖν ταῖς πόλεσι πολλῶν θανάτου ζημίαι πρόκεινται, καὶ οὐκ ἴσων τῷδε, ἀλλ᾽ ἐλασσόνων ἁμαρτημάτων· ὅμως δὲ τῇ ἐλπίδι ἐπαιρόμενοι κινδυνεύουσι, καὶ οὐδείς πω καταγνοὺς ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τὸ δεινόν. [3.45.2] πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευὴν ἢ οἰκείαν ἢ ἄλλων ξυμμαχίᾳ τούτῳ ἐπεχείρησεν; [3.45.3] πεφύκασί τε ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν, καὶ οὐκ ἔστι νόμος ὅστις ἀπείρξει τούτου, ἐπεὶ διεξεληλύθασί γε διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν οἱ ἄνθρωποι προστιθέντες, εἴ πως ἧσσον ἀδικοῖντο ὑπὸ τῶν κακούργων. καὶ εἰκὸς τὸ πάλαι τῶν μεγίστων ἀδικημάτων μαλακωτέρας κεῖσθαι αὐτάς, παραβαινομένων δὲ τῷ χρόνῳ ἐς τὸν θάνατον αἱ πολλαὶ ἀνήκουσιν· καὶ τοῦτο ὅμως παραβαίνεται. [3.45.4] ἢ τοίνυν δεινότερόν τι τούτου δέος εὑρετέον ἐστὶν ἢ τόδε γε οὐδὲν ἐπίσχει, ἀλλ᾽ ἡ μὲν πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν παρέχουσα, ἡ δ᾽ ἐξουσία ὕβρει τὴν πλεονεξίαν καὶ φρονήματι, αἱ δ᾽ ἄλλαι ξυντυχίαι ὀργῇ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἑκάστη τις κατέχεται ὑπ᾽ ἀνηκέστου τινὸς κρείσσονος ἐξάγουσιν ἐς τοὺς κινδύνους. [3.45.5] ἥ τε ἐλπὶς καὶ ὁ ἔρως ἐπὶ παντί, ὁ μὲν ἡγούμενος, ἡ δ᾽ ἐφεπομένη, καὶ ὁ μὲν τὴν ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων, ἡ δὲ τὴν εὐπορίαν τῆς τύχης ὑποτιθεῖσα, πλεῖστα βλάπτουσι, καὶ ὄντα ἀφανῆ κρείσσω ἐστὶ τῶν ὁρωμένων δεινῶν. [3.45.6] καὶ ἡ τύχη ἐπ᾽ αὐτοῖς οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν· ἀδοκήτως γὰρ ἔστιν ὅτε παρισταμένη καὶ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων κινδυνεύειν τινὰ προάγει, καὶ οὐχ ἧσσον τὰς πόλεις, ὅσῳ περὶ τῶν μεγίστων τε, ἐλευθερίας ἢ ἄλλων ἀρχῆς, καὶ μετὰ πάντων ἕκαστος ἀλογίστως ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν. [3.45.7] ἁπλῶς τε ἀδύνατον καὶ πολλῆς εὐηθείας, ὅστις οἴεται τῆς ἀνθρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προθύμως τι πρᾶξαι ἀποτροπήν τινα ἔχειν ἢ νόμων ἰσχύι ἢ ἄλλῳ τῳ δεινῷ».

«Όλοι οι άνθρωποι και όλες οι πολιτείες έχουν έμφυτη την τάση προς την αδικία και δεν υπάρχει νόμος που να μπορεί να τους συγκρατήσει, αφού οι άνθρωποι δοκίμασαν να επιβάλουν όλων των ειδών τις ποινές με την ελπίδα ότι, επιτείνοντάς τις, θα προστατευτούν καλύτερα από τα εγκλήματα των κακούργων»

Στη νεοελληνική της απόδοση το προηγούμενο απόσπασμα της δημηγορίας του Διοδότου, που μεταφέρεται από την ιστορία του Θουκυδίδη, έχει κατά λέξη ως εξής:

«Στις περισσότερες πολιτείες πολλά εγκλήματα, ελαφρότερα απ᾽ αυτό που κρίνομε, τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου. Αλλά οι άνθρωποι αψηφούν τον κίνδυνο της τιμωρίας, γιατί ελπίζουν να την αποφύγουν και κανείς ποτέ δεν αποπειράθηκε να κάνει έγκλημα χωρίς να πιστεύει ότι θ᾽ αποφύγει την τιμωρία. [3.45.2] Και από τις πολιτείες, ποιά απ᾽ όλες επιχείρησε ποτέ να επαναστατήσει χωρίς να έχει την πεποίθηση ότι οι δυνάμεις που διαθέτει, είτε δικές της είτε συμμαχικές, είναι αρκετές για το εγχείρημα; [3.45.3] Όλοι οι άνθρωποι και όλες οι πολιτείες έχουν έμφυτη την τάση προς την αδικία και δεν υπάρχει νόμος που να μπορεί να τους συγκρατήσει, αφού οι άνθρωποι δοκίμασαν να επιβάλουν όλων των ειδών τις ποινές με την ελπίδα ότι, επιτείνοντάς τις, θα προστατευτούν καλύτερα από τα εγκλήματα των κακούργων. Ίσως, μάλιστα, τον παλιό καιρό οι ποινές για τα βαρύτερα εγκλήματα να ήσαν πιο ελαφρές, αλλ᾽ επειδή εξακολουθούσαν οι παρανομίες, με τον καιρό όλες οι ποινές καταλήξαν να είναι ο θάνατος. Και παρ᾽ όλα αυτά, τα εγκλήματα εξακολουθούν. [3.45.4] Πρέπει, λοιπόν, ή να βρούμε μια ποινή τρομερότερη απ᾽ τον θάνατο ή να παραδεχτούμε ότι τίποτε δεν προλαμβάνει το έγκλημα, γιατί πότε η τόλμη της απελπισίας του φτωχού, πότε η υπεροψία και η πλεονεξία του εξουσιαστή, πότε οι άλλες δυστυχίες της ζωής που ανάβουν πάθη τα οποία κυριαρχούν τους ανθρώπους, τους οδηγούν στην παρανομία. [3.45.5] Πάντοτε, άλλωστε, ο πόθος κι η ελπίδα (ο πρώτος προηγείται, η δεύτερη ακολουθεί, ο πρώτος προσχεδιάζει την κακή πράξη, η δεύτερη υποβάλλει την σκέψη ότι θα βοηθήσει η τύχη) προκαλούν το μεγαλύτερο κακό· κι επειδή είναι αόρατα στοιχεία είναι πιο ισχυρά από τον φανερό κίνδυνο. [3.45.6] Αλλά και η τύχη μπορεί κι αυτή να παρασύρει σε αλόγιστες πράξεις, γιατί καμιά φορά ευνοεί απροσδόκητα και κάνει τους ανθρώπους να επιχειρούν κάτι ανώτερο από τα μέσα που διαθέτουν. Τούτο συμβαίνει ακόμα πιο πολύ με τις πολιτείες, γιατί εκεί πρόκειται για τα σπουδαιότερα αγαθά ή την ελευθερία ή την κατάκτηση εξουσίας επάνω στους άλλους και, τότε, ο κάθε πολίτης, ενεργώντας ομαδικά με τους συμπολίτες του, υπερτιμάει τις δυνάμεις του. [3.45.7] Με λίγα λόγια είναι πολύ ανόητος εκείνος που νομίζει ότι είναι δυνατόν, όταν η φύση του ανθρώπου τον σπρώχνει με πάθος σε μια πράξη, να τον συγκρατήσει είτε ο νόμος είτε άλλος κανείς φόβος».

Ο κ. Νίκος Εμμανουηλίδης είναι Δικηγόρος.

Ο κ. Στέλιος Γ. Παναγιωτάκης είναι Δικηγόρος – Συνεργάτης στο Δικηγορικό Γραφείο «Ζήσης Κωνσταντίνου & Συνεργάτες».

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -