Ο εκκαλών καταδικάσθηκε ερήμην για λαθρεμπορία και άσκησε έφεση μετά την παρέλευση δέκα ημερών από την επίδοση αποσπάσματος της απόφασης. Με την έφεσή του επικαλέστηκε ακυρότητα επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος και προέβαλε αντιρρήσεις ως προς την ουσία της καταδικαστικής κρίσης και της επιβληθείσας ποινής.
Κρίσιμο σημείο για τη διάγνωση παραδεκτής άσκησης του ενδίκου μέσου, στην εν λόγω υπόθεση, αποτελεί η υπαγωγή στην έννοια της ανωτέρας βίας, της αδυναμίας έγκαιρης πληροφόρησης για το σύνολο της δικογραφίας.
Η θέση του εκκαλούντος
Ως προς το χρόνο έναρξης της προθεσμίας έφεσης, ο κατηγορούμενος θεώρησε εναρκτήριο γεγονός “τη στοιχειώδη γνώση της ποινικής δικογραφίας” για το περιεχόμενο της οποίας επιχείρησε επανειλημμένως να ενημερωθεί, πλην ανεπιτυχώς. Ειδικότερα, διαρκούσης της προθεσμίας έφεσης, η δικογραφία βρισκόταν στα χέρια της αρμοδίου Πρωτοδίκη για τη σύνταξη της απόφασης, ενώ οι πληρεξούσιοι του εκκαλούντος, με αιτήσεις τους ενώπιον της γραμματείας του δικαστηρίου και του Προέδρου υπηρεσίας ζητούσαν να επιστραφεί στο δικαστικό γραφείο, ώστε να λάβουν φωτοαντίγραφα. Τελικώς, η δικογραφία επεστράφη, μετά τη λήξη της προθεσμίας έφεσης και επετράπη την ίδια ημέρα (μία ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας έφεσης) στην εξουσιοδοτημένη εκπρόσωπο του κατηγορουμένου να αποσπάσει φωτοαντίγραφα ορισμένων, μόνο, εκ των εγγράφων, διά του κινητού της τηλεφώνου. Έχοντας ενημερωθεί μερικώς για το περιεχόμενο της δικογραφίας, την επόμενη μέρα, ο κατηγορούμενος προχώρησε, διά του συνηγόρου του, σε άσκηση έφεσης.
Η κρίση του δικαστηρίου και η αντίθετη μειοψηφία
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας έκρινε ότι η μη δυνατότητα του κατηγορουμένου να λάβει γνώση ολόκληρης της δικογραφίας δεν συνιστά λόγο ανωτέρας βίας και απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος, παρέλαβε το κλητήριο θέσπισμα (το οποίο ο ίδιος παραπονείται ότι δεν έλαβε νομότυπα) και είχε τη δυνατότητα πληροφόρησης των κεντρικών σημείων της κατηγορίας σε προγενέστερο, δικονομικά, στάδιο. Το γεγονός ότι η δικογραφία δεν παρέμεινε κατά τις εργάσιμες ώρες στο δικαστικό γραφείο από το χρόνο επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος και εφεξής, ώστε να έχει ο κατηγορούμενος δυνατότητα πρόσβασης, γεννά, κατά το σκεπτικό της απόφασης, μόνο πειθαρχικές ευθύνες και δεν προκαλεί, στην υπό κρίση υπόθεση, παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων.
Αντίθετη ήταν η γνώμη ενός εκ των μελών του δικαστηρίου, που έκρινε παραδεκτή την άσκηση του ενδίκου μέσου, θεωρώντας ότι πράγματι συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας, άλλως, ανυπέρβλητου κωλύματος, για την εκπρόθεσμη άσκηση.
Κατά την άποψή του, έπρεπε να συναξιολογηθεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος:
-Καταδικάσθηκε ερήμην
-Επέδειξε επιμέλεια και ενημέρωσε τους συνηγόρους του, μετά την επίδοση της απόφασης, ώστε να ενημερωθεί για τη δικογραφία
-Απευθύνθηκε με αίτηση στον, εκτελούντα χρέη Προέδρου Υπηρεσίας, δικαστή, ο οποίος την έκανε δεκτή και χορήγησε άδεια για λήψη αντιγράφων της δικογραφίας
-Ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της δικογραφίας μετά το πέρας της προθεσμίας και χωρίς καθυστέρηση, την επόμενη μέρα, προχώρησε σε έφεση
Τελικώς η έφεση απορριφθηκε ως απαράδεκτη και το δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι δεν παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου σχετικά με την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, κατέληξε ότι δεν συνέτρεξε λόγος εφαρμογής της αρχής “ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα”.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΤρΠλημΛαρ 725/2024