Με την ΑΠ 1581/2022 κρίθηκε αναίρεση κατ’ αποφάσεως Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, η οποία επικύρωσε πρακτικό ποινικής διαπραγμάτευσης μεταξύ του Εισαγγελέα Εφετών και του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου για διακίνηση ναρκωτικών με την νομοτυπική μορφή της αγοράς, της κατοχής και της πώλησης, τελεσθείσα από υπότροπο.
Σχετικές διατάξεις. Με το άρθρο 303 του ΚΠΔ, με το οποίο εισάγεται ο θεσμός της Ποινικής Διαπραγμάτευσης, ορίζεται ότι: “1. Στις περιπτώσεις των αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, εξαιρουμένων των κακουργημάτων: α) που απειλούνται και με ποινή ισόβιας κάθειρξης, και β) που προβλέπονται στο άρθρο 187 Α ΠΚ και στο δέκατο ένατο κεφάλαιο του ΠΚ, ο κατηγορούμενος δικαιούται μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης ή της προανάκρισης να ζητήσει εγγράφως ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι μόνο η επιβλητέα κύρια ή παρεπόμενη ποινή. 2. Μετά την υποβολή του ανωτέρω αιτήματος η δικογραφία διαβιβάζεται επί μεν των πλημμελημάτων στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, επί δε των κακουργημάτων στον εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι οφείλουν να κρίνουν αν η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση είναι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, κατάλληλη προς διαπραγμάτευση. Προς το σκοπό αυτό ο εισαγγελέας καλεί υποχρεωτικά τον κατηγορούμενο να εμφανισθεί ενώπιόν του μετά ή δια συνηγόρου και, αν το κρίνει αναγκαίο, τον παθόντα μετά ή δια συνηγόρου. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο ο εισαγγελέας του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου … 3. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου, η ποινική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά … 4. Αν ο κατηγορούμενος, αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, συμφωνήσει με τον εισαγγελέα την επιβλητέα ποινή, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης, που υπογράφεται από τον εισαγγελέα και από τον κατηγορούμενο και τον παριστάμενο συνήγορό του. Το πρακτικό διαπραγμάτευσης περιέχει την ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη, για την οποία κατηγορείται, την συμφωνηθείσα ποινή καθώς και τον τρόπο έκτισής της. Η προτεινόμενη ποινή καθορίζεται με βάση την απαξία, τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, τον βαθμό της υπαιτιότητας καθώς και την προσωπικότητα και τους οικονομικούς όρους του κατηγορουμένου και δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη φυλάκισης στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, τα επτά έτη στα κακουργήματα που τιμωρούνται με κάθειρξη άνω των δέκα ετών και τα δύο έτη στα πλημμελήματα, ούτε μπορεί να είναι κατώτερη των δύο ετών στα κακουργήματα που τιμωρούνται με πρόσκαιρη κάθειρξη. Για την αναστολή ή μετατροπή της προτεινόμενης ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 99, 100, 104Α και 105 Α ΠΚ … 5. Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί πριν από την απολογία του κατηγορουμένου η ανάκριση θεωρείται περατωμένη ως προς αυτόν, εκτός αν ο εισαγγελέας θεωρεί ότι συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, οπότε ο ανακριτής λαμβάνει απολογία του κατηγορουμένου, μετά την οποία ο ανακριτής μπορεί να αφήσει τον κατηγορούμενο ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη για την επιβολή περιοριστικών όρων κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 283. Αν το πρακτικό διαπραγμάτευσης συνταχθεί μετά την απολογία του κατηγορουμένου, ο εισαγγελέας μπορεί με διάταξή του να άρει ή να αντικαταστήσει τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που τυχόν έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο … 6. Μέσα σε πέντε ημέρες από τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης, η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο Μονομελές Εφετείο επί κακουργημάτων και στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο επί πλημμελημάτων. Στον απόντα κατηγορούμενο ορίζεται υποχρεωτικά ως συνήγορος ο αναφερόμενος στο πρακτικό διαπραγμάτευσης και αν αυτός κωλύεται άλλος συνήγορος από τον πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Το δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας και επιβάλλει σ’αυτόν εφαρμόζοντας τα κριτήρια του άρθρου 79 ΠΚ ποινή, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τη συμφωνηθείσα μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, χωρίς να δεσμεύεται από το πρακτικό διαπραγμάτευσης, τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β’ και γ’ και δικαιούται να μεταβάλλει το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου. 7. Διαπραγμάτευση μπορεί να γίνει και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, με αίτηση του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, που έχει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση που καταχωρείται στο ειδικό πρακτικό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 141 παρ. 4. Στην περίπτωση αυτή η διαπραγμάτευση διεξάγεται μεταξύ του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα της έδρας. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο, το δικαστήριο του διορίζει υποχρεωτικά από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Η υποβολή του αιτήματος διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί υποχρεωτικό λόγο αναβολής της δίκης, μπορεί όμως το δικαστήριο να διακόψει τη συζήτηση και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών για τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 4. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 302. 8. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων η διαπραγμάτευση μπορεί να αφορά ένα ή περισσότερα από αυτά. 9. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου χωρεί μόνο αναίρεση”.
Από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 303 του ΚΠΔ σαφώς συνάγεται, ότι επί του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης:
- ουδεμία αποδεικτική διαδικασία λαμβάνει χώρα ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου για τη διαπίστωση της ενοχής του κατηγορουμένου, η ομολογία της οποίας από αυτόν αποτελεί προϋπόθεση για τη σύνταξη του πρακτικού της ποινικής διαπραγμάτευσης,
- η δε δικαιοδοτική εξουσία του δικαστηρίου (Μονομελούς Εφετείου ή Μονομελούς Πλημμελειοδικείου) εξαντλείται στην επικύρωση του πρακτικού διαπραγμάτευσης και δεν δικαιοδοτεί αυτό ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου αλλά ως προς τη διάρκεια της ποινής, για την επιμέτρηση της οποίας εφαρμόζει τα κριτήρια του άρθρου 79 του ΠΚ,
- δυνάμενο να επιβάλει ποινή μικρότερη από τη συμφωνηθείσα μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου
- και πάντως όχι υπερβαίνουσα αυτήν,
- καθώς επίσης ερευνά αυτεπαγγέλτως τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 368 περ. β’ και γ’ του ΚΠΔ και
- τέλος δικαιούται να μεταβάλλει τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης μόνο προς όφελος του κατηγορουμένου.
Ένδικη υπόθεση: Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά επισκοπούνται, προκύπτουν τα εξής: Κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 4-6-2021 του Δ’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προς εκδίκαση της, κατά του αναιρεσείοντος και της συγκατηγορουμένης του J. I. I. M. του S. S. ή S. Υπηκόου …, ποινικής υπόθεσης για: α) (διακεκριμένη από τον αναιρεσείοντα ως υπότροπο) διακίνηση ναρκωτικών ουσιών από κοινού, με τη νομοτυπική μορφή της αγοράς, κατοχής και κατ’ εξακολούθηση πώλησης ναρκωτικών ουσιών, και β) παράνομης οπλοκατοχής από κοινού, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο αναιρεσείων, δια των συνηγόρων του, υπέβαλε αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης κατά το άρθρο 303 παρ. 7 του ΚΠΔ.
Ενόψει του αιτήματος αυτού, και της σύνταξης του σχετικού πρακτικού σε περίπτωση ευδοκίμησης του αιτήματος, το ανωτέρω Δικαστήριο διέκοψε τη συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 17-6-2021, κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου με το συνταχθέν κατά το άρθρο 303 παρ. 7 του ΚΠΔ πρακτικό διαπραγμάτευσης μεταξύ του Εισαγγελέα της έδρας και του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά.
Στη συνέχεια η Πρόεδρος του Δικαστηρίου κήρυξε την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, κατά την οποία κατέθεσε ένας μάρτυρας κατηγορίας, αναγνώσθηκαν τα έγγραφα και απολογήθηκε η ανωτέρω συγκατηγορουμένη του αναιρεσείοντος, μετά το τέλος της απολογίας της οποίας ” … η Πρόεδρος απηύθυνε προς την κατηγορουμένη ερωτήσεις, στη συνέχεια δε έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα για να απευθύνει και αυτός αν είχε ερωτήσεις … “.
Μετά από αυτά, η Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και τους συνηγόρους της κατηγορουμένης, αν έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση και αυτοί, αφού απάντησαν αρνητικά, η Πρόεδρος κήρυξε το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας.
Κατόπιν ο Εισαγγελέας, αφού πήρε και πάλι το λόγο από την Πρόεδρο και αφού ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε να κηρυχθεί ένοχος ο πρώτος κατηγορούμενος (αναιρεσείων), σύμφωνα με το συνταχθέν πρακτικό διαπραγμάτευσης.
Στη συνέχεια, αφού το Δικαστήριο επικύρωσε το πρακτικό διαπραγμάτευσης ως προς τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, κήρυξε αυτόν ένοχο, βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης.
Λόγος αναίρεσης: Ο αναιρεσείων με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας που συνέβη στο ακροατήριο, λόγω μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε. (άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδ. με άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του ΚΠΔ), καθόσον το δικάσαν Δικαστήριο παρέλειψε να τον καλέσει να απολογηθεί κατ’ άρθρο 365 του ΚΠΔ, με αποτέλεσμα να μην απολογηθεί ενώπιον του φυσικού του δικαστή, ο οποίος κήρυξε την ενοχή του, επικυρώνοντας το συνταχθέν πρακτικό διαπραγμάτευσης και του επέβαλε τη συμφωνηθείσα μεταξύ αυτού και του Εισαγγελέα συνολική ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών και ενός (1) μηνός και συνολική χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων εκατό (5.100) ευρώ.
Κρίση Αρείου Πάγου: Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η δικαιοδοτική εξουσία του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών ως προς το ζήτημα της ενοχής του αναιρεσείοντος εξαντλήθηκε στην επικύρωση του πρακτικού διαπραγμάτευσης, το οποίο περιείχε την απολογία του τελευταίου ότι τέλεσε τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν αξιόποινες πράξεις, καθόσον δεν λαμβάνει χώρα αποδεικτική διαδικασία για την διαπίστωση της ενοχής, και, στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν Δικαστήριο εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 303 παρ. 6 του ΚΠΔ και, αφού κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, βάσει του πρακτικού διαπραγμάτευσης και των στοιχείων της δικογραφίας, στη συνέχεια του επέβαλε την συμφωνηθείσα με τον Εισαγγελέα της έδρας ποινή, εφαρμόζοντας τα κριτήρια του άρθρου 79 του ΠΚ.
Με το νέο ΠΚ καταργήθηκαν οι διατάξεις που αναφέρονται στους υπότροπους εγκληματίες, για τους οποίους προβλεπόταν βαρύτερη μεταχείριση (βλ. άρθρα 88-89 του ΠΚ). Αφενός μεν διότι ελάχιστα εφαρμόστηκαν στην πράξη, αφετέρου δε διαθέτουν αμφίβολής αξίας νομιμοποιητικό θεμέλιο, με δεδομένο το άτοπο του συνδυασμού ενός χαμηλού βαθμού ενοχής με την υψηλή ειδικοπροληπτική λειτουργία του θεσμού, τη μάλλον σχηματική παρά ρεαλιστική αντίληψη για την προειδοποιητική λειτουργία της προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης, την αναποτελεσματικότητα του θεσμού και κυρίως τη μέσω αυτού παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της δίκαιης μεταχείρισης του υπαιτίου, αφού με βάση τις σχετικές διατάξεις, ο υπαίτιος τιμωρείται καθ’ υπέρβαση του βαθμού της ενοχής του για το έγκλημα που έχει τελέσει. Επομένως, η κατάργηση των ως άνω διατάξεων επεκτείνεται και στον Ν 4139/2013 περί εξαρτησιογόνων ουσιών (ΑΠ 808/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, παρά την κατάργηση της επιβαρυντικής περίστασης της καθ’ υποτροπή τέλεσης της πράξης της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, δεν συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 του ΠΚ και 511 εδ. δ’ του ΚΠΔ επιεικέστερης διάταξης, αφού οι διατάξεις που αναφέρονται στους υπότροπους εγκληματίες καταργήθηκαν με το νέο ΠΚ και η κατάργηση των διατάξεων αυτών ίσχυε κατά το χρόνο της προσβαλλόμενης απόφασης και, συνεπώς, έπρεπε να προβληθεί λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, τέτοιος δε λόγος δεν προβλήθηκε (ΑΠ 1352/2016). Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η κρινόμενη δήλωση για αναίρεση της 559/2021, 651/2021 απόφασης του Δ’ Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθ. 578 παρ. 1 του ΚΠΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ