fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Σφράγιση μεταχρονολογημένης επιταγής

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Σύμφωνα  με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή, χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής. Με την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων εξομοιώνεται και η εντολή που δίνει ο εκδότης στην πληρώτρια Τράπεζα να μην πληρώσει από τα κεφάλαιά του, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεσμεύεται η Τράπεζα να μην πληρώσει την επιταγή από τα διαθέσιμα κεφάλαια του εκδότη, τα οποία μεταβάλλονται σε μη διαθέσιμα για τον πληρωτή (ΑΠ 874/2014 [ποιν]). Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφανίσεώς της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Για τη θεμελίωση αυτής της αγωγής από αδικοπραξία αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο εκδότης – εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της επιταγής διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε προς πληρωμή μέσα στην οκταήμερη προθεσμία με αφετηρία την αναγραφόμενη επί του σώματος αυτής (επιταγής) ημεροχρονολογίας εκδόσεώς της. Ο εκ- δότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 §§ 1 & 4 και 56 του Ν 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος, που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικώς εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκ- δόσεως (ΑΠ Ολ 29/2007, ΑΠ Ολ 25/2007, ΑΠ 29/2020, ΑΠ 179/2019). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1251 του ΑΚ, που προβλέπει την ενεχυρίαση τίτλου σε διαταγή, και 38 του ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», το οποίο εξακολουθεί να ισχύει κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει, ότι μεταξύ των τίτλων σε διαταγή, που ενεχυριάζονται με οπισθογράφηση, χωρίς άλλη διατύπωση, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1251 ΑΚ, είναι και η επιταγή. Η μη αναζήτηση τιμολογίων ή άλλων παραστατικών από την πλευρά της Τράπεζας ή οποιουδήποτε άλλου κομιστή της επιταγής κατά την ενεχυρίαση των τίτλων δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην επιβεβαίωση και κατάφαση γνώσης, όπως αυτή απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 22 του νόμου 5960/1933, για την ύπαρξη οποιασδήποτε προσωπικής ένστασης, την οποία είναι δυνατό να διατηρεί βάσιμα ο εκδότης της επιταγής σε βάρος του λήπτη αυτής. Η γνώση θα πρέπει να επιβεβαιώνεται θετικά και να προκύπτει από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και να μη συνάγεται απλώς συμπερασματικά, αφού η καλή πίστη του κομιστή της επιταγής τεκμαίρεται και κατά συνέπεια δεν είναι αρκετή η επισήμανση της παράλειψης της Τράπεζας να προβεί στην αναζήτηση τιμολογίων ή άλλων εγγράφων, που να πιστοποιούν την υποκείμενη αιτία, για την κατάφαση γνώσης της για οποιαδήποτε προσωπική ένσταση (καταπιστευτική επιταγή, επιταγή «ευκολίας», εικονικότητα, τοκογλυφία κ.λπ.), αφού η παράλειψη αυτή είναι δυνατό να οφείλεται όχι μόνο σε δόλο, αλλά και σε αμέλεια ακόμη, η οποία υπό την εκδοχή αυτή αναβαθμίζεται ανεπίτρεπτα σε μέγεθος ισοδύναμο προς εκείνο του δόλου. Πέραν αυτού, η αξίωση απέναντι στην Τράπεζα ή οποιονδήποτε άλλον κομιστή της επιταγής για την προσκόμιση σ’ αυτούς τιμολογίων, που να πιστοποιούν προηγούμενες συναλλακτικές σχέσεις των ενεχόμενων από την επιταγή προσώπων μεταξύ τους (εκ- δότη και λήπτη, λήπτη και πρώτου οπισθογράφου, πρώτου και δεύτερου οπισθογράφου, δεύτερου και τρίτου οπισθογράφου κ.ο.κ., μέχρι τον τελευταίο κομιστή), στο πλαίσιο των οποίων έχει λάβει χώρα η έκδοση ή καθεμία από τις οπισθογραφήσεις της επιταγής, δεν επιβάλλεται από κα- μία διάταξη νόμου, ούτε και συνιστά στοιχείο της επιμέλειας, που απαιτείται στις συναλλαγές κατά τον κανόνα του άρθρου 330 εδ. β του ΑΚ (ΑΠ 1122/2019, ΑΠ 353/2015) και άρα η μη ανταπόκριση της Τράπεζας, ως τελευταίας κομίστριας της επιταγής, στο μέτρο αυτό της μη αναγκαίας επιμέλειας, δεν καθιστά καταχρηστική, υπό την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, την άσκηση της αξίωσης του ουσιαστικού δικαίου από το αξιόγραφο, με την εμφάνισή του για πληρωμή, τη βεβαίωση για τη μη πληρωμή κ.τ.λ., από τη δικαιούχο της αξίωσης αυτής τελευταία κομίστρια της επιταγής (ΑΠ 1346/2017). Εξάλλου, οποιαδήποτε εγκύκλιος ή τραπεζική πρακτική έχουν σχέση αποκλειστικά και μόνο με την εσωτερική λειτουργία των καταστημάτων των Τραπεζών, αφορούν την έκδοση διαταγών, οδηγιών ή και κατευθύνσεων για τη ρύθμιση θεμάτων εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας της υπηρεσίας τους και δεν έχουν ισχύ νόμου, με αποτέλεσμα να μη γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις από αυτές. Επιπροσθέτως, οι εσωτερικές σχέσεις και ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ του εκδότη και της λήπτριας της επιταγής σχετικά με το αξιόγραφο και την άσκηση των αξιώσεων από αυτό, πρέπει να αποδεικνύονται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, ότι εμπίπτουν στο πεδίο της γνώσης της Τράπεζας ή άλλης τελευταίας κομίστριας, δεδομένου, ότι τούτο προϋποθέτει, ότι η αμέσως με αυτή συναλλασσόμενη, λήπτρια της επιταγής, θα αποκάλυπτε σε αυτή τις εν λόγω συμφωνίες, κάτι που πρέπει να αποδεικνύεται, ότι συνέβη. Η υιοθέτηση αντίθετης άποψης θα οδηγούσε στην πλήρη ανατροπή της αρχής του αναιτιώδους χαρακτήρα της ενοχής από την επιταγή και θα καθιστούσε την αιτία (causa), τόσο της έκδοσης αυτής, όσο και των οπισθογρα- φήσεών της, «εν τοις πράγμασι», σε στοιχείο του αξιογράφου, κάτι που θα οδηγούσε στην αντιστροφή του συστήμα- τος, που καθιερώνεται με τον νόμο 5960/1933, δεδομένου,ότι από τις διατάξεις του νόμου αυτού, συνάγεται, ότι η ενοχή από την επιταγή είναι αναιτιώδης, ότι η αιτία έκδοσης και οπισθογράφησής της δεν αποτελεί στοιχείο της επιταγής και ότι αποκαλύπτεται η αιτία μόνο με την προβολή σχετικής ένστασης, πως η αιτία εξέλιπε (έληξε ή δεν επακολούθησε), ή ήταν εξαρχής ανύπαρκτη, παράνομη, ανήθικη, ελαττωματική κ.τ.λ., από τον οφειλέτη, που καλείται για την πληρωμή της, είτε με την άσκηση αγωγής εναντίον του, είτε με την έκδοση σε βάρος του διαταγής πληρωμής (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 1347/2018, ΑΠ1398/2021 ΤΝΠ Qualex).

* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -