fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Αστική ευθύνη δημοσίου σε περίπτωση υποβάθμισης περιοχής – Το παράδειγμα της Ομόνοιας

Η εκκαλούσα εταιρεία, που εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας (πλησίον της πλατείας Ομονοίας) , προσέφυγε κατά του Ελληνικού Δημοσίου ισχυριζόμενη ότι υπέστη οικονομικές ζημίες και ηθική βλάβη λόγω της υποβάθμισης της περιοχής, στην οποία βρίσκεται η επιχείρησή της, γεγονός που οδήγησε αιτιακά στην μείωση της κερδοφορίας και του κύκλου εργασιών της.

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών κλήθηκε να εξετάσει τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας εταιρείας, η οποία αξίωνε αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο, βάσει του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ), επί τη βάσει των ζημιών και της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί λόγω παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου (ΔΕφΑθ 2059/2023). Συγκεκριμένα, η εκκαλούσα ισχυριζόταν ότι είχε υποστεί ζημία κατά την περίοδο 1.1.2008 έως 31.12.2013 εξαιτίας της μη επαρκούς αστυνόμευσης του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, όπου διατηρεί ξενοδοχειακή επιχείρηση, γεγονός που συνδέεται αιτιακά με την επερχόμενη μείωση της κερδοφορίας και του κύκλου εργασιών της, λόγω της υποτιθέμενης διακοπής συνεργασιών με δύο αλλοδαπά ταξιδιωτικά πρακτορεία

Ισχυρισμοί επιχείρησης

Η εκκαλούσα εταιρεία, που εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας (πλησίον της πλατείας Ομονοίας), προσέφυγε κατά του Ελληνικού Δημοσίου ισχυριζόμενη ότι υπέστη οικονομικές ζημίες και ηθική βλάβη λόγω της υποβάθμισης της περιοχής στην οποία βρίσκεται η επιχείρησή της.

Η εταιρεία υποστήριξε ότι, από το 2006 και έπειτα, η περιοχή γύρω από το ξενοδοχείο έχει υποστεί σοβαρή υποβάθμιση λόγω της αύξησης των παράτυπων μεταναστών, της διάδοσης του παραεμπορίου, και της εντεινόμενης εγκληματικότητας, περιλαμβανομένων ληστειών, κλοπών, και της δημόσιας χρήσης ναρκωτικών.

Ιδιαίτερα, ανέφερε ότι η παρουσία τοξικοεξαρτημένων, εμπόρων ναρκωτικών και κυκλωμάτων σεξουαλικής εκμετάλλευσης έπληξε την εικόνα του ξενοδοχείου, προκαλώντας σημαντική μείωση της πελατείας και των συνεργασιών με ταξιδιωτικά πρακτορεία, που είχε αναπτύξει επιτυχώς ήδη από το έτος 1998.

Η εταιρεία κατηγόρησε το Ελληνικό Δημόσιο για παράλειψη λήψης των αναγκαίων μέτρων αστυνόμευσης και προστασίας, γεγονός που, όπως ισχυρίστηκε, οδήγησε σε σημαντικές οικονομικές απώλειες και προσβολή της προσωπικότητάς της (μέσω της αποστέρησης της χρήσης και απόλαυσης των κοινοχρήστων πραγμάτων και της παρεμπόδισης ανάπτυξής της εντός του ζωτικού περιβαλλοντολογικού της χώρου). Για τον ως άνω λόγο ζήτησε αποζημίωση ύψους 635.786 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη, και επικουρικά 343.798,50 ευρώ για μείωση κερδοφορίας. Επιπλέον, διεκδίκησε 2.500.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της δυσφήμισης του ξενοδοχείου και της επαγγελματικής της υπόστασης. Μάλιστα, για την υποστήριξη των ισχυρισμών της, η εκκαλούσα προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία με περιεχόμενο τις καταγγελίες των ταξιδιωτικών πρακτορείων, τη μείωση των κρατήσεων και την αδράνεια των αρμόδιων αρχών παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις για βοήθεια.

Αντεπιχειρήματα δημοσίου και πρωτοβάθμια απόφαση

Το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε πρωτοδίκως ότι η αγωγή της εκκαλούσας εταιρείας ήταν αόριστη και γι’ αυτό έπρεπε να απορριφθεί, καθώς σύμφωνα με την διοικητική δικονομία, οι μελλοντικές απαιτήσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής.

Το Δημόσιο προέβαλε περαιτέρω ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη για αποζημίωση λόγω παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των αστυνομικών αρχών, παρουσιάζοντας μάλιστα έκθεση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής, υποστηρίζοντας ότι η αστυνόμευση της περιοχής ήταν προτεραιότητα και ότι είχαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα μέσω εκπόνησης και εφαρμογής επιχειρησιακών σχεδίων με πεζές και εποχούμενες περιπολίες, καθώς και άλλες δράσεις αστυνόμευσης. Επίσης ισχυρίστηκε ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των επικαλούμενων παραλείψεων και της ζημίας της εκκαλούσας, καθώς αυτή θα μπορούσε να οφείλεται σε άλλους παράγοντες, όπως η παλαιότητα του ξενοδοχείου, η έλλειψη χώρων στάθμευσης, η κυκλοφοριακή συμφόρηση και η παροχή ανεπαρκών υπηρεσιών. Τέλος με βάση τα προσκομισθέντα στοιχεία για τα οικονομικά αποτελέσματα της επιχείρησης, ισχυρίστηκε ότι η επιχείρηση από το 2014 άρχισε να ανακάμπτει και να αυξάνει την πληρότητα.

 Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε πράγματι απαραδέκτως ασκηθείσα την αγωγή για τις αξιώσεις που αφορούν το χρονικό διάστημα από 24-7-2010 έως 31-12-2013, καθώς δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής μελλοντικές απαιτήσεις αλλά και τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας για παραλείψεις της αστυνομίας ως αβάσιμες. Τέλος, απορρίφθηκε το αίτημα της εκκαλούσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που σχετίζεται με την αισθητική και καθαριότητα του περιβάλλοντος, καθώς η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στον Δήμο Αθηναίων και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο.

Εν συνεχεία, η εκκαλούσα άσκησε έφεση ισχυριζόμενη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διενήργησε λάθος ερμηνεία των αποδεικτικών στοιχείων και του νόμου, καθώς δεν αναγνώρισε τη σύνδεση της ζημίας που υπέστη με τις παραλείψεις των κρατικών οργάνων, ειδικά όσον αφορά την αστυνόμευση στην περιοχή της Ομόνοιας.

Αξίζει να επισημανθούν δύο επιχειρήματα της επιχείρησης για την αντιφατικότητα σκέψεων του πρωτοδικείου (κατά την άποψη της). Πρώτον, ανέφερε ότι η έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, κατεδείκνυε την αδράνεια της διοίκησης και την αποτυχία της να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στο κέντρο της Αθήνας. Η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ωστόσο, ερμήνευσε το ίδιο έγγραφο ως απόδειξη ότι το κέντρο της Αθήνας είναι υποβαθμισμένο για δεκαετίες, αποσυνδέοντας έτσι τη ζημία της εκκαλούσας από την έλλειψη αστυνόμευσης. Επιπροσθέτως, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι τα στατιστικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από την Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής είναι άνευ σημασίας, καθώς το σημαντικότερο είναι το τελικό αποτέλεσμα της αστυνόμευσης, που ήταν ανεπαρκές.

Κρίση Εφετείου

Αρχικώς το Εφετείο επίρρωσε τους ισχυρισμούς του πρωτοδικείου σχετικά με την αξιοπιστία και αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η εκκαλούσα. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίστηκαν δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, καθώς δεν τηρήθηκαν οι νομικές προϋποθέσεις του άρθρου 185 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. Σχετικά με το έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη (έκθεση σχετικά με την άσχημη κατάσταση της περιοχής Ομόνοιας λόγω της εισόδου οικονομικών μεταναστών με προσωπικές απόψεις του συντάκτη για την μεταναστευτική πολιτική) ανέφερε ότι το περιεχόμενο του κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο (άρ. 148 του Κ.Δ.Δ.), επισημαίνοντας το ίδιο και για τα προσκομισθέντα φύλλα εφημερίδων. Τέλος χαρακτήρισε ως αδύναμη την αποδεικτική δύναμη των προσκομισθέντων επιστολών και τηλεομοιοτυπιών ως απλών φωτοτυπιών και αγνώστου προελεύσεως αναφορικά με τους συντάκτες.

Σχετικά με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας για την ανεπαρκή αστυνόμευση και την αδράνεια των αρχών, το Εφετείο ανέφερε ότι το Ελληνικό Δημόσιο κατάφερε να αποδείξει ότι η περιοχή της Ομόνοιας αστυνομεύτηκε εντατικά και αποτελεσματικά κατά την περίοδο 2007-2010.

Μάλιστα, σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αθηνών, η αστυνόμευση της περιοχής περιλάμβανε μεγάλο αριθμό πεζών και εποχούμενων περιπολιών, συλλήψεις, προσαγωγές και ειδικά επιχειρησιακά σχέδια που αναπροσαρμόζονταν συνεχώς με βάση τις ανακύπτουσες ανάγκες.

Παράλληλα ως προς το ζήτημα της μείωσης του κύκλου εργασιών της επιχείρησης, το δικαστήριο, εξετάζοντας τα οικονομικά στοιχεία της περιόδου 2002-2017, διαπίστωσε ότι υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του κύκλου εργασιών και της κερδοφορίας της εκκαλούσας σε ορισμένα έτη, υποδηλώνοντας ότι η κερδοφορία της επιχείρησης επηρεάστηκε περισσότερο από επιχειρηματικές αποφάσεις παρά από εξωγενείς παράγοντες, όπως η εγκληματικότητα. Για παράδειγμα, ενώ το 2009 ο κύκλος εργασιών της εκκαλούσας ήταν παραπλήσιος με εκείνον άλλων ετών, η κερδοφορία της ήταν σημαντικά χαμηλότερη, γεγονός που το δικαστήριο αποδίδει σε εσωτερικές επιχειρηματικές αποφάσεις και όχι αποκλειστικά σε εξωτερικούς παράγοντες

Επιπλέον, το δικαστήριο επισήμανε ότι η διακοπή των συνεργασιών με δύο τουριστικά πρακτορεία δεν αποδεικνύεται ότι προκάλεσε αντίστοιχες οικονομικές ζημίες, καθώς ήταν δυνατόν να αντικατασταθούν από άλλες, επωφελέστερες συνεργασίες.

Επιπροσθέτως, , το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η μείωση των οικονομικών της αποτελεσμάτων συνδέεται πρωτίστως με τη γενικότερη ύφεση της ελληνικής οικονομίας και την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 -και επηρέασε την ελληνικό τουρισμό αντιστοίχως- παρά με την αυξημένη εγκληματικότητα στην περιοχή της Ομόνοιας λόγω της παρουσίας παράνομων μεταναστών. Μάλιστα τα οικονομικά αποτελέσματα της εκκαλούσας κατά την περίοδο 2010-2013, όταν η χώρα βίωνε έντονη οικονομική κρίση, επιβεβαιώνουν τη σύνδεση των οικονομικών της μεγεθών με τη γενικότερη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και του τουρισμού.

Τέλος, υπογράμμισε ότι η σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών μεγεθών της εκκαλούσας μετά το 2014, όταν και η οικονομία της χώρας άρχισε να σταθεροποιείται και ο τουρισμός να αυξάνεται σημαντικά, επιβεβαιώνει περαιτέρω τη σχέση μεταξύ των οικονομικών αποτελεσμάτων της και της γενικότερης πορείας της ελληνικής οικονομίας και του τουρισμού.

Από την άλλη, τόνισε ότι οι αστυνομικές αρχές παρείχαν στοιχεία που δείχνουν ότι η αστυνόμευση στην περιοχή ήταν όχι μόνο επαρκής αλλά και βελτιωμένη σε σχέση με προηγούμενα έτη. Το δικαστήριο σημείωσε ότι οι δράσεις της ΕΛ.ΑΣ. στην Ομόνοια κατά το διάστημα αυτό ήταν εντατικές, με την διάθεση μεγάλου αριθμού ανθρώπινων και τεχνικών πόρων, γεγονός που οδήγησε σε σημαντικά αποτελέσματα, όπως αυξημένες προσαγωγές, συλλήψεις και κατασχέσεις ναρκωτικών και άλλων παράνομων προϊόντων. Επίσης επισήμανε ότι η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της αστυνόμευσης πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά αριθμητικά δεδομένα και όχι σε υποκειμενικές εκτιμήσεις τρίτων, όπως του Συνηγόρου του Πολίτη ή δημοσιογράφων σχετικά με την διαχρονική ύπαρξη εγκληματικότητας στην περιοχή της Ομόνοιας και στην παρουσία μεγάλου αριθμού αλλοδαπών.

Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, το δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής της εκκαλούσας, κρίνοντας ότι δεν κατάφερε να αποδείξει ούτε την ύπαρξη ζημιογόνου γεγονότος ούτε του αιτιώδη συνδέσμου μεταξύ αυτού και των προβαλλόμενων αποθετικών ζημιών. Με το ίδιο σκεπτικό, απέρριψε και τις αξίωσεις για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που επικαλείτο. Τέλος, το σκέλος της αγωγής που αφορούσε την ελλιπή καθαριότητα απορρίφθηκε λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης, καθώς τα ζητήματα καθαριότητας στην περιοχή γύρω από το ξενοδοχείο εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δήμου Αθηναίων.

Τελικώς το δικαστήριο απέρριψε την έφεση της εκκαλούσας, ωστόσο, αποφάσισε την απαλλαγή της από τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης.

Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕφΑθ 2059/2023

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -