fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Έκδοση αλλοδαπού (Αλβανού) – Λόγος μη εκδόσεως του εκζητούμενου

Χρόνος ανάγνωσης 17 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 17 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 172/2022 (σε συμβούλιο) έγινε δεκτή έφεση αλλοδαπού (Αλβανού) κατά απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που γνωμοδότησες υπέρ της εκδόσεώς του.

Σχετικές δικονομικές διατάξεις: «Σύμφωνα με το άρθρο 451 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών με την οποία αυτό γνωμοδότησε, κατά το άρθρο 450 του ιδίου Κώδικα, επί αιτήσεως εκδόσεως αλλοδαπού, επιτρέπεται στον εκζητούμενο και στον Εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση στο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης στο ακροατήριο. Η έφεση ασκείται σύμφωνα με τις διατυπώσεις του άρθρου 474, δηλαδή με σύνταξη σχετικής έφεσης από τον γραμματέα εφετών, στην οποία διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Επομένως, η κρινόμενη έφεση του εκζητουμένου A (επ.) K (ον.) του S και της S που γεννήθηκε στο … Αλβανίας στις 19-7-1971, υπήκοου της Δημοκρατίας της Αλβανίας και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, κατά της με αριθμό 222/2021 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αυτό γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσής του στο κράτος της Δημοκρατίας της Αλβανίας, προκειμένου να εκτίσει ποινή έξι (6) μηνών στην οποία καταδικάστηκε με τη με αριθμό (986) – 138/17-10-2019 αμετάκλητη και εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου) του … Αλβανίας για το αδίκημα «της επίμονης καταδίωξης ή παρακολούθησης», ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με λόγους που αναφέρονται στην έκθεση, οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η έφεση έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, εκτός αν ο εκκαλών την περιορίσει σε συγκεκριμένα κεφάλαια ή προβάλλει συγκεκριμένο ή συγκεκριμένους λόγους. Τούτο ισχύει και επί του ενδίκου μέσου της εφέσεως ενώπιον του αρμόδιου, κατ’ άρθρο 451 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., Τμήματος του Αρείου Πάγου εναντίον της περί εκδόσεως αλλοδαπού αποφάσεως του συμβουλίου εφετών».

Προϋποθέσεις εκδόσεως: «Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α` του Συντάγματος, οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, κατά δε το άρθρο 436 του Κ.Ποιν.Δ. (παρ. 1) αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (ήτοι των άρθρων 437 – 456 Κ.Ποιν.Δ.), οι οποίες (παρ. 2) εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτήν, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Τέτοια σύμβαση, την οποία έχουν κυρώσει η Ελλάδα στις 6-5-1961 με τον Ν. 4165/1961 και η Δημοκρατία της Αλβανίας στις 19 Μαίου 1998, με έναρξη ισχύος στις 17-8-1998, είναι η από 13-12-1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως (Ε.Σ.Ε.), που υπογράφηκε στο Παρίσι και διέπει το δίκαιο της εκδόσεως μεταξύ των κρατών που την προσυπέγραψαν. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παρ. 1 της Ε.Σ.Ε. ορίζεται, ότι η έκδοση ενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους, τόσο του κράτους, που ζητεί την έκδοση, όσο και του κράτους, από το οποίο ζητείται αυτή, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας ενός τουλάχιστον έτους, ως προς το ανώτατο όριο, ή με αυστηρότερη ποινή, ενώ, όταν υπήρξε καταδίκη σε ποινή ή επιβλήθηκε μέτρο ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους, η σχετική κύρωση πρέπει να είναι τεσσάρων μηνών κατ` ελάχιστο όριο. Στο άρθρο 12 της Συμβάσεως αυτής, με τον τίτλο “αιτήσεις και δικαιολογητικά”, ορίζεται ότι (παρ. 1) η αίτηση, με την οποία ζητείται η έκδοση, αν δεν έχει συμφωνηθεί με απευθείας συνεννόηση μεταξύ των μερών ή άλλο μέσο, πρέπει να είναι έγγραφη και να υποβληθεί μέσω της διπλωματικής οδού και (παρ. 2) για την υποστήριξή της πρέπει να προσκομιστούν: α) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως είτε εντάλματος συλλήψεως ή άλλης πράξεως, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους, που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους, β) έκθεση με προσδιορισμό των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και του χρόνου διαπράξεώς τους, του νομικού χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις, που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατόν ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων, που προβλέπουν την πράξη ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, δήλωση για το εφαρμοστέο δίκαιο, καθώς και ο κατά το δυνατό ακριβέστερος καθορισμός του εκζητούμενου προσώπου και κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και την εθνικότητά του. Ακόμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5, 9 και 10 της άνω Συμβάσεως, η έκδοση είναι ανεπίτρεπτη, αν πρόκειται για πολιτικές πράξεις και συναφείς με τέτοιες πράξεις παραβάσεις, αν η σχετική αίτηση για την έκδοση αποβλέπει στη δίωξη του εκζητουμένου για πολιτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά του φρονήματα, αν η θέση του ατόμου διατρέχει κίνδυνο να επιδεινωθεί εξαιτίας κάποιου από τους παραπάνω λόγους, αν αφορά στρατιωτικές και φορολογικές παραβάσεις, αν αφορά άτομο, που δικάστηκε ήδη οριστικά από τις αρμόδιες αρχές του κράτους παρά του οποίου ζητείται η έκδοση για την πράξη ή τις πράξεις, για τις οποίες ζητείται αυτή και, αν κατά τη νομοθεσία της αιτούσας χώρας ή εκείνης, προς την οποία υποβάλλεται η αίτηση έλαβε χώρα παραγραφή της πράξεως. Επίσης, το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, που αποφαίνεται για την έκδοση, δεν έχει εξουσία να ερευνήσει τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας, για την οποία καταδικάστηκε ο εκζητούμενος ή τη νομιμότητα της διαδικασίας, που τηρήθηκε στην προδικασία ή στο ακροατήριο του αλλοδαπού δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και να καταλήξει σε κρίση αντίθετη από την κρίση της αποφάσεως, για την εκτέλεση της οποίας ζητείται η έκδοση, αφού ούτε από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 της Ε.Σ.Ε., που ορίζει εξαντλητικά τα συγκεκριμένα στοιχεία και δικαιολογητικά, που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση για τη στήριξη και τη δικαστική αξιολόγησή της, ούτε από άλλη διάταξη της Ε.Σ.Ε. προβλέπεται και η επισύναψη αποδεικτικών στοιχείων της ενοχής του εκζητουμένου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 Κ.Ποιν.Δ., η έκδοση απαγορεύεται: α) αν εκείνος για τον οποίο ζητείται ήταν ημεδαπός όταν τελέστηκε η πράξη, β) αν η δίωξη και η τιμωρία του εγκλήματος που τέλεσε στο εξωτερικό ανήκει σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους στα ελληνικά δικαστήρια, γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό, στρατιωτικό, φορολογικό ή του τύπου, ή διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση αυτού που αδικήθηκε, ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς, δ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους, όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο, ε) αν πιθανολογείται, ότι εκείνος, για τον οποίο ζητείται η έκδοση, θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση, στ) αν πιθανολογείται ότι θα υποβληθεί σε διακρίνουσα μεταχείριση για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς, ή εξαιτίας της εθνικότητάς του ή ότι θα υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι θα διακυβευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματά του, ζ) αν κατά το δίκαιο του εκζητούντος κράτους προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη η ποινή του θανάτου και η) αν ο εκζητούμενος καταδικάστηκε έρημην χωρίς να κλητευθεί. Τέλος, κατά το άρθρο 450 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., το συμβούλιο γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της εκδόσεως και αποφαίνεται για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο που εκζητείται, αν υπάρχουν τα απαιτούμενα για την έκδοση δικαιολογητικά έγγραφα, αν το έγκλημα που αποδίδεται στον εκζητούμενο ή για το οποίο αυτός έχει καταδικαστεί είναι από εκείνα, για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και αν έχει προκύψει λόγος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 438 στοιχ.δ’ που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 450 Κ.Ποιν.Δ αν η έκδοση ζητείται με βάση καταδικαστική απόφαση, το συμβούλιο εφετών λαμβάνει υπόψη του, προκειμένου να αποφανθεί και τυχόν ισχυρισμό του εκζητουμένου ότι δικάστηκε ερήμην χωρίς να κλητευθεί και αν ο ισχυρισμός αυτός κριθεί βάσιμος, εφαρμόζεται το άρθρο 438 περ. η’, δηλαδή το συμβούλιο αποφαίνεται κατά της εκδόσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974), κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει για τη βασιμότητα κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης. Επίσης, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3 περ.α’,β’και γ’ του ίδιου ως άνω άρθρου, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί μέσα στη συντομότερη προθεσμία, σε γλώσσα που κατανοεί και με λεπτομέρεια, τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας, να του διατεθεί ο χρόνος και οι αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπερασπίσεώς του και να υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του, στην περίπτωση δε που δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορο να του παρασχεθεί συνήγορος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ειδικότερη εκδήλωση του ανωτέρω θεμελιώδους δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη, αποτελεί και το δικαίωμα της εμφάνισης και προφορικής ακρόασης στη δίκη, δηλαδή, προεχόντως το δικαίωμα του προσώπου που κατηγορείται, να είναι παρόν στη δίκη, ώστε να δύναται ακολούθως να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Έτσι, η εκδίκαση της υπόθεσης απόντος του κατηγορουμένου δικαιολογείται μόνον εφόσον έχει προηγηθεί νόμιμη κλήση του να παραστεί στο δικαστήριο για την εκδίκαση της υποθέσεώς του, σε ορισμένη δικάσιμο και παρά ταύτα δεν εμφανίζεται. Η ύπαρξη δε της προϋπόθεσης αυτής ερευνάται και για την καταδικαστική απόφαση, βάσει της οποίας ζητείται η έκδοση αλλοδαπού, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 438 περ.η’και 450 παρ.3 Κ.Ποιν.Δ.»

Ένδικη υπόθεση. «Στην προκειμένη περίπτωση …… αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το υπ’αριθμ. 1114/6 από 4-10-2021 αίτημα έκδοσης της Γενικής Εισαγγελίας της Δημοκρατίας της Αλβανίας, το οποίο συνοδεύεται από επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα και περιήλθε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελλάδας διά του υπ’αρ. 3644/1 από 8-10-2021 εγγράφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Αλβανίας, ζητείται η έκδοση στις δικαστικές αρχές του κράτους της Αλβανίας, του υπηκόου της, A (επ.) K (ον.) του S και της S που γεννήθηκε στο … Αλβανίας στις 19-7-1971, προκειμένου αυτός να εκτίσει ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών που του επιβλήθηκε με την υπ’ αρ. (986) -138/17-10-2019 αμετάκλητη και εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου) του Pogradec, για το ποινικό αδίκημα «της επίμονης καταδίωξης ή παρακολούθησης», κατ’ άρθρο 121/a του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο τελέστηκε στο Pogradec, στις 24-9-2018. Προς υποστήριξη της ανωτέρω αιτήσεως συνυποβλήθηκαν και τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 12 παρ. 2 της Ε.Σ.Ε. έγγραφα στο πρωτότυπο και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Συγκεκριμένα: α)…….β….. γ)…… και δ) το κείμενο των διατάξεων των προαναφερομένων άρθρων του Ποινικού Κώδικα που προβλέπουν την αξιόποινη πράξη και τις προϋποθέσεις παραγραφής αυτής. Από το τελευταίο αυτό έγγραφο προκύπτει ότι στο άρθρο 121/a του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο προστέθηκε με τον υπ’ αρ. 23/1-3-2012 νόμο και φέρει τον τίτλο «Επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθηση», αναφέρεται ότι «Η απειλή ή παρενόχληση ενός προσώπου μέσω επαναλαμβανόμενων ενεργειών, με σκοπό να προκαλέσει μια επίμονη και σοβαρή κατάσταση άγχους ή φόβου για την προσωπική ασφάλεια, ενός συγγενή ή ενός ατόμου με το οποίο έχει πνευματική σχέση ή να τον αναγκάσει να αλλάξει τον τρόπο ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση από έξι μήνες έως τέσσερα έτη». Επίσης, στο άρθρο 66 του Αλβανικού ΠΚ για την παραγραφή της ποινικής δίωξης, ορίζεται ότι «Καμία ποινική δίωξη δεν μπορεί να κινηθεί όταν από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι τη στιγμή απαγγελίας κατηγορητηρίου στο πρόσωπο έχουν περάσει: α)…β)…γ)…δ) πέντε έτη για εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως πέντε ετών ή πρόστιμο..», ενώ στο άρθρο 68 του Αλβανικού ΠΚ για την παραγραφή της εκτέλεσης της ποινής, ορίζεται ότι «Η απόφαση της ποινής δεν εκτελείται όταν από την ημέρα που κατέστη αμετάκλητη πέρασαν: α)…, β)…γ) πέντε έτη για αποφάσεις που περιέχουν ποινή φυλάκισης έως πέντε έτη ή άλλες ελαφρύτερες ποινές». Η πράξη δε που προβλέπεται και τιμωρείται στο εν λόγω άρθρο 121 /a του Αλβανικού ΠΚ, είναι παρόμοια με την πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 333 παρ.2 του (Ελληνικού) ΠΚ για την απειλή, στο οποίο ορίζεται ότι «Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται και όποιος χωρίς απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης προκαλεί σε άλλον τρόμο και ανησυχία με την επίμονη παρακολούθηση ή καταδίωξή του…». Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.1 και 3, 112 και 113 παρ.1 και 2 του (Ελληνικού) ΠΚ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η προθεσμία δε, της παραγραφής είναι πέντε ετών για τα πλημμελήματα και αρχίζει από την τέλεση της πράξης, ενώ η προθεσμία αυτή αναστέλλεται μέχρι τρία έτη, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 118 (Ελληνικού)ΠΚ, ποινή φυλακίσεως που επιβλήθηκε αμετάκλητα και έχει μείνει ανεκτέλεστη, παραγράφεται μετά δέκα έτη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ως άνω εκζητούμενος-εκκαλών, Αλβανός υπήκοος, ο οποίος, όπως προαναφέρεται γεννήθηκε στο … της Αλβανίας στις 19-7-1971, είναι δε, έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, από ετών διαμένει και εργάζεται στην Ελλάδα, στην περιοχή του …, όπου ασχολείται κυρίως με αγροτικές εργασίες, ενώ η σύζυγος και τα τέκνα του διαμένουν μόνιμα στο χωριό Verri του … της Αλβανίας, όπου και τους επισκέπτεται κατά διαστήματα. Μετά την έκδοση της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης εις βάρος του και αφότου κατέστη αυτή εκτελεστή, εκδόθηκε αίτημα ερυθράς αγγελίας της INTERPOL του αιτούντος κράτους, καθώς και διεθνές ένταλμα σύλληψης της ίδιας υπηρεσίας, κατόπιν των οποίων ο εκκαλών συνελήφθη στις 2-9-2021 από τις Ελληνικές Αστυνομικές Αρχές σύμφωνα με την υπ’ αρ. 47/2-9-2021 Εντολή προσωρινής σύλληψης της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και με την υπ’ αρ. 12/3-9-2021 Διάταξη της ίδιας Εισαγγελέως επιβλήθηκε στον προαναφερόμενο ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Ο εκκαλών κατά την προσαγωγή του στις 3-9-2021 στην Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και αφού ενημερώθηκε για το αίτημα εκδόσεως, δήλωσε τα στοιχεία του ως έχουν ανωτέρω και διαπιστώθηκε η ταυτοπροσωπία του, δηλαδή ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση από το αιτούν κράτος, καθώς επίσης δήλωσε ότι δεν τέλεσε την πράξη για την οποία εκζητείται και δεν επιθυμεί να εκδοθεί στη Δημοκρατία της Αλβανίας (βλ. υπ’αρ. 91/3-9-2021 έκθεση προσαγωγής και βεβαίωσης ταυτότητας, της Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών). Με την εκκαλουμένη δε απόφαση του Συμβουλίου Εφετών, με την οποία τούτο γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσής του, διατάχθηκε η σύλληψη και η προσωρινή κράτησή του και έκτοτε κρατείται προσωρινά στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Σημειωτέον ότι ο εκκαλών επιβεβαίωσε τα στοιχεία της ταυτότητάς του και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι ο συλληφθείς είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εκζητούμενο από το αιτούν κράτος, ενώ από τα παραπάνω δικαιολογητικά έγγραφα που συνοδεύουν την αίτηση προκύπτει ότι η πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο εκζητούμενος και η ποινή για την εκτέλεση της οποίας ζητείται η έκδοσή του, εμπίπτουν στις προϋποθέσεις του επιτρεπτού της έκδοσης, σύμφωνα με το άρθρο 12 της ΕΣΕ (διττό αξιόποινο /ύψος επιβληθείσας ποινής/ αμετάκλητη και εκτελεστή δικαστική απόφαση), ενώ δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο. Επίσης δεν συντρέχει λόγος παραγραφής υφ’ όρον της επιβληθείσας ποινής, κατά το άρθρο 64 παρ.1 εδ.α ‘του ν. 4689/2020, καθόσον για την εφαρμογή της ως άνω διάταξης απαιτείται η δικαστική απόφαση που επέβαλε την προς εκτέλεση ποινή να μην έχει καταστεί αμετάκλητη μέχρι τη δημοσίευση του ως άνω νόμου, περίπτωση που δεν υφίσταται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η δικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου του Pogradec κατέστη αμετάκλητη πριν από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου και δη στις 24-12-2019. Συνακόλουθα ο σχετικός λόγος εφέσεως που επικαλείται ο εκκαλών στο εφετήριο είναι αβάσιμος.

Περαιτέρω, ο εκκαλών, ο οποίος στην πρωτοβάθμια δίκη είχε δηλώσει ότι δεν είχε λάβει γνώση της δικασίμου, ούτε και της εκδοθείσας καταδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου του Pogradec ( βλ. 4ο φύλλο των πρακτικών της εκκαλουμένης, όπου στην κατάθεσή του αναφέρεται: «Για το δικαστήριο στην Αλβανία δεν ήξερα. Το έμαθα όταν πήγα στην Πρεσβεία»), κατά τη συζήτηση ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, τόσο προφορικά, όσο και με το από 14-1-2022 γραπτό του υπόμνημα, με το οποίο παραδεκτά συμπλήρωσε το εφετήριο, ισχυρίστηκε ότι κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου του Pogradec, δεν παρέστη και δικάστηκε ερήμην, διότι δεν είχε κλητευθεί. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε κλήθηκε να λάβει γνώση της κατηγορίας και της δικασίμου για την εκδίκαση της υπόθεσης στο ως άνω Δικαστήριο, παράλειψη που προσέβαλε τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, αφού δεν μπόρεσε να παραστεί και να προβάλει ενώπιον αυτού, τους ισχυρισμούς του επί της κατηγορίας και ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δεν ερεύνησε τον ως άνω ισχυρισμό του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι παραδεκτός και νόμιμος ως λόγος εφέσεως και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την βασιμότητά του. Από την παραπάνω με αρ. (986) -138/17-10-2019 καταδικαστική απόφαση επιβεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών εκζητούμενος, κατά την εκδίκαση της υποθέσεώς του ήταν απών και δικάστηκε ερήμην (βλ. 1η σελίδα αυτής μετά την παράθεση των στοιχείων της ταυτότητάς του, όπου γίνεται μνεία ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται στο εξωτερικό, στην Ελλάδα και δικάζεται ερήμην, καθώς και 10η σελίδα αυτής, όπου γίνεται μνεία περί μη χορήγησης αναστολής της επιβληθείσας ποινής λόγω της ερημοδικίας του). Περαιτέρω, όμως, στην απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου δεν βεβαιώνεται ότι ο κατηγορούμενος κλητεύθηκε να παραστεί ενώπιόν του κατά την εκδίκαση της κατηγορίας, ούτε στα έγγραφα της προδικασίας που μνημονεύονται σ’ αυτήν [ βλ. ειδικότερα στη 4η σελίδα αυτής τα μνημονευόμενα έγγραφα: Πρακτικά: «Για την έρευνα του ατόμου που δεν βρέθηκε» με ημερομηνία 27-10-2018, «Για την εξέταση και λήψη πειστηρίων» (φύλλο τυπωμένο από το σύστημα ΤΙΜS) με ημερομηνία 29-10-2018. Αποφάσεις: «Περί μη εύρεσης του κατηγορουμένου» με ημερομηνία 31-10-2018, «Απόκτησης ιδιότητας του κατηγορουμένου και κοινοποίηση της κατηγορίας» με ημερομηνία 31-10-2018. Κοινοποίηση «περί ολοκλήρωσης της έρευνας» με ημερομηνία 15-1-2019. Απόφαση: «Περί παράτασης των προθεσμιών έρευνας», με ημερομηνία 25-1-2019] περιλαμβάνεται οποιοδήποτε έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η κλήτευση του κατηγορουμένου με κάποιο προβλεπόμενο νόμιμο τρόπο (όπως αποδεικτικό επιδόσεως κλήσεως στον ίδιο ή σε άλλο πρόσωπο, μέλος της οικογένειάς του, ή σύνοικο κ.λπ. ή θυροκολλήσεως στην κατοικία του στο …, ή επιδόσεως στην Εισαγγελία της αντίστοιχης δικαστικής περιφέρειας) για να παραστεί στη δικάσιμο της 17-1-2019, που εκδικάστηκε η υπόθεση στο Πρωτοδικείο του Pogradec, ενώ ούτε και στα άλλα συνυποβληθέντα με την αίτηση έκδοσης έγγραφα, γίνεται κάποια σχετική μνεία περί κλητεύσεώς του. Η παράλειψη κλητεύσεως του κατηγορουμένου στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, συνιστά παραβίαση του δικαιώματός του για εμφάνιση και προφορική ακρόαση, που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις. Η τοιαύτη δε παράλειψη δεν αναπληρώνεται με την παράσταση στη δίκη ως συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου, της δικηγόρου Luizeta Burnazi που διόρισε αυτεπαγγέλτως το ως άνω Δικαστήριο (βλ. σχετική μνεία στην 1η σελίδα της απόφασης), η οποία διορίστηκε εν αγνοία του κατηγορουμένου, δεν άσκησε κάποιο υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ όπως αναφέρεται ειδικότερα στην καταδικαστική απόφαση (σελίδα 1 αυτής) η εν λόγω συνήγορος ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πράξη της «Επίμονης καταδίωξης ή παρακολούθησης» προβλεπόμενης από το άρθρο 121/α του Ποινικού Κώδικα και να καταδικαστεί σε φυλάκιση έξι (6) μηνών». Κατόπιν αυτών, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί μη κλητεύσεώς του στη δίκη κατά την οποία καταδικάστηκε ερήμην, αποδεικνύεται βάσιμος. Συνεπώς συντρέχει λόγος απαγόρευσης της έκδοσης του εκκαλούντος κατ’άρθρο 438 περ.η’ Κ.Ποιν.Δ. σε συνδυασμό με άρθρο 450 παρ.3 του ίδιου Κώδικα. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε κατά τρόπο διαφορετικό και γνωμοδότησε υπέρ της εκτέλεσης της ένδικης καταδικαστικής απόφασης και έκδοσης του εκζητουμένου στις Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας της Αλβανίας προκειμένου να εκτίσει ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για την αξιόποινη πράξη της «επίμονης καταδίωξης ή παρακολούθησης», όπως προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 121/a του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 438 περ.η’και 450 παρ.3 του Κ.Ποιν.Δ. και θα πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της. Να γνωμοδοτήσει δε το παρόν Δικαστήριο κατά της έκδοσης του εκζητούμενου σε εκτέλεση της ανωτέρω υπ’αρ. (986)-138/17-10-2019 ερήμην απόφασης του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου) της Δικαστικής Επαρχίας του Pogradec και να διαταχθεί η άρση της κράτησής του και απόλυσή του από τις φυλακές, εάν δεν κρατείται για άλλη αιτία».

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -