fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής μετά από αναίρεση (524 ΚΠΔ) – Μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου

Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά

Δείτε επίσης

Ενδιαφέροντα ζητήματα κρίθηκαν με την ΑΠ 388/2021 για τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την αναίρεση, στο δικαστήριο της παραπομπής.

Σχετικές διατάξεις«Από τη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ προκύπτει ότι υπέρβαση εξουσίας που στοιχειοθετεί τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το ποινικό Δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ή υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, αλλά δεν συνέτρεχαν οι όροι άσκησής του (θετική υπέρβαση εξουσίας) και όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ είχε υποχρέωση να αποφασίσει (αρνητική υπέρβαση εξουσίας) (ΟλΑΠ 6/2017, ΑΠ 19/2017).

Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 524 § 2 του ΚΠΔ, εάν η νέα εκδίκαση της υπόθεσης διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε από εκείνον που καταδικάστηκε ή προς όφελός του, η νέα συζήτηση διεξάγεται εξαρχής μεν, αν αναιρέθηκε η απόφαση εξ ολοκλήρου, κατά το μέρος δε που αναιρέθηκε, όταν η αναίρεση υπήρξε μερική. Το δε Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470 του ίδιου Κώδικα, κατά το πρώτο εδάφιο του οποίου, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από την τελευταία αυτή διάταξη η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Θ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης προκύπτει ότι το αρμόδιο να κρίνει επί ασκηθέντος ενδίκου μέσου κατά καταδικαστικής, για τον ασκήσαντα αυτό, απόφασης Δικαστήριο υπερβαίνει την εξουσία του, εάν καταστήσει είτε αμέσως, είτε εμμέσως χειρότερη τη θέση του (ΑΠ 2005/2019, ΑΠ 367/2018, ΑΠ 1406/2018, ΑΠ 1039/2017).

 Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 64 του Ν.4689/26-5-2020 ορίζεται: “1. Κύριες ποινές: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη…. 2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ.1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα…”. Με την ως άνω διάταξη, θεσπισθείσα στα πλαίσια άσκησης αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, θεσμοθετήθηκε (ως θεσμός αυτοτελής και διαφοροποιημένος από τη γενική παραγραφή) ειδική υπό όρον παραγραφή ανεκτέλεστων ποινών υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και δεν θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών, η οποία αναβιώνει και συνεχίζεται μόνο σε περίπτωση πλήρωσης του όρου αυτού. Τούτων παρέπεται ότι η επέλευση της ως άνω υπό όρο παραγραφής ή της υπό όρο μη εκτέλεσης της ποινής και η ρητή θέσπιση υποχρεωτικής αρχειοθέτησης της σχετικής δικογραφίας προϋποθέτουν την ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης που δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, με την οποία επιβλήθηκε ποινή, που δεν έχει εκτιθεί.»

 Ένδικη υπόθεση«Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθμόν 3372/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος των πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για κάθε πράξη και σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία.

 Μετά την άσκηση έφεσης κατά της παραπάνω απόφασης από τον αναιρεσείοντα εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 8321/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, δικάσαντος ως δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος των ίδιων ως άνω πράξεων, μετά την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων της διάταξης του άρθρου 84§2 α’και ε’του ΠΚ και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών.

            Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 598/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε εξ ολοκλήρου η ως άνω τελεσίδικη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών).

            Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου ο αναιρεσείων πρόβαλλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί παραγραφής υφ’ όρον των επιβληθεισών ποινών των πέντε (5) μηνών που του έχουν επιβληθεί για κάθε μία από τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμισης για τις οποίες καταδικάστηκε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 64 του Ν.4689/2020, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 2§1 του ΠΚ και να τεθεί η δικογραφία στο αρχείο.

            Το ως άνω Δικαστήριο της παραπομπής, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 1741/2020 απόφασή του, απέρριψε τον προαναφερόμενο ισχυρισμό του εκκαλούντος κατηγορούμενου και ήδη αναιρεσείοντος ως μη νόμιμο με την αιτιολογία, ότι: “…επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή είναι η επιβληθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ποινή, η οποία δεν εμπίπτει, στις διατάξεις του άρθρου 64 του Ν. 4689/2020, διότι η επιβληθείσα από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 8321/2018 απόφασή του ποινή των επτά (7) μηνών (πέντε μήνες για κάθε πράξη), εξαφανίστηκε μετά την εξ ολοκλήρου αναίρεσή της με την υπ’ αριθμ. 598/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου.»

Κρίση του Αρείου Πάγου«Υπό τα παραπάνω δεδομένα και κατ’ εφαρμογή όσων αναπτύσσονται στις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις και διατάξεις, ορθά το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, με τις προαναφερθείσες παραδοχές του απέρριψε τον προβληθέντα από τον ήδη αναιρεσείοντα ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό, ενόψει του ότι η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε σ’ αυτόν η υπαγόμενη (ως μη υπερβαίνουσα το οριζόμενο ύψος των έξι (6) μηνών) στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 64 του Ν. 4689/2020 ποινή των επτά (7) μηνών (πέντε μήνες για κάθε πράξη), αναιρέθηκε εξ ολοκλήρου, με την υπ’ αριθμόν 598/ 2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά παραδοχή αναίρεσης την οποίαν ο ίδιος ως άνω καταδικασθείς άσκησε, και κατά συνέπεια μόνη ”επιβληθείσα” (και μη εκτιθείσα) στον κατηγορούμενο ποινή, για την οποία η απόφαση που την είχε επιβάλει δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, ήταν, κατά τη νέα εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής η επιβληθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ.3372/2017 απόφαση, ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για κάθε πράξη (και συνολική ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών), η οποία όμως, δεν ενέπιπτε, στις διατάξεις του άρθρου 64 του Ν.4689/2020. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο της παραπομπής ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 64 του Ν. 4689/2020 και δεν υπερέβη την εξουσία του, όπως αβασίμως υποστηρίζεται από τον αναιρεσείοντα και συνεπώς ο αντίθετος με τα παραπάνω και μοναδικός λόγος της κρινομένης αίτησης αναίρεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

 Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 511 εδ.α του ισχύοντος από 1-7-2019 (Ν.4620/2019) ΚΠΔ, προκύπτει ότι αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται στην §1 του άρθρου 510 ίδιου Κώδικα, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχείο Β, όμως δεν επιτρέπεται να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορούμενου. Ενώ με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Π.Κ. ορίζεται ότι αν από τη τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμου, εφαρμόζεται αυτές που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορούμενου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 85§1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ: “Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το Δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή”. Από αυτά συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 85, κατά την οποία επί συρροής λόγων μειώσεως της ποινής, το Δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης, κατά το άρθρο 83, ποινής, είναι επιεικέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, κατά την οποία η μείωση της ποινής εφαρμοζόταν μόνο μία φορά. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των στοιχείων της προκείμενης δικογραφίας, με την αναιρεθείσα υπ’ αριθμ. 8321/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων, είχε κηρυχθεί ένοχος των αναφερομένων παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, με αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του δύο ελαφρυντικών περιστάσεων και συγκεκριμένα εκείνων του άρθρου 84§2 α’ και ε’ του ΠΚ του είχε επιβληθεί η προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης των πέντε (5) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών. Η επιμέτρηση της ως άνω ποινής έγινε, κατά τις διατάξεις του ισχύοντος κατά το χρόνο έκδοσης (14-12-2018) της ως άνω απόφασης Ποινικού Κώδικα. Μετά την αναίρεση όμως, κατά τα αναπτυχθέντα παραπάνω, της απόφασης αυτής, με την υπ’ αριθμόν 598/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε, στις 3-7-2020, δηλαδή, σε χρόνο που ίσχυε ο νέος Ποινικός Κώδικας, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν 1741/2020 απόφαση, με την οποία ο εκκαλών – κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κηρύχθηκε και πάλι ένοχος αμφοτέρων των παραπάνω πράξεων και αναγνωρίστηκε η συνδρομή στο πρόσωπό του των ίδιων ως άνω δύο ελαφρυντικών περιστάσεων, αλλά του επιβλήθηκε η ίδια ποινή φυλάκισης των πέντε (5)μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, η οποία του είχε επιβληθεί και με την αναιρεθείσα υπ’ αριθμ. 8321/2018 απόφαση.

Αναίρεση για υπέρβαση εξουσίας: «Έτσι, όμως, το δικάσαν Δικαστήριο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του αφού όφειλε νε εφαρμόσει, την ισχύουσα κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης επιεικέστερη, κατά τα προηγούμενα, διάταξη του άρθρου 85 (του ισχύοντος από 1-7-2019) ΠΚ και να προβεί σε περαιτέρω μείωση των ποινών. Κατόπιν τούτων, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, πρέπει, το Δικαστήριο τούτο, κατά παραδοχή ως βάσιμου του αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου λόγου αναίρεσης της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 §1 στοιχ. Θ’ και 511 ΚΠΔ), να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις περί ποινών διατάξεις της και αναγκαίως και κατά την περί συνολικής ποινής διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο, εάν αυτό είναι δυνατόν, από τους ίδιους Δικαστές, που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ), απορριπτομένης κατά τα λοιπά της αίτησης αναίρεσης.»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -