fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Σύννομος βίος ερμηνεία – Κριτήρια με αφορμή την Ολ ΑΠ 2/2022

Χρόνος ανάγνωσης 24 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 24 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΟλΑΠ2/2022 η Β Τακτική Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου ερμήνευσε τη νέα διατύπωση του άρθρου 84 παρ.2 α του νΠΚ, με αφορμή την αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε υπόθεση ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Η απόφαση, όπως κάθε απόφαση των δικαστηρίων είναι σεβαστή και αποτελεί απόφαση αυξημένης βαρύτητας, προερχόμενη από την Ολομέλεια του ΑΠ. Η Ολομέλεια επελήφθη μετά την ΑΠ 99/2021 η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια το ζήτημα του ελαφρυντικού του 84 παρ. 2 α ΠΚ, καθόσον η απόφαση εκδόθηκε με διαφορά μιας ψήφου. (βλ. παρακάτω την άποψη της μειοψηφίας στην εν λόγω απόφαση, η οποία δεν υιοθετήθηκε από την απόφαση της Ολομέλειας).

            Μείζονα σκέψη της απόφασηςΑ Συνταγματικές διατάξεις «Με τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος εισάγεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αναφέρεται σε όλα τα πεδία του δικαίου, και ως γενική αρχή του δικαίου, διέπει την όλη δημόσια δράση και δεσμεύει τον νομοθέτη, τον δικαστή και τη διοίκηση. Όλα τα μέσα άσκησης της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήριά της, να είναι δηλαδή (α) κατάλληλα, ήτοι πρόσφορα για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, (β) αναγκαία, ώστε να προκαλούν ελάχιστον δυνατό περιορισμό στον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος (γ) εν στενή εννοία ανάλογα, να τελούν δηλαδή σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της επερχόμενης εξ αυτών βλάβης. Συγκεκριμένα στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του  κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

Εξάλλου στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Συντάγματος ορίζεται «Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών». Συναφώς στην παρ. 2 εδ. α του άρθρου 5 του Συντάγματος ορίζεται «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων».

Έτσι με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η «αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου», η οποία τελεί, κατά την εν λόγω διάταξη, «υπό την εγγύηση του Κράτους». Η αρχή αυτή κατοχυρωθείσα με την αναθεώρηση του 2001 (αναγνωριζόμενη και προγενέστερα από τη νομολογία Ολ. ΣτΕ 2112/1984) λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τα ρητά κατοχυρωμένα κατά τα προαναφερθέντα δικαιώματα, συνιστώντας ένα γενικό δικαίωμα για κοινωνική αλληλεγγύη και δημιουργώντας κλίμα ασφαλείας στον πολίτη ότι η πολιτεία λαμβάνει πρόνοια μεταξύ άλλων και για τη μη προσβολή του κοινού περί δικαίου αισθήματος κατ’ αναλογία με τη λειτουργία την οποία επιτελεί το αρθ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος ως προς τα ατομικά δικαιώματα (Ολ. ΣτΕ 1286/12). Στο κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής αυτής, που έχει κοινή αναγωγή στις παραδόσεις των δημοκρατιών δυτικού τύπου (ruleoflaw), βρίσκεται η εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας που όλες οι κρατικές λειτουργίες οφείλουν τα παρέχουν. Μέσο δε κατά της αυθαιρεσίας είναι ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας, που υπό την έννοια αυτή ως συστατικό στοιχεία της ιδέας του κράτους δικαίου, επιβάλλει γενικώς σε κάθε εκδήλωση εξουσίας όπως αυτή ασκείται στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού.

            Από τη διατύπωση της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται στους «κάθε είδους περιορισμούς» που μπορεί να επιβληθούν στα δικαιώματα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος αυτή. Τέτοια δικαιώματα, όπως προσδιορίζονται στη διάταξη είναι τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ιδίως δε αυτά που το ίδιο το Σύνταγμα αποκαλεί «ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα» όπως αυτό της απόλυτης προστασίας της ζωής χωρίς πάντως να αποκλείονται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και τα συναφή προς αυτά δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε άλλη διάταξη του Συντάγματος όπως αυτή του αρ. 2 αλλά και σε άλλες διατάξεις νόμων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η εν λόγω συνταγματική αρχήν επιταγή έχει εφαρμογή και στη δικαστική εξουσία και ειδικότερα στο πεδίο του ποινικού δικαίου συμβάλλοντας καθοριστικά στην εκπλήρωση του σκοπού του συνιστάμενου στη γενική και ειδική προστασία από την τέλεση αξιόποινων πράξεων με την ύπαρξη αναλογίας-ισορροπίας μεταξύ της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην περί ενοχής του δικαστική πεποίθηση και της ποινής που του επιβλήθηκε γι’ αυτήν χάριν της κοινωνικής ειρήνης, της δημόσιας τάξης και ασφάλειας ως και της δημιουργίας διατήρησης κλίματος εμπιστοσύνης του πολίτη όσον αφορά στην αποτελεσματική προστασία των αγαθών του που πλήττονται από αξιόποινη πράξη. Έτσι η περί ποινής κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας αλλά επιβάλλεται να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ αξιόποινης πράξης και ποινής για σωφρονισμό του δράστη (ειδική πρόληψη) και να συμβάλλει στη σταθερότητα και ειρήνευση της κοινωνικής ζωής με την παροχή τους πολίτες της επιβεβαίωσης ότι καλώς πράττουν όταν συμπεριφέρονται συννόμως (θετική γενική πρόληψη),με παράλληλη ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του κοινωνικού συνόλου. Με άλλα λόγια η ποινή επιβάλλεται χάριν της πρόληψης όχι όμως πέραν ή κάτω των ορίων που χαράσσει η ιδέα της Δικαιοσύνης.»

            Β. Αναφορικά με την ερμηνευόμενη διάταξη«Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 84 με τίτλο «ελαφρυντικές περιστάσεις» του κυρωθέντος με τον νόμο 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα μεταξύ άλλων ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. 2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος  έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα». Η διάταξη αυτή (84 παρ. 2σ Π.Κ.) είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος Π.Κ. με την οποία ορίζετο «το ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή». Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, πλέον είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Στην αιτιολογική έκθεση του περί κύρωσης του ποινικού κώδικα νόμου (4619/2019) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο αυτής με τίτλο «ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ» εκτίθεται: «Στις διατάξεις των άρθρων 84 και 85 για τις ελαφρυντικές περιστάσεις και την επιρροή τους στην επιμέτρηση της ποινής επήλθαν οι ακόλουθες μεταβολές, προς άρση των αμφιλογιών που προκάλεσε η ερμηνεία και η εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του ισχύοντος Π.Κ.: (α) Αντί του κριτηρίου της προηγούμενης «έντιμης» ζωής τίθεται το ορθολογικότερο της «νόμιμης», ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο  είναι νομικώς κρίσιμο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο ελεύθερος και υπεύθυνος  πολίτης οφείλει τούτο μόνο, να συμμορφώνεται στον νόμο. Η εκπλήρωση απροσδιόριστων «ηθικών καθηκόντων» έχει φυσικοδικαϊικό χαρακτήρα, ασυμβίβαστο με τη θετικότητα του ποινικού δικαίου». Για την ίδια διάταξη που ενδιαφέρει στην προκείμενη υπόθεση (άρθρο 84 παρ. 2α Π.Κ.) στο πέμπτο κεφάλαιο της εν λόγω αιτιολογικής έκθεσης με τίτλο «επιμέτρηση της ποινής» εκτίθεται «Στο άρθρο 84 ακολουθείται κατ’ αρχήν η ρύθμιση της ισχύουσας διάταξης, με δύο ουσιώδεις τροποποιήσεις, που κατέστησαν αναγκαίες εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου: α. Στην περ. α’ αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης της «νόμιμης» ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β) «απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης». Επισημαίνεται πως κατά την άποψη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου μετά από ενδελεχή και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ενασχόληση του Αρείου Πάγου στα πλαίσια εκδίκασης λόγων αναίρεσης και κατ’ ακολουθίαν τη διαμορφωθείσα νομολογία βασικό στοιχείο της οποίας ήταν πως μόνη η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου δεν θεμελιώνει τον έντιμο βίο αυτή (επίμαχη διάταξη) δεν παρουσίαζε «αμφιλογία», η ερμηνεία είχε πολύπλευρα παγιωθεί με συνέπεια την ασφάλεια του δικαίου κατά τη μεγάλη δε ιστορική της διαδρομή ουδέποτε τέθηκε ζήτημα στα πλαίσια εφαρμογής της περί παραβίασης της ατομικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β Συντάγματος). Κατά τη γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης «Σύννομη» έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες, η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στον νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για τη θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού  είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

Στο σημείο αυτό πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι: η διαμόρφωση μιας γενικής διάταξης, με την οποία αλλοιωνόταν τα πλαίσια ποινής προς τα κάτω, προτάθηκε από τον Ν. Χωραφά, τον θεμελιωτή του ποινικού δικαίου στη χώρα μας, στη συνεδρίαση της 30ης Αυγούστου 1933, με τη σκέψη, ότι η διάταξη αυτή αποφεύγει την εν πάση περιπτωσιολογία εγκείμενη μοιραίως αυθαιρεσίαν και παρέχει εις τον δικαστή την ευχέρεια προσαρμογής της ποινής εις την ασύλληπτον ποικιλίαν των ειδικών περιπτώσεων της πραγματικής ζωής. Σύμφωνα με την πρόταση του Χωραφά, η μείωση της ποινής στο πλαίσιο του άρθρου 84 Π.Κ. θα έπρεπε να είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική. Τελικώς επικράτησε αντίθετη διατύπωση, βάσει της οποίας η μείωση της ποινής, όταν διαπιστώνεται η συνδρομή ελαφρυντικού είναι υποχρεωτική. Όμως οι μειωτικές της ποινής ελαφρυντικές περιστάσεις και η διάγνωσή τους δεν προηγούνται της επιμέτρησης της ποινής αλλά είναι προϊόν της επιμέτρησης που προκύπτει κατά και από τη διεξαγωγή αυτής (επιμέτρησης). Αυτό σημαίνει ιδίως ότι για τη μείωση της ποινής λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν φτάνει incocreto άνευ άλλου τινός η παραδοχή κάποιου μεμονωμένου λόγου ελάφρυνσης αλλά απαιτείται η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει του συνόλου των κανονιστικών παραδειγμάτων του νόμου και της δυνατότητας ενός αναλογικού, αν χρειαστεί χειρισμού των, υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων. Έτσι, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται.»

            Κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που χορήγησε το ελαφρυντικού του «σύννομου βίου«Στη συνέχεια το Δικαστήριο δέχθηκε ομόφωνα τον νόμιμο και ορισμένο αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσιβλήτου περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της διάταξης 84 παρ. 2α Π.Κ. με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019), που άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο 2 ως άνω νόμου) «1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις», ενώ κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου «Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα». Με τον ως άνω νέο Ποινικό Κώδικα υπήρξε η αντικατάσταση στο άρθρο 84 παρ 2 εδ. α’ της απροσδιόριστης έννοιας του «προτέρου έντιμου βίου» από τη δεκτική βεβαίωσης έννοια του προτέρου σύννομου βίου (νόμιμης ζωής). Όπως μάλιστα επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του Νέου Ποινικού Κώδικα (βλ. σελ. 22 αιτιολογικής έκθεσης), επήλθε ουσιώδης τροποποίηση «η οποία κατέστη αναγκαία εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.» Ειδικότερα, κατά την αιτιολογική έκθεση «αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της έντιμης ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο νόμιμης ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικασθεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να  ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ.1 εδ. β)’ απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Η κατάφαση του ως άνω ελαφρυντικού μπορεί να γίνει με βάση το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, στο οποίο βεβαιώνονται αμετάκλητες καταδίκες για αξιόποινες πράξεις, οπότε η έλλειψη τέτοιων καταδικών στο παρελθόν, αποτελεί στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, εάν δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το αντίθετο.

Η προϊσχύουσα διάταξη απαιτούσε τη θετική αξιολογική κρίση του δικαστή για τη συνολική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, προκειμένου να αναγνωσθεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Σήμερα ο πρότερος ‘έντιμος’ βίος έχει αντικατασταθεί από τον πρότερο «σύννομο» βίο, εξέλιξη που διευρύνει υποχρεωτικά το εύρος της αναγνώρισής του. Συνεπώς, μεταξύ των αλλαγών του Κώδικα ήταν και η κατάργηση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου από αυτό του σύννομου βίου. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στον προηγούμενο ΠΚ χρειαζόταν για να μειωθεί η ποινή να αποδειχθεί έντιμος ατομικός, οικογενειακός, επαγγελματικός και κοινωνικός βίος, δηλαδή μια θετική και όχι απαθής στάση στην κοινωνία, τώρα με τον νέο ΠΚ απαιτείται μόνο η μη διάπραξη αξιόποινης πράξης (με την έννοια της παράβασης επιτακτικών ή απαγορευτικών κανόνων δικαίου) ή έστω ύπαρξη καταδίκης για ελαφρό πλημμέλημα. Δηλαδή ένα υποκειμενικό στοιχείο αυτό του έντιμου βίου, το οποίο έκρινε ο δικαστής, αντικαταστάθηκε από αντικειμενικό στοιχείο, τον σύννομο βίο που αποδεικνύεται πρώτιστα από το ποινικό μητρώο. Με τον τρόπο αυτό υποχρεώνεται ο δικαστής να αναγνωρίσει αυτό το ελαφρυντικό σε όσους έχουν λευκό ποινικό μητρώο.

Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είναι παντρεμένος με τη ……………. από το έτος ….. και έχει αποκτήσει …..τέκνα, την ……. Αυτός καταγόταν από ………. οικογένεια. Ο πατέρας ήταν  …. και η μητέρα του, ……… Ήταν δε το τελευταίο από τα ….. παιδιά της οικογένειας. Αποφοίτησε από το Λύκειο το έτος ….. και στη συνέχεια μέχρι το έτος ……φοίτησε στη σχολή …..στην Αθήνα στο τμήμα ……………. Αυτός ήταν υποδειγματικός οικογενειάρχης και δεν είχε στο παρελθόν τη παραμικρή επίμεμπτη από κοινωνική και κυρίως ποινική άποψη, συμπεριφορά. Το τελευταίο γεγονός καταμαρτυρεί το λευκό ποινικό μητρώο του, στο οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγραφή για τέλεση οποιοσδήποτε αξιόποινης πράξης. Είχε μία μετρημένη κοινωνική ζωή, ήταν συγκροτημένο άτομο, αγαπητός στους συγχωριανούς του (κατάγεται από τη ………..), στους συναδέλφους του και στους φίλους του, με μερικούς από τους οποίους πραγματοποιούσε εκδρομές στην ελληνική φύση, σεβόταν τους γονείς του και τις …………… αδερφές του, εκ των οποίων η μία ……………., καλύπτοντας επίσης και όλα τα έξοδά τους. Ως αστυνομικός εκτέλεσε, από την ημέρα που προσλήφθηκε ως ειδικός φρουρός το έτος ……. μέχρι την ημέρα που τέλεσε τις επιδικαζόμενες πράξεις και συνελήφθη για αυτές, με ευσυνειδησία, συνέπεια, αυταπάρνηση και υπηρεσιακή προσήλωση στο καθήκον το λειτούργημά του, γεγονός που αποδεικνύεται από την έλλειψη οποιοσδήποτε πειθαρχικής τιμωρίας ακόμα και άτυπης (προφορικής) επίπληξης, παρά το γεγονός ότι υπηρετούσε στην ιδιαίτερα επικίνδυνη περιοχή των Εξαρχείων, στην Αθήνα. Αντιθέτως αυτός το έτος ….., επιβραβεύθηκε με έπαινο, με  απόφαση του Διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι επέδειξε υψηλό αίσθημα ευθύνης, καθόσον συνέβαλε στην εξάρθρωση κυκλώματος εμπορίας ναρκωτικών. Ήταν ανέκαθεν ευγενικός, φίλεργος-φιλόπονος, καθόσον πριν ενταχθεί στο Αστυνομικό Σώμα, αυτός εργαζόταν στο …….., απασχόληση που αγάπησε και άσκησε με μεράκι και ζήλο, για όσο καιρό (σημαντικό από άποψη χρονικής διάρκειας) την εξάσκησε, περίπου από το έτος ….. μέχρι το έτος ……, την οποία όμως δεν συνέχισε λόγω του ότι δεν ήταν προσοδοφόρα, στα στενά πλαίσια του τόπου καταγωγής του. Είναι δε αιμοδότης εκ πεποιθήσεως, καθόσον ευαισθητοποιήθηκε να δίνει αίμα, επειδή έχει σπάνια ομάδα αίματος ….. και περαιτέρω, στα επιτρεπτά πλαίσια των οικονομικών του δυνατοτήτων, δεδομένου ότι είναι ……., η σύζυγος του δεν εργάζεται και δεν έχει ατομική ή οικογενειακή περιουσία, συντηρούμενος ο ίδιος και η οικογένειά του από το μισθό του, ενόσω ήταν αστυνομικός εν ενεργεία συμπεριφέρονταν με ευγένεια και καλοσύνη και προσέφερε στους κρατούμενους στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος τσιγάρα και φαγητό, διακατεχόμενος από γνήσια αισθήματα φιλαλληλίας, εκπληρουμένης έτσι και της απαιτήσεως της νομολογίας να επιδεικνύει ο κατηγορούμενος, ο οποίος αιτείται το σχετικό ελαφρυντικό, θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση, ενώ κάθε άλλη απαίτηση αναφορικά με ενέργειες εντασσόμενες στο κοινωνικώς επωφελές πλαίσιο συμπεριφοράς του πρώτου κατηγορουμένου, δεν απαιτείται, αλλά και θα ήταν άδικη και υπερβολική από δικαιοπολιτική άποψη. Από όλη δε τη ψυχοδυναμική της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, όπως αυτή ξεδιπλώθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι αυτός δεν είναι μία εγκληματική προσωπικότητα και ένας ανάλγητος άνθρωπος. Με βάση επομένως, τα παραπάνω δεδομένα, ομόφωνα, πρέπει να αναγνωρισθεί στον πρώτο κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου συννόμου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α Π.Κ.)».

            Κρίση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου: «Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης επί της ενοχής, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αφορώντα την συμπεριφορά και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσίβλητου πριν και κατά την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας, τα οποία καίτοι προεκτέθηκαν  επαναλαμβάνονται για πληρέστερη αιτιολόγηση της κρίσης της Ολομέλειας επί του λόγου αναίρεσης κατά λέξη και αποσπασματική αναφορά: «Οι κατηγορούμενοι με την ιδιότητα του Ειδικού Φρουρού, στις …………., εκτελώντας διατεταγμένη εποχούμενη υπηρεσία κατόπτευσης της περιοχής των Εξαρχείων, επέβαιναν σε περιπολικό όχημα με οδηγό τον πρώτο εξ αυτών ήτοι τον ………………. και συνοδηγό τον δεύτερο ήτοι τον …………. Στις 20:45:27 μ.μ. το Κέντρο Άμεσης Δράσης δίδει εντολή προς το, ως άνω, πλήρωμα του περιπολικού να μεταβεί στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για να επιληφθεί παράνομης στάθμευσης. Οι κατηγορούμενοι αγνόησαν την εντολή, εισήλθαν για αδιευκρίνιστους λόγους, χωρίς να ενημερώσουν για την αλλαγή πορείας το Κέντρο, στην οδό Ζωοδόχου Πηγής και όταν έφθασαν στο σημείο που η οδός αυτή τέμνεται με την οδό Τζαβέλα διαπίστωσαν ότι επί της οδού αυτής, στο ύψος που τέμνεται με την οδό Μεσολογγίου, ευρίσκοντο 10-15 νεαρά άτομα. Στάθμευσαν προσωρινά το όχημά τους, στάθηκαν όρθιοι στην πλευρά που βρίσκεται η θέση του συνοδηγού του οχήματος και  προκάλεσαν τα νεαρά άτομα, με τα οποία ήλθαν σε φραστική και λεκτική διένεξη. Η εριστική και ανάρμοστη συμπεριφορά των  κατηγορουμένων προκάλεσε την αντίδραση των νεαρών ατόμων,  με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί εναντίον τους μια πλαστική φιάλη, που κτύπησε στο καπό του περιπολικού και ένα γυάλινο αντικείμενο. Δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα σε βάρος των κατηγορουμένων άλλης μορφής επιθετική ενέργεια από ομάδα ατόμων, ή από τα, ως άνω, νεαρά άτομα. Εν μέσω της προκληθείσας φραστικής και λεκτικής αντιπαράθεσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος από απόσταση 25 περίπου μέτρων εκτόξευσε προς την πλευρά των νεαρών ατόμων που βρίσκονταν στην οδό Τζαβέλα μία χειροβομβίδα κρότου – λάμψης. Οι κατηγορούμενοι μέσω της οδού Ναυρίνου κατευθύνθηκαν προς τη οδό Τζαβέλα. Και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτε δεν προμήνυε ότι θα υπάρξουν επεισόδια και αναταραχές, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πυροδότησαν με την εμφάνισή τους και την προκλητική εκ νέου συμπεριφορά τους, ένταση και διαπληκτισμό. Στάθηκαν στη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα και ενεργώντας κυρίως από λόγους εγωϊσμού και υπεροψίας, άρχισαν να προκαλούν τα ευρισκόμενα στην οδό Τζαβέλα 10 έως 15 νεαρά άτομα, με την εκτόξευση ιδιαίτερα καταφρονητικών λέξεων και φράσεων. Η έλευση των κατηγορουμένων και η προαναφερθείσα συμπεριφορά τους επέφερε ως αποτέλεσμα την αντίδραση των νεαρών ατόμων με απώτερη συνέπεια την κλιμάκωση των φραστικών αντεγκλήσεων και την ανταλλαγή καταφρονητικών λέξεων και φράσεων. Ακολούθως και ενώ εξελισσόταν με αύξουσα ένταση η, ως άνω, περιγραφείσα αντιπαράθεση των κατηγορουμένων με τα άτομα που βρίσκονταν στην οδό Τζαβέλα, ο ……………… ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση την 21.05 ώρα περίπου, έσυρε από τη θήκη του το ημιαυτόματο πιστόλι και αμέσως, αφού σκόπευσε προς το μέρος των νεαρών ατόμων, που βρίσκονταν σε απόσταση 25-30 μέτρων από τον ίδιο, πυροβόλησε επαναληπτικά δύο φορές. Μία από τις βολίδες ακολούθησε κατωφερή πορεία σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, στην πορεία της προσέκρουσε πλαγίως, και όχι με την αιχμή της, στην τρίτη κατά σειρά πακτωμένη διακοσμητική μπάλα από μπετόν, και αφού υπέστη ενιαία και συνεχόμενη παραμόρφωση, εξοστρακίστηκε και ακολουθώντας πορεία προς τα αριστερά σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα και τη θέση της τσιμεντένιας μπάλας και ανωφερή ως προς το οριζόντιο επίπεδο, έπληξε δευτερογενώς τον …………., ο οποίος βρισκόταν στο μέσον της οδού Τζαβέλα, με όλες τις πιθανές αποκλίσεις προς τις κατευθύνσεις του ορίζοντα, οι οποίες δεν κατέστη δυνατό με ακρίβεια να προσδιοριστούν, δεδομένου ότι τόσο το θύμα, όσο και ο βάλλων κατά τη στιγμή του πυροβολισμού κινούνταν ασύντακτα στον χώρο. Η βολίδα έπληξε τον ανήλικο στο αριστερό ημιθωράκιο, προκαλώντας του τυφλό τραύμα θώρακος, εξαιτίας δε αυτού ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε αμέσως ο θάνατός του». Για τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και αναγνώσθηκαν επίσης μία προανακριτική κατάθεση και μια ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έτερων αυτοπτών μαρτύρων, τα ονοματεπώνυμα δε όλων αυτών αναφέρονται στον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο.

Σύμφωνα με τις στο περί ενοχής σκεπτικό παραδοχές της προσβαλλόμενης κατά την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας η τέλεση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος δεν ήταν άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, όλα δε τα πραγματικά περιστατικά που επίσης δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι προηγήθηκαν της ανθρωποκτονίας ως και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα, που αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του υποδηλώνουσα έλλειψη σεβασμού αυτού σε έννομα  αγαθά και που, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγηθείσα σκέψη της παρούσης, λαμβάνονται υπόψη για τη θεμελίωση του σύννομου βίου οι παραδοχές της προσβαλλόμενης επί της ενοχής επιβάλετο να συνέχονται μ’ αυτές που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό της απόφασης του επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου. Όμως στο τελευταίο ουδεμία αναφορά υπάρχει στα εν λόγω περιστατικά καθώς και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, τα οποία εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία γεγονός που επιβάλλεται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. Η έλλειψη αυτή η οποία δεν καλύπτεται από την παράθεση στο περί ενοχής σκεπτικό, αποσπασμάτων των καταθέσεων των ανωτέρω αυτοπτών μαρτύρων, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την εκ μέρους του Δικαστηρίου μετά βεβαιότητας, λήψη υπόψη  όλων των αποδεικτικών μέσων και περαιτέρω για τον λειτουργικό συσχετισμό και την συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων  αυτών, έχει δε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών τα οποία καθιστούν την αιτιολογία ανεπαρκή, ελλιπή και μη ειδική και εμπεριστατωμένη όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 193 παρ. 3 του Συντάγματος και τη διάταξη του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. με συνακόλουθη συνέπεια η ποινή που λόγω της παραδοχής της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης επιβλήθηκε στον  ήδη αναιρεσίβλητο να μην ευθυγραμμίζεται με τη συνταγματική αρχή της αναλογίας κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά γι ΄ αυτήν στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη. Εκτίθεται ότι τρία μέλη της Ολομέλειας ήτοι η Βασιλική Ηλιοπούλου, Άννα Φωτοπούλου και Τριανταφυλλιά Πατρώνα είχαν την άποψη πως στο ‘σκεπτικό της παρούσας απόφασης και συγκεκριμένα στη σελίδα ·70 αυτού θα πρέπει να προστεθεί και κάποια άλλη πρόταση, της τελευταίας λέξης με την στο συντακτικό έννοιά της. Κατά τη γνώμη όμως όλων των υπολοίπων μελών ουδέν πρέπει να προστεθεί. Επομένως ο παραπεμφθείς ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου τούτου λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ._ 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. περί έλλειψης αιτιολογίας καθόσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α Π.Κ. είναι βάσιμος κι εντεύθεν η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν’ αναιρεθεί εν μέρει ήτοι καθόσον αφορά τον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσίβλητο……………….. και μόνον κατά το περί παραδοχής της ελαφρυντικής περίστασης μέρος της και συνακόλουθα αυτό περί ποινής κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο τμήμα της προς νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε συγκροτούμενο από Δικαστές και ενόρκους άλλους εκτός απ’ αυτούς που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.).»

            Στη συνέχεια παρατίθεται και η γνώμη της μειοψηφίας στην ΑΠ 99/2021

            Γνώμη της μειοψηφίας στην ΑΠ 99/2021 που παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια: «Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου και δη της Αντιπροέδρου Α. Θ. και της Αρεοπαγίτου Σ. Μ. ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος. Ειδικότερα: Η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ ελαφρυντική περίσταση δεν μετέχει στη δομή του εγκλήματος και δεν το προσδιορίζει, αλλά αποτελεί στοιχείο που βρίσκεται στον χώρο της ποινής. Η βαρύτητα της πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, δεν δύναται να ασκήσει επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι του ελαφρυντικού αυτού. Πολλώ δε μάλλον, η γραμματική διατύπωση της διάταξης “ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα…”, επιβάλλει την αποσύνδεση της κρίσης για τη συνδρομή της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης από οιοδήποτε περιστατικό σχετιζόμενο με το τελεσθέν έγκλημα και την εδραίωσή της αποκλειστικά σε περιστάσεις προγενέστερες της πράξης. Η κρίση, δηλαδή, για τη συνδρομή των προϋποθέσεων που δύνανται να αποκλείσουν την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, παρά την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου του κατηγορούμενου, μπορεί να θεμελιωθεί μόνο σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ενδεικτικά του μη σεβασμού από τον τελευταίο των εννόμων αγαθών και της μη συμμόρφωσής του με τις επιταγές του νόμου, τα οποία όμως ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο του χρόνου τέλεσης του εγκλήματος και στα οποία δεν εμπίπτουν ούτε η φύση ή το είδος, ούτε η βαρύτητα και ο τρόπος τέλεσης αυτού. Με βάση τα προεκτεθέντα, η περιλαμβανόμενη στον εκτενώς προαναφερθέντα αναιρετικό λόγο αιτίαση, για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω μη λήψης υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας των μαρτυρικών καταθέσεων που αφορούσαν στην εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου προς την ομάδα των νεαρών ατόμων είναι αβάσιμη, αφού η συμπεριφορά αυτή εντάσσεται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, στο ίδιο επεισόδιο που κατέληξε στον θανάσιμο τραυματισμό του θύματος, ο οποίος μάλιστα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του σκεπτικού, επί της ενοχής της απόφασης, απέχει μόλις λίγα λεπτά από αυτή. Επομένως, η εν λόγω συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου, που περιγράφεται από τις αναφερόμενες στον αναιρετικό λόγο καταθέσεις των μαρτύρων, δεν εντάσσεται στην προηγούμενη από το συμβάν, ζωή του τελευταίου και δεν μπορεί να αξιολογηθεί αρνητικά στη διερεύνηση της κατάφασης ή μη της επίμαχης ελαφρυντικής περίστασης. Αναφορικά δε με τη κατάθεση της υποστηρίζουσας τη κατηγορία Β. Τ., η οποία αναφέρεται σε πληροφορίες που είχε για τον προηγούμενο βίο του αναιρεσιβλήτου (αόριστες και των οποίων τη πηγή δεν κατονομάζει) δεν υφίσταται αμφιβολία, κατά την κρίση της μειοψηφίας, ότι λήφθηκε υπόψη και συναξιολογήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία από το Εφετείο για την κρίση του επί της αποδοχής ή μη του ανωτέρω ελαφρυντικού. Το γεγονός ότι η κρίση αυτή ήταν αντίθετη από τη συγκεκριμένη κατάθεση ανήκει στην αναιρετικά ανέλεγκτη από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, την οποία, με την κατ’ επίφαση επίκληση της ανωτέρω πλημμέλειας επιχειρεί να πλήξει ο αναιρεσείων.»

            Είναι βέβαιο ότι η απόφαση της Ολομέλειας θα προκαλέσει συζητήσεις στη νομική κοινότητα. Κρίσιμο σημείο είναι η διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης 84 παρ. 2 α ΠΚ : «ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα…»από την οποία φαίνεται ότι ο νομοθέτης θέλησε να αποσυνδέσει την τέλεση της εγκληματικής συμπεριφοράς για την οποία του επιβλήθηκε η ποινή, από τη χορήγηση ή μη του ελαφρυντικού του σύννομου βίου.

            Από την απόφαση της Ολομέλειας προκύπτει ότι για τη χορήγηση της ελαφρυντικής περίστασης του «σύννομου βίου» λαμβάνεται υπόψη-συνεκτιμάται και η συμπεριφορά του δράστη στην τελούμενη πράξη (για τη θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού  είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας). Με την ερμηνεία αυτή υπερβαίνει το σαφές χρονικό όριο που θεσπίζει ο νομοθέτης («ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα»)  για την κρίση της συνδρομής του (πρότερου) σύννομου βίου του δράστη.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -